Ο εσωτερικός κόσμος κάθε ανθρώπου είναι και θα πρέπει να παραμένει αυστηρά προσωπικός με εξαίρεση την διάθεση του ιδίου να εξωτερικεύσει κομμάτι αυτού προς τέρψιν φίλου, αγαπημένου ή προσφάτως ανεβασμένου δείκτη στην ζυγαριά. Οι παραπάνω διαδικασίες διεξάγονται με ειλικρινείς συζητήσεις (κυρίως μετά από κατανάλωση αλκοόλ), γλυκόλογα ή δαχτυλάκι στο στόμα μετά από γενναίο γεύμα, πλούσιο σε θερμίδες και λιπαρά. Οποιαδήποτε άλλη βεβιασμένη και μη εκούσια εξωτερίκευση του προαναφερθέντος και ιδιαίτερα ιδιωτικού σύμπαντος θα πρέπει να χαρακτηρίζεται άμεσα παράνομη, απεχθής, επονείδιστη και τα σχετικά (όλα από την Ζωή βγαλμένα) και -καθώς η τιμωρία τις περισσότερες φορές είναι αδύνατη- να ξεπληρώνεται το “κακοπούκανε” με συμπαντική ισορροπία και ενίσχυση του καλού κάρματος (το οποίο κλίνεται και δεν είναι σαν το Πάσχα, το τσέκαρα).

Είναι ένα από ‘κείνα τα βράδια που νομίζεις ότι μπορείς να φας τα πάντα γιατί γύρισες στο σπίτι των γονιών σου και όλα ξαφνικά είναι πιο νόστιμα, πιο υγιεινά και -κυρίως- δεν τα πληρώνεις εσύ, οπότε “θα φας μέχρι να κάνεις μπαμ”, σαν την Coca-Cola στα ΙΚΕΑ ή τα Imbiss ένα πράμα. Ο Χ, πρωταγωνιστής της ιστορίας μας, έχει μόλις κάνει το τελευταίο του τσιγάρο διαβάζοντας Gabriel Garcia Marquez και αποφασίζει πως μπορεί να καθίσει ξύπνιος άλλο ένα μισαωράκι πριν πέσει για ύπνο, καθώς την επομένη (όλως παραδόξως) δεν έχει κάποια πρωινή δουλειά. Και εφόσον αποφάσισε πως μετά τον Gabriel Garcia Marquez δεν ταιριάζει βρε παιδί μου να δει πορνό και κατ’ επέκτασιν θα έχει τα χέρια του ελεύθερα, μπορεί να τα χρησιμοποιήσει για άλλες δραστηριότητες όπως το να φάει το 14ο γεύμα της ημέρας του. Στο youtube παίζει ατάκες Ασπασίας part 2 και οι μαγιονέζες σχηματίζουν άναρχες πιτσιλιές στο θεληματικό πηγούνι και το φροντισμένο μουσάκι του Χ. Το βράδυ θα κλείσει με γλυκό αλλά στο μεσοδιάστημα χωράει ακόμη ένα τσιγαράκι για την χώνεψη (θα πεθάνουμε που θα πεθάνουμε όλοι από καρκίνο, ας το επισπεύσουμε να είμαστε μπροστά). Τρεις πάρα δέκα: η πλέον κατάλληλη ώρα για ένα κομμάτι τούρτα. Χραπ (ακουστική εικόνα). Τρεις και πέντε: το κοιλιόδουλο κτήνος που ακούει στο λογοτεχνικό όνομα Χ αποφασίζει να αποσύρει το κουρασμένο του κορμί στο εφηβικό του κρεβάτι (που είναι δυο φορές μεγαλύτερο από το ενήλικο και τότε δεν είχε και special guest τα βράδια – όλα ετεροχρονισμένα σε αυτήν την ζωή). Κινητό στο αθόρυβο και ελπίδα για όνειρα στο θορυβώδες. Στο εκκωφαντικό αν είναι δυνατόν, παρακαλώ! Κάθε φορά που οι άνθρωποι κάνουν σχέδια το σύμπαν βροντόφωνα γελά. Το μόνο εκκωφαντικό σημείο στην ζωή του Χ εκείνο το βράδυ ήταν η διαδικασία της κατανάλωσης του καταπετάσματος στο backwards. Δύο ώρες μετά σηκώνεται απελπισμένος από το κρεβάτι νιώθοντας πως η ζωή εδώ τελειώνει και σβήνει το καντήλι του. Η καριέρα(?) του περνά και χάνεται μπροστά από τα μάτια του κάνοντας δειλά βηματάκια μέχρι το μπάνιο. Το κίτρινο εκτυφλωτικό φως βιάζει τα από λήθαργο συνηθισμένα στο σκοτάδι ματάκια του, όμως είναι τοξότης με ωροσκόπο λιοντάρι και θα τα κρατήσει ανοιχτά. Μονόλεπτη στάση μπροστά στον νιπτήρα να αφουγκραστεί αυτό που του συμβαίνει και να παρατηρήσει ενδεχόμενη αραίωση στην αριστερή κορυφή του. Μαλακίες, τα μαλλιά του είναι τόσο πλούσια όσο οι ουρές των αλόγων ή οι ουρές στην εφορία. Σκύβει και 14 γεύματα επανεμφανίζονται διαδοχικά και ανακατεμένα, με μια διαίρεση που εκείνος δεν ήταν σε φάση να κάνει λόγω της καταστάσεως του και εγώ -ο συγγραφέας του συμβάντος- δεν είμαι σε φάση να κάνω λόγω της φτωχής μαθηματικής μου παιδείας. Συνέβη και ξανασυνέβη τόσες φορές μέσα σε λίγα μόνο λεπτά που απόρησε και ο ίδιος μην έχει μπει μέσα του ο Λούσιφερ και αποκτήσει το περιστρεφόμενο κεφάλι που τόσο πολύ θα ήθελε για την τελευταία(?) του εξεταστική στο Αριστοτέλειο. Στο σπίτι όλοι ατάραχοι, συνεχίζουν τον ύπνο τους, παρά το γεγονός ότι ο Χ κάνει τόσο θόρυβο όσο το φορτηγό εκκένωσης βόθρων και βαριανασαίνει σαν ετοιμοθάνατος ρινόκερος με αναπνευστικά προβλήματα. Τι τις θέλεις της τριώροφες τις μονοκατοικίες μάνα’μ (στην κυριολεξία) αν είναι να πεθαίνει το σπλάχνο σου στον πάνω όροφο κι εσύ να κάνεις την ωραία κοιμωμένη στον κάτω περιμένοντας το true love’s kiss; (παύση για πλύσιμο και σαπουνάδες). Ο Χ κατεβαίνει τις σκάλες με μάτια κόκκινα και δραματική ανάσα σαν να έχει βγει από κάποια σεκάνς του κόκκινου κύκλου ή της δέκατης εντολής. Πλησιάζοντας την γονεϊκή κρεβατοκάμαρα βαριανασαίνει εντονότερα γιατί έχει ανάγκη από φροντίδα και προδέρμ. Πέρασε μια νύχτα που όλα του αποκαλύφθηκαν σαν μια άλλη ηρωίδα της Ψύχωσης 4.48. Αν ζούσε η Κέιν αυτή την στιγμή να δει τον παραλληλισμό σίγουρα θα ξαναυτοκτονούσε με τα κορδόνια των παπουτσιών της, ή χτυπώντας το κεφάλι της στον τοίχο, ή κρατώντας την ανάσα της ξερωγω. Το τέρας που ξύπνησε μέσα του, το ίδιο εκείνο βράδυ που καταβρόχθισε σαν να μην πεινάει κανένα παιδάκι στον κόσμο οτιδήποτε βρέθηκε μπροστά του, έμελλε να πέσει για ύπνο μισή μέρα αργότερα και να πάρει μαζί του όλες τις ανώμαλες εξόδους φαγητού και ποτού από τον ανθρώπινο οργανισμό, την ανάγκη του Χ να (ξανα)γίνει μαμόθρεφτο και την ελπίδα να αποκτήσει επιτέλους το περιστρεφόμενο κεφάλι που τόσες εξεταστικές ονειρευόταν.

Την τελευταία φορά που είχε ξεράσει ήταν μόλις 18, σε ένα αμφιβόλου ποιότητος hostel στην πρωτεύουσα (μαμά -του-, αν τον διαβάζεις, ναι! Δεν έμενε σε ξενοδοχείο τότε) έχοντας μπερδέψει όσα ποτά μπορεί να μπερδέψει μέσα σε ένα βράδυ ένας άνθρωπος και δη πρωτοετής φοιτητής, έχοντας γνωρίσει την Καισαριανή by night, που μέχρι τότε μόνο από το Gucci φόρεμα του Μαζωνάκη την ήξερε (και που ακόμα δεν έμαθε -ελπίζει- πώς το κάνουν στην Καισαριανή), και μόλις 4 ώρες μετά καυλάντιζε ανέμελος, πίνοντας με άδειο στομάχι μεν, γεμάτος νέες εμπειρίες δε, fredo espresso στο Booze (γιατί για τέτοια είναι ο κώλος του γενικότερα).

Αλλά τα χρόνια περνάνε και μάλλον ό,τι τρώμε δεν το κερνάμε (όπως υποστηρίζει με περισσή σιγουριά το σύγχρονο εντεχνίζον άσμα) αλλά το καταβροχθίζουμε σαν να μην υπάρχει αύριο. Έπειτα το εκκενώνουμε αξημέρωτα από λάθος τρύπα, μην έχοντας καν μία χείρα βοηθείας να κρατήσει τους λαμπερούς βοστρύχους μας μακριά από την αντλία της βουλιμικής μας νεμέσεως. Ο Χ τώρα ξέρει πως δεν θα είναι ποτέ ξανά 18. Κάτι μέσα του έχει αλλάξει. Η ματαίωση ακολουθεί την ωριμότητα και vice versa. Και ο ίδιος τρέχει. Γιατί; Θέλει να τις προλάβει; Χαζός είναι; Καλύτερα να κάνει μια στάση να τσιμπήσει κάτι. Ή μήπως όχι;

Σχόλια