Το κιτς δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό. Το κιτς κάποτε αποτελούσε ολόκληρο κίνημα τέχνης -ναι τέχνης! Ίσως μετά από αυτό το άρθρο σκεφτούμε δυο φορές πριν βιαστούμε να «ντύσουμε» το οτιδήποτε αντιαισθητικό σε μας με την ονομασία «κιτς».
Μια ξένη λέξη που όμως την ακούμε απ’ όταν ήμαστε παιδιά: «Μα καλά, τι κιτς ντύσιμο είναι αυτό;», «Το μαγαζί αυτό είναι σκέτο καρακιτσαριό!» και άλλες τόσες εκφράσεις που όλοι μας είτε λίγο είτε πολύ έχουμε χρησιμοποιήσει για να δηλώσουμε πως κάτι είναι ευτελές, αντιαισθητικό και παραπέμπει σε καρναβάλι ή τσίρκο.
Και κάναμε λάθος.
Γιατί το κιτς δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό. Γιατί το κιτς κάποτε αποτελούσε ολόκληρο κίνημα τέχνης -ναι τέχνης! Και γιατί ίσως μετά από αυτό το άρθρο σκεφτούμε δυο φορές πριν βιαστούμε να «ντύσουμε» το οτιδήποτε αντιαισθητικό σε μας με την ονομασία «κιτς».
Ο όρος έκανε την πρώτη εμφάνισή του περίπου το 1870 στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μονάχου, παρ’ όλα αυτά η προέλευση του παραμένει αβέβαιη.
Η μια εκδοχή είναι πως προέρχεται από τον όρο sketch που στα αγγλικά σημαίνει σκίτσο, μια λέξη που χρησιμοποιούσαν οι Αγγλόφωνοι επισκέπτες του Μονάχου όταν ήθελαν να ζητήσουν από ντόπιους καλλιτέχνες σχέδια τοπίων ή άλλων θεμάτων.
Μια άλλη ετυμολογική προέλευση είναι πως ο όρος είναι γερμανικής καταγωγής και προέρχεται από το ρήμα«kitschen» που σημαίνει «μαζεύω λάσπη στο δρόμο», και αναφέρεται στους τουρίστες που συνήθιζαν να μαζεύουν άκριτα έργα ζωγραφικής ή σχέδια.
Παρ’ όλο που ο όρος είχε ξεχαστεί για αρκετά χρόνια, επανήλθε ως διεθνής πλέον τη δεκαετία του ’30. Έκτοτε έχει χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει κάτι που στερείται αισθητικής και έχει ως μοναδικό στόχο την τέρψη του θεατή για οικονομικό όφελος κάτι που βέβαια συνέβη και με το κίνημα του Μανιερισμού, του Ροκοκό και του Μπαρόκ (οδεύουμε σε σταδιακή απενοχοποίηση του κινήματος). Ενώ στην αρχή το κιτς χαρακτήριζε μόνο έργα ζωγραφικής, αργότερα, το 1970, εξαπλώθηκε και στην αρχιτεκτονική αλλά και σε άλλες μορφές τέχνης.
Η απενοχοποίηση
«Yπάρχουν περισσότερα να κερδίσεις μέσω της σοβαρότητας παρά μέσω της ειρωνείας»
– Odd Nedrum
Στο κίνημα του Κιτς δεν έχεις να αποφασίσεις για κάτι. Η δουλειά έχει γίνει για εσένα. Και είναι εκεί για εσένα για να την παρατηρείς, να μαθαίνεις από αυτή και να την απολαμβάνεις. Και ενώ οι άνθρωποι συζητούν για τη σημασιολογία, αυτή βρίσκεται ήδη μπροστά στα μάτια τους. Χαθήκατε κάπου;
Η πραγματική απενοχοποίηση – αποκατάσταση του Κιτς κινήματος ξεκίνησε πριν 15 χρόνια, όταν ο Odd Nedrum «έχρησε» τον εαυτό του Κιτς ζωγράφο. Το γεγονός αυτό συνέβη στο opening μιας έκθεσης των έργων του με ανασκοπικό χαρακτήρα στο μουσείο Astrup Fearnley του Όσλο, το 1998. Τότε ήταν που ο Nedrum παραδέχτηκε ότι όσοι αποκαλούσαν του πίνακες του «κιτς» ήταν σωστοί. Ο Nedrum δεν ήταν μόνο ένας ζωγράφος που σημαδεύτηκε από τον τίτλο του κιτς καλλιτέχνη, αλλά ήταν και ο πρώτος που αποδέχτηκε έναν τέτοιο χαρακτηρισμό περισσότερο με περηφάνεια παρά με ντροπή. Συγκεκριμένα, ο δημοσιογράφος Michael Gormley, ο συντάκτης του περιοδικού American Artist, σχολίασε πως ο Nedrum έχει καταφέρει να κάνει για τον κόσμο του Κιτς ότι και οι διαδηλώσεις περί ισότητας ομοφυλοφίλων έκαναν στην γκέι κοινότητα. Να τον απελευθερώσει.
Οι περισσότεροι Κιτς καλλιτέχνες από την άλλη υποστηρίζουν πως το Κιτς δεν αποτελεί κίνημα ζωγραφικής αλλά φιλοσοφικό κίνημα: μια υπερκατασκευή αξιών και φιλοσοφίας που είναι ξεχωριστά από την τέχνη. Ο Nedrum συγκεκριμένα υποστηρίζει πως «Το Κιτς σηματοδότησε την αντίθεση της μοντέρνας τέχνης. Το Κιτς έγινε ο ενοποιημένος «τόπος» για όσους δεν ήταν αρκετά ψαγμένοι ή νέοι, για όσους θεωρούνταν παλιακοί, συναισθηματικοί, μελοδραματικοί και αξιολύπητοι».
Μάλιστα στο βιβλίο του «On Kitsch», που πρωτοεκδόθηκε το 2000, ο Nedrum αναφέρει πως «Το Κιτς αφορά αιώνιες ερωτήσεις που αφορούν τον άνθρωπο, οποιαδήποτε και αν είναι η μορφή του, δηλαδή για το τι ονομάζουμε άνθρωπο». Ως παράδειγμα έφερε το φτωχό κορίτσι και το αγόρι με το δάκρυ, κλασικά παραδείγματα του κιτς, κυρίως γιατί μιλούν στα αισθήματα μας, στην ανθρώπινη φύση μας.
Το φθινόπωρο του 2002 η πρώτη επίσημη έκθεση για κιτς έργα έγινε στο μουσείο Haugar Vestfold Kunst στο Tønsberg της Νορβηγίας, με τίτλο Kitsch Katacomben (Η κατακόμβη του Κιτς). Πολλοι τότε σχολίασαν το πόσο σημαντικό θα ήταν να διεξαχθούν και άλλες εκθέσεις που θα αφορούσαν στο κίνημα και έξω από τη Νορβηγία, ανεξάρτητα από τον Nedrum, έτσι ώστε να εξαπλωθεί το κίνημα ως τρόπο ζωής και φιλοσοφίας και λιγότερο ως τέχνη. Και αυτό ακριβώς έγινε μετέπειτα. Το Κιτς υπάρχει. Και μας χαμογελάει υπομονετικά πίσω από τις σκιές που του έχουν επιβληθεί.
Αντί να αποτελεί ένα ακόμα καλλιτεχνικό κίνημα, το Κιτς στέκεται ανεξάρτητο, με τα δικά του κριτήρια υπεροχής που είναι διαφορετικά από αυτά της τέχνης. Τα κριτήρια περιλαμβάνουν ταλέντο, δεξιοτεχνία, συναισθηματισμό και την ικανότητα να πεις μια ιστορία με όμορφες σκιάσεις φωτός για να μεταφέρεις το συναίσθημα. Σύνθεση, ομορφιά και η προσδοκία του αιωνίου, απουσία χωροχρόνου· όλα παίζουν σημαντικό ρόλο στο παράδειγμα του Κιτς. Ωστόσο, ακόμα και χωρίς τη φιλοσοφία, κάποιος μπορεί να διακρίνει τον πίνακα ή την ορχήστρα και αμέσως να νιώσει και να αντιληφθεί το καλλιτεχνικό ερέθισμα περισσότερο σε συναισθηματικό παρά σε πνευματικό επίπεδο. Ο Odd άλλωστε υποστηρίζει πως «Το Κιτς είναι εδώ ακόμα και για το πιο αμαθές κοινό».
«Ο στόχος του Κιτς», αναφέρει ο Nedrum, «είναι να δημιουργήσει μια σοβαρότητα στη ζωή, στην καλύτερη περίπτωση τόσο υπέροχη που θα κάνει κάθε γέλιο να επέλθει σε σίγαση. Το Κιτς ψάχνει ζωή και επομένως ψάχνει το ανεξάρτητο, σε αντίθεση με την ειρωνεία και την απάθεια της τέχνης».
Η αλήθεια είναι πως τώρα που γράφουμε τούτες τις τελευταίες αράδες νιώθουμε λίγη έως πολλή ευχαρίστηση για την ανατροπή των δεδομένων που γνωρίζαμε και γνωρίζατε έως τώρα. Γιατί τελικά δεν είναι κακό να είσαι κιτς. Γιατί τελικά το να σου αρέσει το παλιό, ο συναισθηματισμός και η αποτύπωση κάθε πράγματος, όπως ακριβώς είναι πάνω στο καμβά, έχει τη δική του χάρη. Και γιατί σίγουρα όλοι λίγο-πολύ έχουμε τις κιτς στιγμές μας. Με πρώτη εμένα. Άλλος με την (κιτς) βάρκα μας;