« Για τους αστρονόμους, από το 1727 και μετά, επανάσταση είναι η κυκλική περιστροφή ενός σώματος γύρω από τον άξονά του. Για τον υπερρεαλισμό, η επανάσταση σημαίνει ακριβώς το αντίθετο: πρέπει να διακοπεί η μονότονη περιστροφή του δυτικού πολιτισμού γύρω από τον ίδιο του τον εαυτό, να σπάσει μια και καλή αυτός ο άξονας και να δημιουργηθεί η πιθανότητα μιας άλλης κίνησης, μιας κίνησης ελεύθερης και αρμονικής, ενός πολιτισμού της παθιασμένης έλξης»
Απόσπασμα από το Άστρο του Πρωινού του Μ. Λεβύ
Η αποκλειστική θέαση του Υπερρεαλισμού ως ένα καλλιτεχνικό ρεύμα με επιδράσεις σε κάθε πτυχή της τέχνης είναι μια θεώρηση φτωχή και άδικη, διόλου αντιπροσωπευτική για το ρηξικέλευθο ρόλο που πράγματι διαδραμάτισε και εν δυνάμει μπορεί ακόμη να διαδραματίσει ο Υπερρεαλισμός. Διότι πάνω από όλα ο Υπερρεαλισμός ήταν μια Επανάσταση, κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική, γλωσσική, στα μανιφέστα του Υπερρεαλισμού του Μπρετόν, στην ποίηση του Ελυάρ και του Αραγκόν, στη Revolution surrealiste του Ναβίλ, στους πίνακες του Έρνστ και του Μιρό, στη φωτογραφία του Ρέι, στην κινηματογραφική αποκάλυψη του Μπουνιούελ, στην ανεπανάληπτη χρήση της γλώσσας και στην αποδόμηση των γλωσσικών στεγανών από τους δικούς μας Εγγονόπουλο και Αναγνωστάκη, στην Υψικάμινο του Εμπειρίκου, αναγνωρίζει κανείς κάτι το σπάνια, το αυθεντικά επαναστατικό. Και αυτή η επανάσταση στην τέχνη, η συνιστάμενη στην απόρριψη της ποιητικής νόρμας για χάρη μιας αυτόματης, συνειρμικής γραφής, στην αποθέωση του ονείρου, του υποσυνείδητου, του μύθου, της επιθυμίας κόντρα στις επιταγές της κρατούσας αισθητικής και ηθικής, δε μπορεί παρά να φλερτάρει, να αλληλεπιδράσει και να αναμετρηθεί με τον Κομμουνισμό και τον Αναρχισμό, σε μια εποχή θυελλωδών πολιτικών εξελίξεων και ιδεολογικής έξαρσης. «Πάνω από την τέχνη, την ποίηση», θα πει ο Μπρετόν, συγγραφέας των Μανιφέστων του Υπερρεαλισμού «είτε το θέλουμε είτε όχι, κυματίζει μια σημαία άλλοτε κόκκινη και άλλοτε μαύρη».
Η πρώτη επαφή του Υπερρεαλισμού με τον Κομμουνισμό αναπτύσσεται στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και διατρέχει έκτοτε ολόκληρη την πορεία του ρεύματος, σφραγίζοντας παράλληλα τις σχέσεις, την καλλιτεχνική δραστηριότητα και τις προσωπικές ζωές των πρωτεργατών του. Το ερώτημα της συμπόρευσης των Υπερρεαλιστών με τον Κομμουνισμό διχάζει, δημιουργεί προστριβές μέσα στο κίνημα, κλονίζει συθέμελα την ίδια του την ύπαρξη, και την νοηματοδοτεί εκ νέου. Με την κήρυξη του πολέμου στο Μαρόκο και τα αποτρόπαια εγκλήματα που τελούνται κατά τη διάρκειά του, οι Γάλλοι Υπερρεαλιστές βρίσκονται μπροστά στο κρίσιμο δίλημμα: Θα αποφύγουν την ιδεολογική στράτευση, προσηλωμένοι στη καθαρότητα της ιδέας της ελευθερίας τους ή θα μετουσιώσουν την επανάσταση στο χώρο του πνεύματος σε μια πολιτική και κοινωνική εξέγερση, μεταβαίνοντας από τον απόλυτο ιδεαλισμό στον διαλεκτικό υλισμό; « Στις μέρες μας η γνήσια τέχνη βαδίζει χέρι-χέρι με την κοινωνική επανάσταση: και οι δύο αποσκοπούν στην υπονόμευση και την καταστροφή της καπιταλιστικής κοινωνίας» θα πει ο Μπρετόν παίρνοντας θέση. Ακόμη πιο έντονα, ο Πιερ Ναβίλ, θα υποστηρίξει την στροφή του Υπερρεαλισμού στον μόνο επαναστατικό δρόμο, στη συλλογική, επαναστατική δράση. Οι πρωτεργάτες του Υπερρεαλισμού θα προσχωρήσουν στο Κομμουνιστικό κόμμα το 1927. Ο ίδιος ο Μπρετόν στο Δεύτερο Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού θα δηλώσει την προσχώρηση του ρεύματος στον ιστορικό υλισμό. Το 1930 η ιδεολογική στράτευση του Υπερρεαλισμού γίνεται πιο εμφανής με την έκδοση του συλλογικού πονήματος ο Σουρρεαλισμός στην υπηρεσία της Επανάστασης και τον ανοιχτό διάλογο κορυφαίων Υπερρεαλιστών με την ΕΣΣΔ. Το 1932, ένα ταξίδι του Λουί Αραγκόν στο Χάρκοβο θα σταθεί η αιτία της ολοκληρωτικής στροφής του στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό με την ταυτόχρονη απομάκρυνση των σουρεαλιστικών γνωρισμάτων από την ποίησή του- η ρήξη του με τους Υπερρεαλιστές που προσπαθούν να προασπίσουν την αυτονομία του ρεύματος είναι αναπόφευκτη. Το 1935, η αντίθεση των Υπερρεαλιστών με τις ολοκληρωτικές πρακτικές του σταλινικού καθεστώτος, όπως αυτή εκφράστηκε στο συνέδριο υπέρ της υπεράσπισης της κουλτούρας, θα τους στερήσει την παραμονή τους στο Κομμουνιστικό Κόμμα- μόνο ο Αραγκόν θα παραμείνει μέλος. Διατρανώνοντας τη κριτική τους απέναντι στις σταλινικές μεθόδους, οι Υπερρεαλιστές δεν απομακρύνονται από την ουσία της επανάστασης. Αντιθέτως, παρατάσσονται με πάθος ενάντια στον φασισμό με το Κάλεσμα σε Αγώνα του 1934, ο Μπένζαμεν Περέ θα πολεμήσει στον ισπανικό εμφύλιο κόντρα στις φασιστικές δυνάμεις του Φράνκο, ο Ελυάρ με τη ποιητική του δεινότητα θα αποτίσει φόρο τιμής στη Γκουέρνικα, ο Αραγκόν θα αναδειχτεί σε ποιητή της Γαλλικής αντίστασης, αργότερα οι Υπερρεαλιστές θα αντιταχθούν στον πόλεμο της Αλγερίας, ο Μάης του ’68 θα φέρει τις ιδέες τους ξανά στο προσκήνιο.
Αποτέλεσε η σύνδεση του Υπερρεαλισμού με το Μαρξισμό μια αποτυχημένη απόπειρα γεφύρωσης δυο ισχυρών ρευμάτων, υπήρξε η στράτευση του πρώτου στο δεύτερο μια αντι-δημιουργική υποτέλεια ή αντίθετα μια κρίσιμη συμβολή, μια ζωτική μετάβαση της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην δράση η οποία τίποτα δε στέρησε στον Υπερρεαλισμό από την ελευθερία και την ανορθόδοξη πρωτοτυπία του; Απέναντι σε ένα τέτοιο προβοκατόρικο και απλουστευμένο δίλημμα αξίζει να υπογραμμιστεί πως ανεξάρτητα απαντήσεως, το ενδιαφέρον, πέρα για πέρα γοητευτικό, στοιχείο της σχέσης ανάμεσα στον Υπερρεαλισμό και τον Μαρξισμό είναι η παράδοξη διαλεκτική που αναπτύσσεται ανάμεσα τους, αυτή η παλλόμενη, αλληλοτροφοδοτούμενη, αυξομειούμενη συνάφεια τους. Ο Υπερρεαλισμός δεν υπήρξε ένα ετερόφωτο φαινόμενο στο χώρο της επανάστασης, η πνευματική του διαμαρτυρία στράφηκε προδήλως ενάντια στον παρωπιδικό ορθολογισμό, στην εργαλειακή προσέγγιση και στον οικονομικά αποτιμητέο ρεαλισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας του Δυτικού κόσμου.
Η δε πρόσληψη του μαρξισμού από τους Υπερρεαλιστές γίνεται με τρόπο ακραιφνώς δημιουργικό: Για τον Περέ η πάλη των τάξεων, των καταπιεσμένων κόντρα στους καταπιεστές, προσλαμβάνει μια ελευθεριακή οπτική, σηματοδοτεί για εκείνον τον ουσιαστικό αγώνα του ατόμου για απελευθέρωση, την αποτύπωση της επιθυμίας για ελευθερία. Και ο Μπρετόν αντίστοιχα, στενός φίλος του Τρότσκι, κριτικός απέναντι στις σταλινικές θηριωδίες, διακηρύσσοντας πως « μόνο η λέξη ελευθερία είναι αυτή που ακόμη με συνεπαίρνει», βλέπει στον Μαρξισμό στοιχεία μιας εγελιανής κληρονομιάς, αλλά και κάτι το βαθιά ελευθεριακό. Ο Benjamin πάλι απέναντι στον διαλεκτικό υλισμό, προτάσσει έναν ανθρωπολογικό υλισμό, συνιστάμενο στην αποδοχή της συλλογικότητας ως ένα ζωντανό σώμα. Σε κάθε περίπτωση θα μπορούσαμε να πούμε ότι πέρα από τον Ναβίλ που τάσσεται υπέρ μιας πολιτικής στράτευσης άνευ ορίων και τον Αρτώ που επικεντρωνόταν σε μια πτυχή μοναχά πνευματική της επανάστασης, όλοι οι υπόλοιποι Εκπρόσωποι του Υπερρεαλισμού ακροβατούσαν ανάμεσα στις δυο τάσεις, αφήνοντας με την οπτική τους πάνω στην κοινωνική αλλαγή, τον μαρξισμό, την συλλογικότητα αλλά και το ρόλο και την λειτουργία της τέχνης, μια μοναδική παρακαταθήκη για την Επανάσταση.