Γεννήθηκα μέσα σε ένα εργοστάσιο, σαν σε μυθιστόρημα, μέσα σε εκκωφαντικούς θορύβους. Το ίδιο και τα αδέρφια μου. Με φρόντισαν, με φάσκιωσαν, με έβαλαν στην κούνια, αλλά δε μπορούσαν να μας κρατήσουν όλους, κι έτσι μας έδωσαν σε γραφείο υιοθεσίας. Έτσι νομίζαμε τουλάχιστον.

Τον πρώτο καιρό ήμασταν όλοι μαζί όμως ήρθε κάποια στιγμή που μας χώρισαν. Έμεινα μόνος και δεν ήξερα που πάνε τα αδέρφια μου. Ο καθένας πήγε σε διαφορετική οικογένεια. Από αυτό το σημείο και μετά μπορώ να μιλάω μόνο για τον εαυτό μου, αν και με τα δίδυμα πάντα υπάρχει μία σύνδεση, ένας κοινός άξονας που συνδέει τις ζωές τους. Έτσι, ελπίζω ότι η δική μου ζωή δε διαφέρει πολύ από τη δική τους.

Η πρώτη μου οικογένεια ήταν η καλύτερη. Με πρόσεχαν πολύ, καμάρωναν, με επιδείκνυαν, ένιωθα ωραίος. Ήμουν καθαρός, φρόντιζαν αυτοί γι’ αυτό άλλωστε. Ήμουν σε ένα τεράστιο καναπέ, μαζί με καλή παρέα. Καθημερινά είχαμε κόσμο στο σπίτι, με γνώριζαν σε όλους, λέγοντας τα καλύτερα για μένα. Πόσο όμορφος ήμουν, πόσο έξυπνος φαινόμουν, πόσο υποσχόμενος, ότι προοριζόμουν για μεγάλα πράγματα, ότι θα άλλαζα τις ζωές πολλών ανθρώπων. Ήξερα στο βάθος ότι υπερέβαλλαν, αλλά μου καλοάρεσε. Δεν έλεγα τίποτα, δεχόμουν τις κολακείες στωικά, άλλωστε δε μπορούσα να πω και τίποτα. Μου τσιμπούσαν τα μάγουλα, με χάιδευαν… η καλύτερή μου.

Ήταν ένα απόγευμα όπως όλα τα άλλα. Μέσα στον κόσμο που μπαινόβγαινε στο σπίτι ήρθε μία κοπέλα, νέα ήταν, γύρω στα 25. Περπατούσε στο σπίτι μου και κοντοστεκόταν μία εδώ, μία εκεί.. Μία δόση, έρχεται μπροστά μου. Με κοιτάζει στα μάτια και με παίρνει στα χέρια της. Χάιδεψε την πλάτη μου, με χάζευε. Απόρησα. Με κοιτούσε από πάνω ως κάτω, σαν να με ζύγιζε, σαν να σκεφτόταν αν πράγματι μπορούσα εγώ να της αλλάξω τη ζωή. Με πήρε μαζί της.

Το δεύτερο σπίτι μου ήταν σαφώς μικρότερο, και αισθητά πιο σκοτεινό. Άργησα πολύ να προσαρμοστώ, γιατί αυτή η κοπέλα είχε δραστήρια ζωή και με έπαιρνε παντού μαζί της. Σε μοναχικούς περιπάτους, σε καφέδες με παρέα, στην παραλία, είδα πολλά μέρη μαζί της. Ώσπου μια μέρα, η πιο σοκαριστική της ζωής μου, βρέθηκα σε ένα καφέ με μία φίλη της. Εμείς την περιμέναμε γιατί μας είχε στήσει. Η δικιά μου με είχε στα πόδια της, με τα μάτια της καρφωμένα πάνω μου. Όταν ήρθε η φίλη της με άφησε στη διπλανή καρέκλα.

Η φίλη ρώτησε ποιος είμαι, η δικιά μου της είπε τα πάντα για μένα, της είπε πόσο ενθουσιασμένη είναι μαζί μου.. Και τότε η άλλα απάντησε δύσπιστα: «Χμμ, το έχω κι εγώ». Ο αδερφός μου! Ήταν ο αδερφός μου που είχε η φίλη! Πείτε κι άλλα, έλεγα, πείτε κι άλλα!

«Για τόσο γνωστό μυθιστόρημα δε μου αρέσει καθόλου ρε συ! Θα το κάνω προσάναμμα». Φρίκη. Επονείδιστη κοπέλα. Λυγμοί, αναφιλητά, αλλά δε μου έδινε καμία τους σημασία. Θεε μου, μακάρι να μην είχαν την ίδια τύχη τα άλλα μου αδέρφια, μακάρι ποτέ κανένα βιβλίο να μην έχει τέτοια τύχη! Ούτε για τον εχθρό μου, το «Βαλς με 12 Θεούς», δεν θέλω τέτοια τύχη. Δε θυμάμαι τι έγινε μετά. Δε θυμάμαι τίποτα άλλο από εκείνη τη μέρα.

Θυμάμαι να είμαι στον καναπέ με την κοπέλα μου, η οποία σαν να με κοιτούσε πιο δύσπιστα. Αλλά δε με βαρέθηκε. Κάπου κάπου έβλεπα τα μάτια της να λάμπουν ενώ με κοιτούσε. Δεν ήξερα τι, δεν καταλάβαινα, ήμουν μικρός ακόμα.

Ήταν η πρώτη μου επαφή με άνθρωπο αυτή η κοπέλα. Η πρώτη εις βάθος επαφή. Κι ήταν τραυματική. Μετά από τον πρώτο καιρό, με έβαλε στριμωχτά σε ένα ράφι με κόσμο που δε θα επέλεγα ποτέ για φίλους μου. Εγώ, ένα ιστορικό μυθιστόρημα, ένα αριστούργημα, μαζί με την πλέμπα. Άρλεκιν, κόμικ, ημερολόγια, αξεφύλλιστα εδώ και χρόνια. Μήνες, ίσως και χρόνια ήμουν εκεί. Σκονιζόμουν.

Μία μέρα ήρθε μπροστά από το ράφι, και μας κοιτούσε έναν έναν όλους. Με κοιτάζει στην πλάτη, και με σέρνει έξω. Κάθεται στον καναπέ, ανοίγει το εξώφυλλο, και αρχίζει και γράφει πάνω μου. Τέτοιο γαργαλητό δεν το έχω ξαναζήσει. Μου έβαλε κι ένα φόρεμα και με έδωσε έτσι καλοντυμένο σε ένα φίλο της. Τι φίλο της δηλαδή… Αν ακούγατε τι κάνανε τις νύχτες…

Ο τύπος αυτός ήταν περίεργος. Μου άρεσε. Μου έβγαλε το φόρεμα, το γελοίο αυτό φόρεμα, με άνοιξε, και είδε αυτό που έγραφε η κοπέλα: «Στον έρωτα και στα ταξίδια μην πακετάρεις πολλά, δε θα σου χρειαστούν». Χαμογέλασε, και γύρισε στην πρώτη μου σελίδα.

Εκεί ένιωσα για πρώτη φορά τις δυνατότητές μου, την επιρροή μου. Πέρασα πολλά χρόνια με αυτόν τον τύπο, νομίζω τον συγκλόνισα. Έβλεπα τα μάτια του να κινούνται στις σειρές μου, αλλά με λαιμαργία. Μερικές φορές επέστρεφε σε προηγούμενες σελίδες μου, ψάχνοντας κάτι, κι όταν το έβρισκε σκάλωνε ακόμα περισσότερο. Πολύ νωρίς πήρε μολύβι κι άρχισε να με υπογραμμίζει, αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν γαργαλητό, ήταν χάδι. Μοιραζόταν αυτά τα χαρακτηριστικά μου με την παρέα του, τους έλεγε αυτά που του είχα πει εγώ, αυτά που είχε μάθει από μένα. Με πρόσεχε, με διάβαζε συχνά πυκνά, για χρόνια επέστρεφε σε μένα ψάχνοντας συγκεκριμένες μου σελίδες, αυτές που περισσότερο του άρεσαν. Που και που στο ξεφύλλισμα έπιανε το μάτι του κάτι που την προηγούμενη φορά δεν είχε προσέξει. Με αγαπούσε. Κι εγώ του συγχωρούσα τα πάντα όμως. Ας μου τσάκιζε τις σελίδες, ας μου έτριβε τα μούτρα στα τραπέζια, ας μη με πρόσεχε τόσο όταν έβρεχε.

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Δεν έχω ξαναγνωρίσει τέτοια αγάπη. Δεν έχω εμπνεύσει σε κανέναν άλλον τέτοια συναισθήματα, τέτοιες ιδέες. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι με δωρίζουν, όμως γίνεται το αντίθετο. Εγώ κληρονομώ αυτούς. Οι αντιδράσεις τους είναι πάντα διαφορετικές, ο καθένας βλέπει σε μένα κάτι διαφορετικό.

Πέρασα από δανειστικές βιβλιοθήκες στις οποίες όμως δε με επέστρεψαν ποτέ. Μέσω cross booking ταξίδεψα σε όλο τον κόσμο. Έγινα δώρο τουλάχιστον τέσσερις φορές, με έχουν βρέξει, με έχουν ράψει, με έχουν τσακίσει, έγινα στήριγμα τραπεζιού, έχω μέσα μου άμμο, λεκέδες από καφέ, σχόλια ρομαντικών που πορώθηκαν μαζί μου μα με άφησαν στη μέση.

Το χειρότερο που μου συνέβη ποτέ, ήταν η σκόνη στο ράφι. Ο προορισμός μου είναι να έχω χρηστική αξία. Μη με βασανίζετε. Μη με βάζετε στο ράφι.

Σχόλια