Τις ημέρες σαν κι αυτές, το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να ρίξεις μια ματιά σε όλη την αγάπη, που βρήκαμε.

Ομολόγησε τους ότι ήλθες και κοίταξες και είδες,

μέσ’ τα μάτια μου ολόβαθα και παρατήρησες,

τον ίσκιο της επαγρύπνησης που ξεμακραίνει.

Συλλογισμοί παράκαιροι και στιγμογεννημένοι.

~ James Douglas Morrison

 

Σε είδα. Σε παρατήρησα, καθώς κινούσουν εντός κι έπειτα εκτός του σκηνικού της χαρμολύπης. Δεν είμαι σίγουρος αν ήταν ο θόρυβος πριν απ’ την σιωπή, ή η ηρεμία πριν την καταιγίδα, που σε συνόδευε. Κάτι έντονο, όμως,  μας ένωσε μαζί, κι έπειτα απομακρυνθήκαμε μέσα σε μια στιγμή. Φορέσαμε ξανά τις περίεργες μάσκες μας, υποκύπτοντας στις ιδιοτροπίες μας, κι αδυνατώντας να αντέξουμε διαφορετικά τον εαυτό μας και τους άλλους. Κάπως έτσι φευγαλέα εμφανιζόμαστε και έπειτα ξανά χανόμαστε. Μου φαίνεται γνώριμη αυτή η σκηνή. Μάλλον συμβαίνει συχνά. Ίσως κι όλη την ώρα.

Ξέρω. Κάποιοι άνθρωποι είναι καλύτερα μόνοι. Δεν λέω. Κι εγώ έχω μάθει να αγαπάω την μοναξιά μου, μα ώρες ώρες νιώθω πως όταν οι φίλοι μου δεν θα είναι πια κοντά, η πραγματικότητα δεν θα μπορέσει να με συγκρατήσει. Νιώθω έτσι συχνά. Ίσως κι όλη την ώρα.

Πες μου πως μπορείς να το δεις κι εσύ τώρα. Δώσ’ μου έστω ένα μικρό σημάδι πως καταλαβαίνεις. Θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω, δεν είναι όμως τόσο εύκολο όσο μπορεί να μοιάζει. Ο καθρέφτης συνεχώς μεγαλώνει και μαζί του μεγαλώνω κι εγώ. Είναι εδώ για να μείνει, το ξέρω, και μερικές φορές φοβάμαι μήπως μου κλέψει την ψυχή.

Έχω αίματα στα χέρια μου και το χειρότερο είναι πως δεν ξέρω αν είναι δικά μου. Βλέπεις, δεν θέλω να βλάψω κανέναν, απλώς κουβαλάω το τσεκούρι και νιώθω σαν να κρατάω ένα άδειο όπλο στραμμένο στον κρόταφό μου. Το μισώ αυτό. Με δυσκολία μπορώ να το αντέξω, όταν μεταμορφώνομαι στην ματαιότητα.

Έτσι έχουν τα πράγματα, όμως, κάποιες ημέρες σαν κι αυτές. Με το πάθος που υπερασπίζεται κανείς το έκτρωμα στο οποίο τόσο έχει μοιάσει, με το ίδιο, κι ακόμη περισσότερο, θα ήθελα να είμαι κάτι παραπάνω απ’ τον άντρα που είμαι σήμερα. Δεν μετανιώνω όμως τίποτε. Ούτε τα καλύτερα, ούτε τα χειρότερα, όπως τα όρισε το μυαλό και το σώμα μου. Για σωστό και λάθος, βέβαια, δεν μπορούμε να μιλήσουμε καν. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, απλώς γιατί δεν υπάρχουν σωστοί και λάθος δρόμοι. Παρά μονάχα δρόμοι. Χιλιάδες διαφορετικοί δρόμοι να τους ανέβεις και να τους κατέβεις.

Κι αυτός είναι ο τρόπος που ανεβήκαμε, αυτός είναι ο τρόπος που πέσαμε, και πάλι με τον τρόπο αυτό υψωνόμαστε ξανά.

Όταν φτάσεις στο χείλος του τίποτα, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να φτιάξεις κάτι.

Και τις ημέρες σαν κι αυτές, το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να ρίξεις μια ματιά σε όλη την αγάπη, που βρήκαμε, ανάμεσα στο μίσος και την αδιαφορία. Να πιεις μια ακόμη γύρα, να κάνεις μια μικρή βόλτα και με ένα γλυκόπικρο χαμόγελο να επιστρέψεις σιγά σιγά στο σπίτι ή έστω οπουδήποτε νιώθεις σαν το σπίτι σου.

Αυτή είναι η πιο γνήσια και αγνή μορφή επανάστασης, κι ίσως κι η μόνη, όποια κι αν πρόκειται τελικά να είναι η κατάληξη, που αξίζει αληθινά τον κόπο.

Σχόλια