Ο Φραντς Κάφκα θεωρούσε πως τα βιβλία που έχουμε ανάγκη είναι αυτά που μας χτυπούν σαν τη μεγαλύτερη κακοτυχία, αυτά που πέφτουν σαν τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας. Ανεβασμένο πρώτη φορά στο θεατρικό σανίδι το 1946, το θεατρικό έργο Νεκροί χωρίς τάφο, από τα πρώτα και πλέον συνταρακτικά του μεγάλου Γάλλου υπαρξιστή Ζαν- Πωλ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre),- έχουν προηγηθεί μόλις το 1943 οι εμβληματικές Μύγες και το 1944 το Κεκλεισμένων των θυρών- ανήκει ακριβώς σε αυτή την κατηγορία. Χωρίς πατριωτικό λυρισμό, πύρινες ιδεολογικές διακηρύξεις ή την παραμικρή διάθεση διδακτισμού και ηρωοποίησης, οι νεκροί χωρίς τάφο τοποθετούνται στο πλαίσιο της εθνικής αντίστασης- ο ίδιος ο Σαρτρ ανέπτυξε άλλωστε έντονη αντιστασιακή δράση εκείνα τα χρόνια και παρέμεινε πιστός σε ένα όραμα ουμανιστικής αριστεράς μέχρι το τέλος της ζωής του- αναδεικνύοντας μέσα από το ιστορικό πλαίσιο τον Άνθρωπο με όλες του τις διακυμάνσεις. Τα υψηλά ιδανικά, η αλληλεγγύη, η υπερηφάνεια, αλλά και η βαρύνουσα έννοια του χρέους απέναντι στην Πατρίδα, στους συντρόφους και στον αγώνα, προβάλλονται έντονα, αλλά δεν τοποθετούνται σε κάποιο ηθικό βάθρο, κάθε άλλο, παρουσιάζονται δίπλα-δίπλα με το φόβο και τη λιποψυχία, την αγωνία πριν το τέλος και την πλήρη αποκτήνωση, συνθέτοντας ένα συγκινησιακά φορτισμένο μωσαϊκό της ανθρώπινης ψυχής. Ο Σαρτρ δεν αποτίει φόρο τιμής στους πεσόντες της αντίστασης, ούτε εγκωμιάζει τους πληγωμένους νικητές της μάχης ενάντια στο φασισμό, όχι, ο Σάρτρ φέρνει στο μικροσκόπιο τον Άνθρωπο. Το δίλημμα της ζωής και του θανάτου, το ζωτικότερο ακόμη ερώτημα για το τι αξίζει να θυσιάσει κανείς τη ζωή του, η επιλογή μεταξύ του φυσικού ή του ηθικού θανάτου, η αγάπη, η θέρμη της συλλογικότητας -«Δεν είμαστε παρά ένας άνθρωπος»-, αλλά και ο ατομισμός που επιφέρει η απώλεια των συναισθημάτων -«Είμαι μόνη στέγνωσα. Δε σκέφτομαι παρά τον εαυτό μου»-, αποτελούν τις βασικές συλλογιστικές ενός έργου βαθιά ανθρωπιστικού που ταράζει συθέμελα με τις αλληλεπιδράσεις και τις μεταπτώσεις των ηρώων του τον αναγνώστη/ θεατή.
Ύστερα από μια αποτυχημένη επαναστατική απόπειρα κατάληψης ενός γαλλικού χωριού, οι πρωταγωνιστές του έργου, μια ομάδα νεαρών ανταρτών, συλλαμβάνονται από τις κατοχικές δυνάμεις και φυλακίζονται αναμένοντας την εκτέλεσή τους. Οι πρωταγωνιστές, ο Σορμπιέ, ο Κανορίς, ο Ερρίκος, η Λουκία και ο μικρός αδελφός της ο Φραγκίσκος, εγκλωβισμένοι μέσα στο ασφυκτικό κελί τους περιμένουν το τέλος τους, υπομένοντας τις βίαιες ανακρίσεις και τα βασανιστήρια των δεσμωτών τους. Το πραγματικό βασανιστήριο, ωστόσο, είναι αυτό που ορθώνει μπροστά τους η συνείδησή τους: φοβούνται μην καταληφθούν από την στιγμιαία αδυναμία και ομολογήσουν, φοβούνται ακόμη περισσότερο μη νικηθούν ηθικά από τους δεσμοφύλακες τους κηλιδώνοντας τον αγώνα τους. Καθώς τους ανακρίνουν για να μάθουν που βρίσκεται ο αρχηγός τους, ο Ζαν, μια πληροφορία που κανείς τους δε γνωρίζει, αυτός συλλαμβάνεται και ρίχνεται στο κελί μαζί τους. Οι ανακριτές ωστόσο δε γνωρίζουν την ταυτότητα του και διατίθενται να τον αφήσουν ελεύθερο αν επικυρωθούν τα ψεύτικα στοιχεία που τους έχει δώσει για το όνομα και την ιδιότητα του. Το ηθικό δίλημμα αποκτά νέα, πιο απτή υπόσταση για τους πέντε ήρωες μας «Λοιπόν, άκουσε με », λέει ο Ερρίκος στο Ζαν λίγο πριν τον πάρουν, «Αν δεν είχες έρθει θα πεθαίναμε σαν τα ζώα, χωρίς να ξέρουμε το λόγο. Αλλά από τη στιγμή που ήρθες όλα πήραν ένα νόημα. Θα αγωνιστούμε. Όχι μόνο για σένα… για όλους τους φίλους μας.»
Ύστερα από την ατελέσφορη προσπάθεια να εξαναγκάσουν τον Ερρίκο να μιλήσει, οι ανακριτές βασανίζουν τον Σορμπιέ, τον άντρα που φοβάται μη σπάσει μιας και είναι άδικο μια στιγμή να στραπατσάρει μια ολόκληρη ζωή. Καθώς αντιλαμβάνεται ότι είναι έτοιμος να σπάσει για να δώσει τέλος στα μαρτύρια που τον υποβάλλουν, ο νεαρός άντρας τους ξεφεύγει και πέφτει από το παράθυρο, προτιμώντας το φυσικό θάνατο από την ηθική καταβαράθρωση. Λίγο πριν την αυτοκτονία του, ο Σορμπιέ φωνάζει Ε! σεις κει πάνω.. Ερρίκο… Κανορίς… Δε μίλησα. Σαν παίρνουν την Λουκία, ερωμένη του Ζακ και ανομολόγητη αγάπη του Ερρίκου, η ένταση κλιμακώνεται. Η κοπέλα γυρνά παγωμένη, «μου υποσχέθηκες πώς μονάχα αγάπη θα έβλεπα στα μάτια σου», της λέει ο Ζαν, για χάρη του οποίου υφίσταται το βιασμό και τις ταπεινώσεις, «δεν αισθάνομαι τίποτα πια», αποκρίνεται εκείνη, αποφεύγοντας το άγγιγμα του. Ο επόμενος που θα πάρουν είναι ο Φραγκίσκος, ένα αγόρι στα δεκαπέντε που διακηρύσσει «Μου είπατε η αντίσταση έχει ανάγκη από ανθρώπους. Δε μου είπατε ότι έχει ανάγκη από ήρωες. Εγώ, όμως, δεν είμαι ήρωας». Ο αγώνας των τεσσάρων συντρόφων αποτυπώνεται πια στην προσπάθειά τους να πείσουν τον έφηβο να μη μιλήσει, ολόκληρη η ύπαρξη τους κρέμεται πλέον από την έκβαση του παράδοξου παιχνιδιού που έχουν στήσει με τους βασανιστές τους. Ο αγώνας και οι θυσίες των προηγούμενων χρόνων, η καθαρότητα της συνειδήσεως τους απέναντι στον εαυτό τους και τους συντρόφους τους, το νόημα της σύντομης ζωής τους, όλα κρίνονται για τους τέσσερις αγωνιστές από το διακύβευμα αυτού του θανατερού παιχνιδιού. «Φραγκίσκο, αν μιλήσεις θα με έχουν στα αλήθεια βιάσει. Θα λένε τους σπάσαμε. Και θα γελάνε καθώς θα το θυμούνται. Θα λένε, με τη μικρή περάσαμε ωραία. Φραγκίσκο, πρέπει να τους ντροπιάσουμε.» Για τη διάσωση του οράματος του αγώνα αλλά και την κατάκτηση ενός αξιοπρεπούς θανάτου, αποφασίζουν, μαζί και η Λουκία, να πνίξουν το Φραγκίσκο πριν προλάβει να μιλήσει. Σε μια σπαρακτική σκηνή όπου οι ήρωες μας ακροβατούν ανάμεσα στα παρακάλια του εφήβου και το αίσθημα του καθήκοντος, ο Ερρίκος τον σκοτώνει. «Έπρεπε να πεθάνει. Το ξέρατε πως έπρεπε να πεθάνει. Αυτοί τον σκότωσαν, οι κάτω, με τα δικά μας χέρια» λέει η Λουκία αθωώνοντας τον δολοφόνο του αδελφού της. Αφού πάρουν το Ζαν, μένουν πια οι τρεις τους, οι δεσμοφύλακες τους ζητούν να μιλήσουν, εκείνοι αρνούνται πραγματώνοντας τη σπουδαία νίκη τους. Ωστόσο, λίγο πριν το τέλος, ο Κανορίς συλλογιζόμενος πως το χρέος τους δεν είναι να πεθάνουν χωρίς κανένα τίμημα, αλλά να ζήσουν και να συνεχίσουν τον αγώνα, προτείνει να στείλουν τους άντρες σε διαφορετική τοποθεσία από αυτή που θα βρισκόταν ο Ζαν και να κερδίσουν με την ψευδομολογία τους τη ζωή. Οι άλλοι δυο θα αρνηθούν, δεν υπάρχουν πλέον ψυχικά αποθέματα και θάρρος για ζωή, ο Κανορίς όμως θα δώσει τα ψεύτικα στοιχεία, κρίνοντας πως σώζει έτσι τις ζωές όλων τους. Στη τελευταία σκηνή του έργου μιλούν οι δεσμοφύλακες μεταξύ τους, « Θα τους αφήσεις;» «Ασφαλώς». Η αυλαία κλείνει με τρεις πυροβολισμούς, οι δεσμοφύλακες δεν έχουν τηρήσει τη συμφωνία τους και οι τρεις ήρωες μας κείτονται νεκροί.
• Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ κορυφαίος δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και βασικός θεωρητικός του Υπαρξισμού έγραψε τους Νεκρούς χωρίς Τάφο το 1941, ανέβηκε όμως στο θέατρο μόλις 5 χρόνια αργότερα με το πέρας του πολέμου.
• Στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δαμιανός. Έχει ανέβει πολλές φορές στο θέατρο, ενώ μία παράσταση με τους Καριοφυλλιά Καραμπέτη, Ηλία Λογοθέτη, Καταλειφό, Τσαρούχα και άλλους προβλήθηκε στο Θέατρο της Δευτέρας στην ΕΡΤ το 1990.