Τα φώτα του ασθενοφόρου φωτίζουν το σκονισμένο αμάξωμα της νταλίκας. Είμαι ακόμα πεσμένος στο εσωτερικό του, προσπαθώντας να μετακινήσω αυτό που κατάλαβα πως ήταν το φορείο και που είχε πέσει στα πόδια μου. Τα γρυλίσματα που ακούγονται από έξω κάνουν τις προσπάθειές μου ακόμα πιο νευρικές.
“Nigga, μην αγχώνεσαι” ακούω μία φωνή από πίσω μου και ξαφνικά αισθάνομαι ξανά το αίμα να κυλάει στα πόδια μου.
Ο Πέτρος σπρώχνει το φορείο προς τα πίσω και σκαρφαλώνει στο μπροστινό μέρος του ασθενοφόρου. Τα γυαλιά του έσπασαν και αίμα έτρεχε από το μάγουλό του.
“Ψηλέ; Πρόεδρε;” λέω όσο πιο σιγανά μπορώ. Γιατί άραγε; Οι σειρήνες εξακολουθούν να ακούγονται σε όλη την πόλη, γαμώ το αρχίζω και θυμώνω και εγώ με τον τόσο θόρυβο.

Είναι και οι δύο καλά, τους βλέπω να μου κάνουν σινιάλο από το πίσω μέρος του ασθενοφόρου.

“Αυτός ο μαλάκας ο Μικές ρε φίλε” λέει ο Ψηλός και φτύνει ένα ματωμένο δόντι κάτω.
“Ναι ρε πούστη μου, από το πρώτο κεφάλαιο μόνο ποζεριές, τι είναι αυτό το παιδί;” λέει ο Μιχάλης.

Τα γρυλίσματα από έξω γίνονται ακόμα πιο έντονα, σε βαθμό που τα ακούω πάνω από τις σειρήνες.

ΓΑΜΗΜΕΜΕΣ ΣΕΙΡΗΝΕΣ” ο Πέτρος κάνει flip out και αρχίζει να κλωτσά αδιακρίτως το ταμπλό του ασθενοφόρου, όπου βρει, με όση δύναμη έχει “μπορούσαμε να πάρουμε το ασθενοφόρο και να πάμε ήσυχα ήσυχα μέχρι το λιμάνι, μπορούσαμε ακόμα και να παίξουμε ξύλο με το zombie general και μετά να περιμένουμε μέχρι το πρωί, αλλά όοοοοοοοχι, ο μαλάκας ήθελε να κάνει ‘το καμό’ και να κατέβουμε σαν Χριστουγεννιάτικο δέντρο”.

Προσπαθώ να καλμάρω την κατάσταση.

“Πέτρο, μην ανησυχείς, έχεις δει ποτέ δέντρο να κατηφορίζει μόνο του την πλαγιά προς το πριονιστήριο;”

Τι μαλακίες λέει και αυτός τώρα” λέει ο Μιχάλης.

Τι ήθελα και προσπάθησα;

Εκείνη τη στιγμή η πλαϊνή πόρτα αποκτά ένα βαθούλωμα ύποπτα όμοιο στο σχήμα με κεφάλι. Ύστερα και άλλο, και άλλλο. Τα ζόμπια κοπανάνε το κεφάλι τους στο αμάξωμα!

Οργανωνόμαστε όσο καλύτερα μπορούμε. Μετά τον Ερυθρό Σταυρό μας οι σφαίρες μας έχουν σχεδόν τελειώσει. Παίρνω το τσεκούρι μου, ο Πέτρος κάπως βρίσκει εκείνη τη μπετόβεργα και ο Ψηλός παίρνει το γκλομπ.

“Μας έχουν μείνει σφαίρες;” ρωτάω.

Ο Μιχάλης παίρνει το δεύτερο 45άρι, το μόνο που μας είχε μείνει μετά την εκτόξευση του Μανώλη από το παμπρίτζ, και στεγνά πυροβολεί δίπλα από το τιμόνι του ασθενοφόρου. Οι σειρήνες σταματούν στη στιγμή.

Τώρα όχι

Μαζευόμαστε πίσω από την συρόμενη πόρτα στο πίσω μέρος του ασθενοφόρου, αν και το σερνόμαστε μέχρι εκεί ίσως είναι η καλύτερη έκφραση, δεν χρειάζεται καν να πούμε το σχέδιο, δεν υπάρχει σχέδιο. Ή για την ακρίβεια, το σχέδιο ποτέ δεν άλλαξε Ξύλο. Ξύλο από τη στιγμή που θα ανοίξει η πόρτα, τσεκούρι και μπετόβεργα στο τελευταίο σπριντ μέχρι το πλοίο.

Δεν περιμένουμε να υποχωρήσει η πόρτα από τα χτυπήματα. Την κλωτσάμε και οι τέσσερις και υποχωρεί προς τα έξω. Πηδάμε πάνω της και αισθανόμαστε κάτι μαλακό να συνθλίβεται από κάτω μας. Οι σειρήνες είχαν σταματήσει αλλά τα φώτα ακόμα περιστρέφονταν μέσα στην τεράστιοα άδεια προβλήτα του λιμανιού. Μας φανερώνουν ζόμπια, μετά σκοτάδι, μετά ζόμπια που είναι λίγο πιο κοντά μας, μετά σκοτάδι. Μας φανερώνουν όμως και κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Ένα πλοίο! Ένα πλοίο του πολεμικού ναυτικού βρίσκεται μέσα στο λιμάνι! Έχει αγκυροβολήσει στη λίγο μακριά από την προβλήτα, ακριβώς πίσω από τον τεχνητό κυμματοθραύστη που αγκαλιάζει τη δυτική μεριά του λιμανιού. Αν καταφέρουμε και φτάσουμε μέχρι την άκρη της προβλήτας ίσως, ίσως καταφέρουμε να τους κάνουμε να έρθουν να πάρουν τον κώλο μας.

Μία τεράστια έκρηξη μας κάνει προς στιγμήν να χάσουμε την ισορροπία μας. Προς στιγμήν νόμιζα το πλοίο ρίχνει στο λιμάνι, αλλά σύντομα κατάλαβα πως έκανα λάθος. Από το βάθος της πόλης σηκώνεται ένα τεράστιο σύννεφο καπνού και μακριές φλόγες φωτιάς άρχισαν να γλείφουν τον σκοτεινό ουρανό.

“Και αυτό ήταν ο απόρθητος Α.Σ.Τ.Ο.Σ κυριές και κύριοι” λέει ο Πέτρος.
“Fuck, παραλίγο να ήμασταν και εμείς εκεί” λέει ο Ψηλός, “τι έγινε;”
“Θυμάμαι ξεκάθαρα μερικούς στρατόκαβλους Κύπριους, ένα μάτσο χημικούς μηχανικούς και ηλεκτρολόγους και μία αίθουσα χωρού γεμάτη πυρομαχικά, όλα μαζεμένα στο ίδιο μέρος” λέει ο Μιχάλης.

“Ανατ..” αλλά δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την πρότασή μου. Τα ζόμπια είχαν έρθει πολύ κοντά. Αναγνωρίζω τον Ανδρέα, ένα όμορφο παλικάρι που είχαμε δώσει μαζί ψηφιακή επεξεργασία σημάτων, του κατεβάζω το τσεκούρι ανάμεσα στα μάτια τόσο δυνατά που το κόψιμο είναι τέλειο. Η ορμή του χτυπήματος με τραβά μπροστά και το σκατό ξεκινά.

Με την άκρη του ματιού μου βλέπω τον Πέτρο να κάνει whirlwind τη μπετόβεργα προχωρώντας προς τα ζόμπια. Προσπαθούν να τον πιάσουν αλλά είναι κάτι παραπάνω από μάταιο. Σε κάθε χτύπημα του Πέτρου μένει όλο και λιγότερο μπετό, όλο και λιγότερο ζόμπι. Δεν βλέπεις τις πληγές. Η μάζα από τσιμέντο πέφτει πάνω τους με τόση δύναμη που μέσα στο σκοτάδι της νύχτας είναι λες και μία γόμα σβήνει τα μέλη τους. Ένα τεράστιο ζόμπι τώρα έρχεται προς το μέρος του Πέτρου. Έχω τραβήξει το τσεκούρι από τα καλοχτενισμένα μαλλιά του Αντρέα και τρέχω προς το μέρος του.

Έχοντας πάρει τόση φόρα περίμενα να του κόψω το πόδι με τη μία, αλλά ο κερατάς ήταν θηρίο. Με είδε με την άκρη του ματιού να έρχομαι και γύρισε να με χτυπήσει με αναστροφή του δεξιού χεριού. Χαμηλώνω την έφοδο, αλλά δεν τη σταματώ, βυθίζω το τσεκούρι πολύ πιο χαμηλά από εκεί που ήθελα, στον αστράγαλο, αλλά τον κόβω σύριζα. Το ζόμπι χάνει με ένα μουγκρητό την ισορροπία του και πάει να με πλακώσει.

Πάει, αλλά ποτέ δεν προλαβαίνει να πέσει πάνω μου, ακούω ένα απότομο “σβους” από πίσω μου καθώς ο αέρας υποχωρεί για τη μπετόβεργα και βλέπω τον Πέτρο να κάνει one eighty το τσιμέντο από δύο μέτρα απόσταση.

Ήταν αποκρουστικό, ήταν απλά μαγικό. Η βέργα το βρίσκει κατευθείαν στο μάγουλο. Το δέρμα αρχίζει και φεύγει πάνω στην πρόσκρουση σαν να τραβάς ζελατίνα από την οθόνη του νέου κινητού. Τα μάτια του ζόμπι δεν έχουν προλάβει να κοιτάξουν αλλού, κοιτάει ακόμα εμένα ενώ το τσιμέντο διαλύεται σε εκατοντάδες μικρά κομματάκια καθώς με τη σειρά του διαλύει το σαγόνι του σε χιλιάδες μικρά κομματάκια. Το κεφάλι του ζόμπι δεν έσπασε, κυριολεκτικά χάθηκε από τα μάτια μας καθώς το κουφάρι του υποχωρούσε με όλο του το βάρος πάνω μου. Ήταν τόση η δύναμη που έβαλε ο Πέτρος που μετά το χτύπημα έκανε ακόμα μία δύο πιρουέτες από τη φορά, πριν πέσει κάτω ζαλισμένος.

Όμως τα ζόμπια είναι ακόμα πολλά και είναι γύρω μας. Μπορώ να δω από εκεί που είμαι πεσμένος το κλομπ του Ψηλού να γυαλίζει στο φως του ασθενοφόρου καθώς παλεύει με δύο ζόμπια, και πιο πέρα τον Μιχάλη να πιέζει στο τσιμέντο το κεφάλι ενός παιδιού με την ασπίδα του.

Ένα ζευγάρι χέρια με στήνει στα πόδια μου. Προσπαθώ να διακρίνω ποιος.

“Μικέ; wtf, που ήσουν τόση ώρα;”
“Από εδώ και από εκεί” λέει χαμογελώντας και συνειδητοποιώ πως το μπαστούνι του μπέιζμπολ που είχε στα χέρια του ήταν καλυμμένο με αίμα.

Δίπλα βλέπω και τον Μανώλη να έχει σκύψει πάνω από τον Πέτρο και να τον βοηθά να σταθεί στα πόδια του.

Να’μαστε λοιπόν. Εγώ, ο Πέτρος, ο Μανώλης, ο Μικές, ο Ψηλός και ο Μιχάλης, με τη σκιά του Παναγή να πέφτει βαριά πάνω μας. Μαζεμένοι σε μία προβλήτα, ξημερώματα, περικυκλωμένοι από ζόμπια, κουρασμένοι, καλυμμένοι με σκόνη και αίμα, αλλά ζωντανοί, σχεδόν όλοι μας ζωντανοί. Για πόσο ακόμα όμως; Το πλοίο στον ορίζοντα είναι σιωπηλό και ακίνητο, γύρω μας παντού ζόμπια.

Και τότε το πιο υπέροχο πράγμα συμβαίνει. Μία φωτοβολίδα εκτοξεύεται από τη θάλασσα καίγοντας το οπτικό μας πεδίο. Για μία στιγμή και τα ζόμπια σταματάνε και μένουν παγωμένα στη θέση τους.

Και τότε το βλέπουμε, δύο φουστκωτά, δύο φουσκωτά έρχονται προς το μέρος μας. Μία φωνή ακούγεται ενισχυμένη σε όλην την προβλήτα.

Α-470 ΑΛΙΑΚΜΩΝ, ΠΛΟΙΟ ΓΕΝΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ, ΗΡΘΑΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΈΝΩΣΗ, ΕΛΑΤΕ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΜΑΣ, ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ, ΕΛΑΤΕ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΜΑΣ

Τα λόγια που κάθε άντρας θέλει να ακούσει όταν είναι περικυκλωμένος.

Κοιτιόμαστε μεταξύ μας, ανάμεσα σε εμάς και την άκρη της προβλητας είναι ένας τοίχος από ζόμπι.

“Push mid και end;” λέω γελώντας.
“Δεν χρειάζεται να πούμε κάτι άλλο” λέει ο Μικές
“Αν εξαιρέσεις τον Παναγή είχε πλάκα η όλη φάση” συμφωνεί ο Μανώλης
“8/8, great m8” λέει ο Πέτρος με ψεύτικη φωνή.
“Όταν μας ρωτήσουν για αυτή τη μαλακία, ας ξεχάσουμε πως σε όλη την ιστορία έδερνα μόνο γυναίκες και παιδάκια έτσι;” λέει αυστηρά ο Μιχάλης.
“Ο καθένας θα γράψει και ένα βιβλίο, οπότε στο δικό σου πες ό,τι θες, εμείς στο δικό μας θα σε κάνουμε ρεζίλι” λέει ο Ψηλός.

Τα λόγια τελειώνουν απότομα. Χωρίς συνεννόηση αρχίζουμε και προχωράμε προς τα ζόμπια, στην αρχή αργά, περπατώντας, μετά πιο γρήγορα και στο τέλος τρέχοντας. Δεν το περίμεναν. Πέφτουμε πάνω τους σαν κύμα. Ο Μιχάλης κατεδαφίζει μία κοπέλα πέφτοντας πάνω της με την ασπίδα του. Εγώ τεντώνω τα χέρια προς τα πίσω και εκσφενδονίζω το τσεκούρι μπροτά φυτεύοντάς το στο στέρνο ενός παλικαριού. Ο Μανώλης και ο Ψηλός που είχαν ξεμείνει από σφαίρες στα 45άρια τους κυριολεκτικά έπεσαν σαν κριάρια πάνω στους μπροστινούς τους. Δίπλα μου ο Πέτρος κρατώντας τη γυμνή πλέον μπετόβεργα σαν λόγχη τρυπά στο στομάχι ένα ζόμπι και στη συνέχεια ακόμα ένα, πριν παρατήσει το σίδερο και συνεχίζει το ασθματικό του σπριντ μπροστά. Ο Μικές που έτρεχε λίγο μπροστά μας ανοίγει δρόμο για τους υπόλοιπους χτυπόντας σαν τρελός δεξιά και αριστερά ό,τι βρει με το ρόπαλο του μπέιζμπολ (μία γενικά guest star εμφάνιση σε ένα κατά τα άλλα 100% ελληνικό διήγημα).

Κάνοντας το πρώτο ρήγμα δεν θέλαμε άλλο. Ξεχυνόμαστε ανάμεσα στα ζόμπια και απλά τρέχουμε προς την προβλήτα περνώντας σαν σφαίρες ανάμεσά τους, μερικές φορές ακόμα και πηδώντας από πάνω τους.

Στα τελευταία μέτρα πετάμε κάτω ό,τι βαρύ φοράμε, αλεξίσφαιρα, μπουφάν, άδεια όπλα, και άχρηστα κομμάτια σίδερο και απλά βουτάμε στην παγωμένη σκοτεινή θάλασσα του Απριλίου.

Κολυμπάμε σαν κουταβάκια προς το φουσκωτό που τώρα έχει κόψει ταχύτητα και ένας ένας ανεβαίνουμε πάνω, όπου και σωριαζόμαστε ερείπια από την υπερπροσπάθεια.

“Είστε τα πιο σκληρά αλάνια που έχω δει ποτέ μου μάγκες” μας λέει μία φωνή ενώ το φουσκωτό αρχίζει και επιταχύνει μακριά από την προβλήτα, προς το καράβι που τώρα έχει βάλει μπρος τις μηχανές του.

“Είμαστε εδώ από χθες το βράδυ και είστε οι πρώτοι ζωντανοί που βλέπουμε. Ξεκουραστείτε και έχετε πολλά να μας πείτε αργότερα.”

“Πώς..πώς καταλάβατε πως ερχόμασταν;” ρωτάει ξέπνοος ο Πέτρος που έχει χάσει τη συσκευή για το άσθμα του.

Ακούσαμε τις σειρήνες και είδαμε τα φώτα του ασθενοφόρου! Στείλαμε το φουσκωτό πριν καν φτάσετε στην προβλήτα. Αν δεν μας ειδοποιούσατε έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να καταλάβουμε πως κάποιος έρχονταν για εκκένωση”.

Απίστευτο, σκέφτομαι και κλείνω τα μάτια. Η κούραση μου βγαίνει σε ένα σαρωτικό κύμα και είμαι ξαπλωμένος σαν σακί με πατάτες στον πάτο του φουσκωτού που πηγαίνει όλο και πιο γρήγορα. Σύντομα θα φτάσουμε στο πλοίο και όλη αυτή η γελοία ιστορία θα λήξει. Μετά; Τι γίνεται μετά; Πώς θα παίζουμε LoLάκι χωρίς τον Παναγή; Πότε θα πάρουμε πτυχίο τώρα που όλοι μας οι καθηγητές πέθαναν; Καθημερινοί προβληματισμοί βασάνιζαν το μυαλό μου καθώς έφευγα από την Πάτρα υπό συνθήκες που δεν θα φανταζόμουν ποτέ.

Συνεντεύξεις; Τηλεοπτικά πάνελ με Καμπουρεά και Οικονομάκη πρωινιάτικα να λέμε πόσο γαμάτοι και γενναίοι ήμασταν; Υπογραφές με τον Ψυχογιό για σειρά πέντε βιβλίων;

Μπα, γάμα το αυτό, όλο και κάποιος θα βρεθεί να γράψει για εμάς. Εγώ βαριέμαι.

ΤΕΛΟΣ

Σύνοψη και Επεξήγηση

Στο συγκεκριμένο σημείο θα τοποθετούνται με χρονική σειρά τα κεφάλαια του CZA. Για να θυμηθείς τα προηγούμενα κεφάλαια ρίξε μία ματιά

1.Κεφάλαιο 1ο

2.Κεφάλαιο 2ο

3.Κεφάλαιο 3ο

4.Κεφάλαιο 4ο

5.Κεφάλαιο 5ο

6.Κεφάλαιο 6ο

7.Κεφάλαιο 7ο

8.Κεφάλαιο 8ο  

9.Κεφάλαιο 9ο

10.Κεφάλαιο 10ο

11.Κεφάλαιο 11ο

Ο τίτλος του παρόντος, CZA, είναι το ακρώνυμο του C.E.I.D. Zombie Apocalypse.

Info

Οι συντάκτες του Frapress.gr διατηρούν τα πνευματικά δικαιώματα όλων των κειμένων και άλλων δεδομένων που παρουσιάζουν. Αν σε κάποιο άρθρο δεν αναφέρεται συντάκτης ή άλλη πηγή συγγραφής, τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο Frapress.gr.

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να δείτε εκτενώς τους όρους χρήσης του Frapress.gr εδώ.

Σχόλια