Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της γερμανικής κατοχής, ο ελληνικός λαός, και ιδιαίτερα τα χαμηλότερα στρώματα του, άρχισαν να συσπειρώνονται ενάντια στον κατακτητή. Ο στόχος της εθνικής απελευθέρωσης, σε συνδυασμό και με άλλα κοινωνικά αιτήματα που απασχολούσαν τον τόπο από την προκατοχική περίοδο, είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία του Εργατικού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΕΑΜ) και λίγο αργότερα την δημιουργία του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου ( ΕΑΜ ) το 1941. Σκοποί του ΕΑΜ ήταν η απελευθέρωση του έθνους από τον ξένο ζυγό και η εθνική ανεξαρτησία, ο σχηματισμός προσωρινής κυβέρνησης, η οποία θα φρόντιζε την άμεση διεξαγωγή εκλογών και συντακτική εθνοσυνέλευση, καθώς και η ικανοποίηση των δικαιωμάτων του λαού.

Η ίδρυση του ΕΑΜ, δηλαδή, σηματοδοτούσε και την εκπλήρωση ενός οράματος, δηλαδή την οικοδόμηση νέων πολιτειακών θεσμών, ο οποίοι θα στηρίζονταν στην εθνική ανεξαρτησία, στην λαϊκή και κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά και στην αυτοδιοίκηση.  Καθώς οι Γερμανοί κατακτητές είχαν λεηλατήσει τον εθνικό πλούτο της χώρας, άμεση συνέπεια ήταν η διάλυση του υφιστάμενου κράτους και η ανασύσταση ενός νέου. Με δεδομένο ότι οι πιο εξαθλιωμένες κοινωνικές ομάδες ήταν οι εργάτες και οι αγρότες και η αντίσταση είχε εκείνους ως αφετηρία, κατευθυντήρια γραμμή των νέων θεσμών ήταν η ικανοποίηση των δικαιωμάτων τους. Συγκεκριμένα, η ανάγκη συγκρότησης λαϊκών οργάνων με στόχο την επίλυση προβλημάτων έγινε άμεσα εμφανής στην επαρχεία, όπου το κράτος και η χωροφυλακή , όντας στα χέρια των κατακτητών,  δεν μπορούσαν να προστατεύσουν τα συμφέροντα των κατοίκων. Με σκοπό, λοιπόν, την αντιμετώπιση τοπικών, αρχικά, προβλημάτων, και απόδοση δικαιοσύνης, θεσμοί άμεσης δημοκρατίας άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους.

Το θλιβερό σκηνικό της κατοχής φαίνεται πως ήταν το κατάλληλο υπόβαθρο μέσα στο οποίο οι ελπίδες του ΕΑΜ μπορούσαν να υλοποιηθούν.  Με το πέρασμα των χρόνων, καθώς και με τη δύναμη που το ΕΑΜ, και ο Εθνικός Λαϊκός Εθνικοαπελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ) είχαν αρχίσει να αποκτούν μεγαλύτερη δύναμη, αλλά και να απελευθερώνουν αρκετές περιοχές της Ελλάδας, οι δημοκρατικές διαδικασίες άρχισαν να ωριμάζουν. Από τις τοπικές συνελεύσεις στα χωριά, σύντομα οι δημοκρατικοί θεσμοί θα μεταβούν σε περιφερειακό επίπεδο, στην γέννηση διατάξεων για την αυτοδιοίκηση και την λαϊκή δικαιοσύνη, και εν τέλη στην Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ).

Η περιοχή της Ευρυτανίας αποτέλεσε την αφετηρία όλων των εξελίξεων σχετικά με την άνθηση των νέων θεσμών. Οι κάτοικοι της περιοχής, άλλωστε, ακόμα και στην προκατοχική περίοδο, είχαν αναπτύξει ταξική συνείδηση και διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους. Η έλευση της κατοχής, όμως, δεν φαίνεται να πτόησε την προσπάθειά τους. Στις ορεινές περιοχές της Ευρυτανίας, παράλληλα, βλέπουμε πως συγκροτούνται, υπό την κατεύθυνση του ΕΑΜ, οι πρώτες αντιστασιακές ομάδες κυρίως από κομμουνιστές προερχόμενους από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, δημιουργώντας σταδιακά το ΄΄αντάρτικο΄΄. Οι ομάδες του αντάρτικου φαίνεται πως βοήθησαν και προωθούσαν την λειτουργία θεσμών λαϊκής δικαιοσύνης και αυτοδιοίκησης.

Aπό το 1941, δημιουργήθηκαν επιτροπές που μεριμνούσαν για τοπικά ζητήματα που αφορούσαν την οικονομία ή τον πολιτισμό, για θέματα ασφάλειας και αγροφυλακής, καθώς και για διαφορές μεταξύ των κατοίκων, κυρίως σε βαθμό πταίσματος. Αποτέλεσε το πρώτο υποδειγματικό λαϊκό δικαστήριο, κάνοντας έτσι κι άλλες περιοχές της Ευρυτανίας να ακολουθήσουν το παράδειγμα αυτό.

Χαρακτηριστικά ήταν η γενική συνέλευση όλων των κατοίκων, η αιρετότητα των μελών, οι δημόσιες συνεδριάσεις και η αρχή του συμβιβασμού. Οι ιδέες αυτές, που άλλωστε προϋπήρχαν από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αναπροσαρμόστηκαν από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ στις νέες συνθήκες και ανάγκες του αγώνα.

Στις 10 Αυγούστου του 1943, το Κοινό Γενικό Στρατηγείο των Εθνικών Ομάδων των Ανταρτών, εξέδωσε το πρώτο νομοθετικό κείμενο, το οποίο βρήκε εφαρμογή σε όλη την Ελεύθερη Ελλάδα (απόφαση 6 του Κοινού Γενικού Στρατηγείου).  Οι βασικότερες διατάξεις του ορίζουν την ισότητα ανδρών και γυναικών στο δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, την αφαίρεση του δικαιώματος αυτού από τους στρατιωτικούς, την αρχή των λαϊκών δικαστηρίων, την δυνατότητα ανάκλησης μελών επιτροπών, καθώς και την επιδίωξη συμβιβασμού σε τυχόν ένδικες διαμάχες. Σημαντικό είναι να αναφερθεί πως για την ανάκληση ή αντικατάσταση ενός μέλους έπρεπε να υποβληθεί αίτημα από τουλάχιστον τους μισούς κατοίκους, έτσι ώστε να διεξαχθούν νέες εκλογές.  Το αξίωμα του μέλους μιας λαϊκής επιτροπής ήταν τιμητικό και άμισθο.

Το καλοκαίρι του 1943 πραγματοποιήθηκε ένα εγχείρημα από επιφανείς νομικούς επιστήμονες του ΕΑΜ για την δημιουργία ενός νομικού κειμένου που θα κατοχύρωνε διατάξεις περί της λαϊκής δικαιοσύνης. Έτσι δημιουργήθηκε το Σχέδιο διατάξεων περί Λαϊκής Δικαιοσύνης των ΕΑΜικών νομικών των Αθηνών. Αν και συντάχθηκε σε περιοχές που δεν είχαν απελευθερωθεί ακόμη, στηριζόταν στις αρχές που ήδη εφαρμόζονταν στην Ελεύθερη Ελλάδα. Συγκεκριμένα ορίζονταν η εκλογή των οργάνων κατόπιν γενικής συνέλευσης και η λειτουργία του Λαϊκού και Αναθεωρητικού δικαστηρίου, στο οποίο θα προέδρευε η επίσημη πολιτική εξουσία, δηλαδή το ΕΑΜ.  Το σχέδιο αυτό συνεισέφερε στη δημιουργία πιο στέρεων θεσμών, όπως ο ΄΄Κώδικας της Στερεάς΄΄.

Ο Κώδικας Αυτοδιοίκησης και Λαϊκής Δικαιοσύνης για την Στερεά Ελλάδα ήταν ένα νομικό κείμενο που την πρωτοβουλία της σύνταξής του είχαν οι ΕΑΜικές οργανώσεις της Στερεάς Ελλάδας.  Πρότυπα κείμενα αποτελούσαν ο ΄΄Κώδικας Ποσειδών΄΄ αλλά και η ΄΄Εγκύκλιος 4΄΄ που είχε εκδώσει το ΚΚΕ, δίνοντας τις κατευθυντήριες γραμμές.

Ακολουθώντας το πνεύμα όλων των προγενέστερων κειμένων, διασφάλιζε τα συμφέροντα των πολιτών και την αυτοδιοίκηση. Διαχώριζε την αυτοδιοίκηση συγκεκριμένα στα πλαίσια της διοίκησης των δήμων αλλά και στην λαϊκή δικαιοσύνη. Οι συνεδριάσεις των λαϊκών δικαστηρίων καθίστανται δημόσιες και οι επιτροπές των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων είναι αιρετές και εκλέγονται με μυστική και καθολική ψηφοφορία από όλους τους κατοίκους ηλικίας 17 ετών και άνω, και ανεξαρτήτως φύλου. Σημαντικό, όμως, είναι να αναφερθεί πως ο θεσμός της γενικής συνέλευσης δεν περιλαμβάνεται, κυρίως λόγω της επιφυλακτικότητας του ΚΚΕ προς αυτόν.

Σχετικά με την αυτοδιοίκηση, αρχικά, όριζε τρεις βαθμούς, δηλαδή την πρωτοβάθμια, που περιλάμβανε τις κοινότητες και τους δήμους, την δευτεροβάθμια, στην οποία ανήκαν οι επαρχίες, και τέλος στην τριτοβάθμια, δηλαδή τη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση. Προέβλεπε την συγκρότηση λαϊκών επιτροπών, προτρέποντας την ενασχόληση όλων των πολιτών με τα κοινά. Ανώτατο όργανο μέσω του οποίου εκφράζονταν η λαϊκή κυριαρχία ήταν η Γενική Συνέλευση, στοιχείο που συμπληρώνει τον ΄΄Κώδικα της Στερεάς΄΄. Στην Γενική Συνέλευση, τα όργανα της αυτοδιοίκησης λογοδοτούσαν, και μάλιστα η κατάχρηση της εξουσίας τους θεωρείτο ποινικό αδίκημα. Τα μέλη της αυτοδιοίκησης, επιπλέον, ασκούσαν το λειτούργημά τους αμισθί, καθώς ήταν ένα αξίωμα τιμητικό αλλά και υποχρεωτικό προς σεβασμό της γενικής βούλησης της συνέλευσης.

Επιπροσθέτως, σχετικά με την δικαιοσύνη, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές προβλέπονταν η λειτουργία τριών δικαστηρίων, του Λαϊκού, του Αναθεωρητικού και του Ακυρωτικού. Το Ακυρωτικό δικαστήριο, συγκεκριμένα, που αποτελούσε μια καινοτομία για τα έως τότε νομοθετήματα, εξέταζε αν οι αποφάσεις που ελήφθησαν ήταν σύμφωνες με τις διατάξεις ή το πνεύμα του Κώδικα. Το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, μάλιστα, είχε εκδώσει ερμηνευτική εγκύκλιο σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, προωθώντας την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.

Η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), ακόμα, ήταν μια βραχύβια κυβέρνηση που δημιουργήθηκε 10 Μαρτίου το 1944 και λειτούργησε μόνο ως τον Νοέμβριο του 1944. Αν και σύντομη η θητεία της, συνεισέφερε σημαντικά στην εδραίωση των λαοκρατικών θεσμών, των οποίων η ζύμωση πραγματοποιούνταν όλα τα προηγούμενα χρόνια της κατοχικής περιόδου. Ο λόγος της ίδρυσής της, αρχικά, ήταν η ανάγκη ύπαρξης μιας κεντρικής εξουσίας , η οποία θα είχε την ευθύνη για την υλοποίηση των προαναφερόμενων θεσμών. Ήδη στην Ελεύθερη Ελλάδα εφ΄όσων είχε δημιουργηθεί ένα νέο κράτος, το λεγόμενο ΄΄Κράτος του βουνού΄΄ , η παρουσία μιας ανώτερης ηγεσίας καθίστατο απαραίτητη.  Η ΠΕΕΑ δημιουργήθηκε κατόπιν πρότασης του ΚΚΕ στο ΕΑΜ, το οποίο και τελικώς την αποδέχτηκε. Στόχος της ΠΕΕΑ ήταν ο συντονισμός του αντιστασιακού και εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, είχε την ευθύνη της διοίκησης των αντάρτικων ομάδων, την ευθύνη της διοίκησης των ελεύθερων περιοχών, την προστασία του λαού και την εξασφάλιση των δικαιωμάτων του.

Η ΠΕΕΑ συγκάλεσε άμεσα Εθνικό συμβούλιο από εκλεγμένους αντιπροσώπους και εξέδωσε το Ά ψήφισμα.  Οι εκλογές αυτές που διεξήχθησαν σε όλη την Ελεύθερη Ελλάδα ήταν καθολικές και μυστικές, και δικαίωμα ψήφου είχαν όλοι, ανεξαρτήτως φύλου, οι πολίτες ηλικίας 18 ετών και άνω. Επρόκειτο για την πιο δημοκρατική εκλογική διαδικασία που είχε διεξαχθεί έως τότε στην Ελλάδα.  Το Ά ψήφισμα υιοθετήθηκε από το Εθνικό συμβούλιο στις 27 Μαΐου το 1994.

Το ψήφισμα αυτό αποτελείτο από 15 άρθρα, τα οποία ήταν βαθιά επηρεασμένα από τα προγενέστερα νομικά κείμενα. Αποτελεί την κορωνίδα όλων των νομοθετημάτων της αντίστασης και αποτελεί ένα σχέδιο συντάγματος, που ορίζει όλες τις κύριες διατάξεις που πρέπει να ακολουθήσει η πολιτεία και το νέο οικοδομούμενο κράτος. Διασφαλίζει και επικυρώνει τις ελευθερίες, τα δικαιώματα και τους λαοκρατικούς που είχαν αποτυπωθεί τα προηγούμενα έτη.

Οι βασικότερες διατάξεις του, λοιπόν, όριζαν την επικύρωση της ίδρυσης της ΠΕΕΑ, τον λαό ως κύρια πηγή κάθε εξουσίας, την αυτοδιοίκηση και την λαϊκή δικαιοσύνη ως ανώτατο όργανο των Ελλήνων πολιτών και το Εθνικό Συμβούλιο ως ανώτατο όργανο της λαϊκής κυριαρχίας. Το ψήφισμα καθόριζε, ακόμη, πως για την εν λόγω στιγμή πρωταρχική σημασία έχει η απελευθέρωση του έθνους. Ρυθμίζονταν, συν τις άλλοις, ζητήματα οργάνωσης του πολιτεύματος, όπως η σχέση της κυβέρνησης και του συμβουλίου. Με βάση το Ά ψήφισμα οι πράξεις της ΠΕΕΑ, για παράδειγμα,  έπρεπε να υποβληθούν από το Εθνικό Συμβούλιο για να τεθούν σε ισχύ, υπήρχε δηλαδή μια άμεση εξάρτηση της κυβέρνησης από το Εθνικό Συμβούλιο.

Η ΠΕΕΑ, στην σύντομη διακυβέρνησή της, εξέδωσε ορισμένα νομοθετήματα τα οποία αποτέλεσαν δημοκρατική πρωτοπορία για τα δεδομένα της εποχής. Συνολικά ήταν 64 στον αριθμό και περιλάμβαναν ένα ευρύ φάσμα της δημόσιας ζωής. Ορίζονταν, επιπλέον, η αρχή της λαϊκής συνέλευσης, η ανακλαστικότητα των οργάνων, ο συνεχής λαϊκός έλεγχος προς αυτούς καθώς και τα δημοσιονομικά των δήμων.

Συμπερασματικά, λοιπόν, είναι αξιοσημείωτο πως μέσα στην κατοχική περίοδο, για πρώτη φορά στη ελληνική ιστορία, μπόρεσαν να ανθίσουν τόσο ριζοσπαστικοί και δημοκρατικοί θεσμοί. Η συνεισφορά των ΕΑΜικών δυνάμεων είναι άμεσα συνυφασμένη με την δημιουργία αλλά και εδραίωση. Εκτός του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα από τις Ναζιστικές δυνάμεις, το ΕΑΜ προσπάθησε να οικοδομήσει ένα νέο και στέρεο κράτος, του οποίου οι αρχές θα ήταν με το μέρος του λαού κι όχι με αυτό των ισχυρών τάξεων, όπως έπρατταν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις.

Ανεξάρτητα από την έκβαση της ιστορίας, οι θεσμοί αυτοί εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να μην έχουν εφαρμοστεί με την πλήρη έκφρασή τους, ακριβώς λόγο της ριζοσπαστικότητάς τους. Η λαϊκή εξουσία ως πηγή κάθε απόφασης, η λαϊκή δικαιοσύνη και η αυτοδιοίκηση ως συνταγματικές κατευθυντήριες γραμμές του πολιτεύματος αποτελούν ένα ιδεατό πολιτειακό καθεστώς, που δυστυχώς, η ιστορία έδειξε πως αντιμετωπίζει αρκετές δυσκολίες ως προς την μακροχρόνια εφαρμογή του.

 

Σχόλια