“Η λέσχη των νέων πιανιστών” του Νορβηγού Ketil Bjørnstad είναι ένα γλυκόπικρο βιβλίο ενηλικίωσης, μουσικής, έρωτα και θανάτου…
“Η λέσχη των νέων πιανιστών” του Νορβηγού Ketil Bjørnstad είναι ένα βιβλίο πολύ παρόμοιο με τη “Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων” του Μισέλ Γκενασιά. Είναι κατά βάση ένα βιβλίο ενηλικίωσης, επικεντρωμένο στον πρωταγωνιστή Άξελ Βίντινγκ και τις μεγάλες αλλαγές που βιώνει στη ζωή του, από τον έρωτα, στο σεξ και πίσω στον έρωτα, με τον θάνατο να είναι μία σταθερή παρουσία στις σελίδες του βιβλίου.
Στα αλήθεια όμως, τι βιβλίο είναι η “λέσχη των νέων πιανιστών”;
Καταρχάς, είναι ένα βιβλίο για τη μουσική. Οι πρωταγωνιστές είναι μουσικοί, η ζωή τους γυρνάει γύρω από ρεσιτάλ, μαθήματα, διαγωνισμούς, την πίεση και το άγχος του σολίστ. Στις σελίδες του συναντάμε αναφορές σε συνθέτες, κομμάτια, συμφωνίες, πλήθος λεπτομερειών που ποτέ δεν κουράζουν και είναι πάντα ακριβείς μιας και ο ίδιος ο συγγραφές είναι πιανίστας.
Έπειτα είναι ένα βιβλίο για το παιδί που μεγαλώνει, για τον Άξελ που ύστερα από μία φριχτή απώλεια πρέπει να δει την οικογένειά του σχεδόν να διαλύεται και τα μέλη της να αποξενώνονται μεταξύ τους, τη στιγμή που οι φίλοι του φαινομενικά ζουν την τέλεια ζωή.
Το κλασσικό δίπολο ανάμεσα στο οποίο ταλαντώνεται ο Bjørnstad όμως δεν είναι η μουσική και η ενηλικίωση. Είναι ο έρωτας και ο θάνατος. Είναι η ακραία επιθυμία του Άξελ για την Άνια για την οποία δεν γνωρίζει τίποτα και το λαβωμένο παρελθόν του που δεν τον αφήνει να κάνει βήμα χωρίς να τον καθοδηγεί (κάποιοι θα έλεγαν πατρονάρει). Έτσι το εφηβικό σύμπαν διεγείρεται από τον ερωτισμό, τη σαρκική επιθυμία και το θάνατο, για να δημιουργήσει το κατάλληλο χαοτικό και όμως αυστηρό χώρο, στον οποίο έρχεται η μουσική. Το γεγονός δε πως βιώνουμε τα πάντα μέσα από έναν έφηβο που μας μιλάει στο πρώτο πρόσωπο κάνει τις περιγραφές ακόμα πιο έντονες.
Ο Bjørnstad κάνει μία πραγματικά ρεαλιστική προσέγγιση του τι σημαίνει να είσαι σολίστ στο υψηλότερο επίπεδο, πολλές φορές όχι χωρίς να μας κάνει να αναρωτηθούμε αν τελικά όλες αυτές οι θυσίες αξίζουν, ένα ερώτημα που εγείρει το βιβλίο και μας ακολουθεί μέχρι και την τελευταία σελίδα του.
Τελικά, παρόλο που δεν καταφέρνει να γλιτώσει κάποια κλισέ, η “λέσχη” είναι ένα καλό βιβλίο. Είναι πολύ δυνατό, πολύ συγκινητικό και αληθινό και πραγματεύεται ζητήματα στα οποία δεν υπάρχει εύκολη απάντηση.
Ποια είναι όμως τα κλισέ που χρησιμοποιεί; Ο θάνατος της μητέρας (από τις πρώτες κιόλας σελίδες) και η ασφυκτική σχέση που είχε με τον γιο της, ενώ η πατρική φιγούρα είναι απίστευτα παραμελημένη. Ο Άξελ για όλο το βιβλίο θα σκέφτεται τη μητέρα του και τη σχέση του μαζί της, μία σχέση που η αδερφή του ποτέ δεν χάρηκε, όλο δηλαδή το σκηνικό του “γιόκα” που ήταν το κέντρο της μητρικής αγάπης.
Επόμενο κλισέ, η ακραία δυσλειτουργική οικογένεια που απλώς καταρρέει. Σίγουρα συστήνει ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο ο Άξελ αναγκάζεται να μεγαλώσει απότομα, αλλά σύμφωνα με τα όσα συμβαίνουν στο βιβλίο μία κατεστραμμένη οικογενειακή εστία είναι ίσως το λιγότερο που χρειάζεται για να αναλάβει τις ευθύνες του ο πρωταγωνιστής μας.
Επίσης, ο τίτλος είναι κάπως παραπλανητικός. Η λέσχη που συστήνεται έχει αρκετά μέλη, αλλά με εξαίρεση δύο, τα υπόλοιπα σκιαγραφούνται από μερικώς (Ρεμπέκα), έως καθόλου (Φέρντιναρτ), ενώ κάποια από αυτά υποβαθμίζονται σε νυμφίδια (no spoilers here), κάτι που μοιάζει μία κάπως βολική λύση και που σίγουρα δεν θα έμοιαζε κακή ιδέα, αν οι εν λόγω χαρακτήρες μας έλεγαν και κάποια πράγματα για τις ιστορίες τους.
Τέλος, σε αντίθεση με άλλα βιβλία ανάλογου περιεχομένου, εδώ υπάρχει ένα διαρκές δράμα. Οι νίκες δεν είναι ακριβώς νίκες και μερικές φορές θα αναρωτηθούμε αν οτιδήποτε καλό συμβαίνει γενικά στη ζωή του Άξελ (συμβαίνει, αλλά είναι τόσο αμφίσημο που δεν καταλαβαίνουμε καν αν ο ίδιος το/τα βλέπει σαν κάτι καλό).
Τι σκέφτηκα τελειώνοντάς το; Οι χαρακτήρες δεν εξελίχθηκαν. Αυτό ήταν ίσως το χειρότερο, άσχετα από το τι πορεία ακολούθησε ο καθένας τους, η σκέψη πως παρόλα όσα έγιναν στη ζωή τους, οι μεγάλες τους αποφάσεις φαίνονται να ήταν βιαστικές, απερίσκεπτες ή αφηγηματικά εύκολες. Ο Bjørnstad δεν κουράστηκε ιδιαίτερα με κάποιους χαρακτήρες και αυτό είναι εμφανές, ενώ κάποιους άλλους απλά τους οδήγησε να κάνουν αυτό που υποψιαζόμασταν πως θα γίνει από τη μέση κιόλας του βιβλίου και αυτό είναι λίγο απογοητευτικό γιατί υποβαθμίζει το βιβλίο σε διαρκή σαπουνόπερα, όπου μπορούμε να φανταστούμε περίπου τι γίνεται αλλά μας ενδιαφέρει κυρίως να δούμε τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
Θα το πρότεινα; Ναι, είναι ένα θαυμάσιο καλοκαιρινό ανάγνωσμα που πραγματικά θα σε αγγίξει.
Ωστόσο οι πραγματικά απαιτητικοί αναγνώστες πέραν της συγκίνησης του θέματος δεν θα βρουν κάτι άλλο στον τρόπο γραφής, όχι γιατί ο Bjørnstad δεν γράφει καλά, το αντίθετο, αλλά γιατί σε μερικά σημεία η ιστορία γίνεται τόσο μελό και κλισέ που μας αποσπά την προσοχή από την θαυμάσια κατά τα άλλα γραφή του.