Incongito… στην Καζαμπλάνκα

… εκεί, που όπως ισχυρίστηκε κάποιος ονειροπώλος*, τ’ όνειρο χάθηκε νωρίς. Τ’ όνειρο ενός γελοίου. Που αποκοιμήθηκε, ανήμπορος να προβάλει ιδιαίτερη αντίσταση καθώς οι ηλιακές βελόνες έραβαν κακότεχνα το σώμα του κάνοντάς το να μοιάζει με κουκλάκι-βουντού, παιχνίδι στις σαδιστικές ορέξεις  ενός αδέξιου ραφτά. Κι οι πόροι του δέρματος να αναβλύζουν διάφανο αίμα που ακολουθεί τις ανατομικές τροχιές και χύνεται στην άμμο. Το ένα του χέρι να σφίγγει άψυχα την ομπρέλα σα λάβαρο σε μια ονειρική εκστρατεία, ξεγελώντας το ζωηρό αεράκι που απειλεί να την ξεριζώσει. Κι έτσι, η κενή λογική του κι ο μισός του βραχίονας να συνεχίζουν να σκιάζονται μέσα σ’ ένα δροσερό οχτάγωνο όπου θα προσγειωθεί ξανά κάποια στιγμή η γελοία συνείδηση του.

Προς το παρόν σεργιανάει ασυνείδητα στις παρυφές της Καζαμπλάνκα(ς), incognito. Τυφλα. Δεν έχει καν ιδέα πώς είναι η Καζαμπλάνκα, παρά μόνο υποκύπτει στη μελωδικότητα του ονόματός της και την κινηματογραφική της αίγλη, συγχέει τις στάλες του ιδρώτα του με την αύρα του Ατλαντικού που χρόνια τώρα πιτσιλάει το πρόσωπό της με τον ψυχρό ιδρώτα του ωκεανού. Θαυμάζει και ζηλεύει το λευκό της, που κάτω από τον αφρικανικό ήλιο έχει μετατραπεί σε ώχρα, το χρώμα (;) της νοσταλγίας. Παρόμοιο με το εκχύλισμα που θα σου δώσουν ένα πορτοκάλι μαζί με λάιμ και γκρέιπφρουτ αν στύψεις τους χυμούς τους μες στο ίδιο ποτήρι. Ίδιο με την απόχρωση της πανσελήνου στο ξύπνημά της… ένας ιδιότυπος σκαραβαίος-Κύκλωπας που σταθμεύει μετωπικά, σε σημαδεύει νυσταγμένα με το ένα και μοναδικό του φανάρι, σου ανοίγει την πόρτα και σε καλεί ν’ αναζητήσεις μες στο σκοτάδι τα γελοία όνειρά σου.

 

*Ωδή στο “Ω/ω”

Ας ξεκινήσουμε με την παραδοχή μιας ζαβωλιάς. Εξίσου ανώδυνης όσο και μεμπτής μ’ αυτήν ενός «ω» που σκούπισε το «ο» σα να ήταν σταγόνα που χύθηκε απ’ το καλαμάκι και μπήκε σφήνα υπό το βλοσυρό βλέμμα του «β» και του «λ». Για την ακρίβεια, βόλεψε τα δύο σφριγηλά του κωλομάγουλα (ούτε γλουτοί, ούτε οπίσθια, ούτε καπούλια… κωλομάγουλα.) αγνοώντας ορθογραφικές προσταγές κι ετυμολογικές συστάσεις και συνέχισε να απολαμβάνει το ρόφημά του τουρλώνοντας αγέρωχα τις μεγαλειώδεις καμπύλες του-σήμα κατατεθέν της εξουσίας του.

Το αμφισβητεί κανείς; Τα στοιχεία είναι αμείλικτα. Κυριαρχεί σε κάθε σου αίσθηση. Πώς; Απλό είναι: Δεν υφίσταται η όρασή σου χωρίς τα σκάγια του φωτός. Άλλωστε το μαύρο δεν είναι καν χρώμα… Πώς να σ’ ακούσω αν μου φιμώνεις τη φωνή σου; Ο ήχος, ξέρεις, είναι απρόσωπος, το ηχόχρωμά σου αναγνωρίζω. Όσο κι αν τριβελίζεις τη μυτούλα σου από αδιόρθωτη εμμονή, μόνο ένα άρωμα μπορεί να την ευφράνει διαφορετικά θα συνεχίσεις απλώς να την θαυμάζεις για το εκλεπτυσμένο γαλλικό σχήμα της και τις αιγυπτιακές αυτοκρατορικές καταβολές της. Συνεχίζεις να δυσπιστείς; Σκουπίζεις βιαστικά τα χείλη σου με τη γλώσσα σου όταν συμβαίνει αυτό, το έχω παρατηρήσει. Αλήθεια, τι γεύση έχουν; Κι όσο για την αφή… σου κλείνω πονηρά το μάτι και σ’ αφήνω ν’ αναλογιστείς πως χρειάζεται λίγη τόλμη για ν’ αγγίξεις. Κι απ’ όσο θυμάμαι, η τόλμη ήταν ανέκαθεν χάρισμα των ενεργητικών ρημάτων. Αυτά κινούν το κουκλοθέατρο που λέγεται «κόσμος» με την ορμή, το θάρρος και το θράσος τους. (Αν τύχει δε, να λήγουν και σε «-ώνω», εκεί να δεις ναύλα.) Καθόλου αυθαίρετα μάλιστα. Ο τρόπος τους, προσεγμένος ή άγαρμπος, και πάλι καταδεικνύεται από ένα «ω». Κάπ-ως έτσι. Συνεχίζει να σου φαίνεται πεζό; Δες το και πιο Ώριμο. Διαθέτει την ωριμότητα να στηριχτεί στα δύο πέλματά του ακόμα κι αν θυμίζει πιγκουίνο που φυλάει σκοπιά. Στραγγίζει την πτώση για ν’ αποστάξει τη γνώση. Περιμένει καρτερικά, εικοστό τέταρτο και τελευταίο στη σειρά του για να σου δώσει την ώθηση να ξεκινήσεις πάλι από την αρχή.

«Ωωω…» (περιπαικτικό επιφώνημα)
Θα μου πεις: «ποιος μιλάει τώρα…»
Ένα άρρωστο εγώ…

 

Υ.Γ: “Χτύπα την μπάνκα και πάρ’ τα όλα αν το μπορείς…” – https://www.youtube.com/watch?v=jhItjI2UbCA

Σχόλια