Τα Δύσκολα χρόνια” (1854) αποτελούν μια μικρογραφία της καπιταλιστικής αγγλικής κοινωνίας των μέσων του 19ου αιώνα,δια χειρός του μεγαλύτερου γνώστη της βρετανικής ψυχής των χρόνων εκείνων, του Charles Dickens.

Οι σελίδες αυτού του έργου προβάλλουν μ’ έναν σκληρό και αρκετές φορές ωμό, αλλά απολύτως αποκαλυπτικό, τρόπο τη ζωή και τις σκέψεις των 2 αέναων κοινωνικών αντιπάλων, των καταπιεζόμενων και των καταπιεστών, της εργατικής τάξης που αργοπεθαίνει στα εργοστάσια και της μπουρζουαζίας που ακμάζει εις βάρος των υπολοίπων. Πέραν της κοινωνικοπολιτικής σύγκρουσης των 2 τάξεων – που θα δούμε εκτενέστερα παρακάτω – ο συγγραφέας ασχολείται σε μεγάλο βαθμό και με το ζήτημα της εκπαίδευσης και τις επιδράσεις που αυτή έχει στην μετέπειτα ζωή των εκπαιδευόμενων παιδιών.

«Λοιπόν την πραγματικότητα μόνο χρειάζομαι. Μονάχα την πραγματικότητα να διδάσκετε στα παιδιά! Τίποτα άλλο δε χρειάζεται στη ζωή. Αυτήν μονάχα να καλλιεργείτε κι όλα τ’ άλλα να τα ξεριζώνετε. Μόνο με την πραγματικότητα μπορείτε να διαπλάσετε το μυαλό του λογικού ζώου, όλα τ’ άλλα είναι άχρηστα.»

Το βιβλίο εξ’ αρχής μας εισάγει, μέσω του Τόμας Γκράντγκραϊντ του πρεσβύτερου, στον κόσμο της στείρας γνώσης που βασίζεται εξ’ ολοκλήρου στην λογική. Με αποκλειστικό εφόδιο τον στυγνό ορθολογισμό και αποβάλλοντας ως βλαβερό σώμα οποιοδήποτε συναίσθημα, ο πατέρας της ιστορίας, διδάσκει τα παιδιά του –  Λουΐζα και Τομ–  παρέχοντας τους μια άχρηστη για την ζωή, παιδεία. Η μόρφωση που τους παραχωρήθηκε στερημένη από αγάπη και ουσία διαμόρφωσε εν τέλει τους σαθρούς χαρακτήρες τους˙ το ένα παιδί βρέθηκε υποταγμένο στον πραγματισμό και το άλλο αιχμάλωτο των παθών του.

Η παρέκκλιση των 2 παιδιών από τον δρόμο της ηθικής και η υιοθέτηση μιας καταστροφικής συμπεριφοράς για τα ίδια, αλλά και για την κοινωνία τους, καταδεικνύει την τεράστια σημασία του εκπαιδευτικού συστήματος για το εκάστοτε κοινωνικό σύστημα. Η παιδεία αποτελεί την βάση του κοινωνικού εποικοδομήματος και την στιγμή που αυτή θα διαβρωθεί έστω και ελάχιστα, αυτομάτως το εποικοδόμημα θα εισέλθει σε κρίση, που θα απειλήσει την ύπαρξη ολόκληρης της κοινωνίας.  Τόσο το άτομο όσο και η κοινωνία του είναι απότοκοι της μόρφωσης που έλαβαν και που παρήγαγαν. Όλες οι ενέργειες των ατόμων αντανακλούν την παιδεία που τους χορηγήθηκε από την κοινωνία τους. Αν παραδείγματος χάρη μια “χ”  κοινωνία παρέχει στα μέλη της, στους μελλοντικούς  ενεργούς πολίτες της, μια ελλιπή εκπαίδευση, αποστειρωμένη από κάθε ουσιαστική γνώση και απογυμνωμένη από συναισθήματα, θα δημιουργήσει τελικώς “μισούς” πολίτες και ανθρώπους ανίκανους να δημιουργήσουν κάτι καλύτερο γι’ αυτούς και τους γύρω τους.

Λένε πως η γνώση είναι όπλο για όσους την κατέχουν. Ο  Dickens συμπληρώνει επί τούτου πως μια ορθή γνώση των πραγμάτων οδηγεί στην οικοδόμηση της ιδανικής πολιτείας, όπου η λογική και τα αισθήματα συνυπάρχουν αρμονικά. Όταν προσπαθήσεις να εξοστρακίσεις τα τελευταία από την ζωή των παιδιών σου, αυτομάτως τους αφαιρείς τμήματα από την ανθρωπιά τους και από την στιγμή που κάποιος χάνει την ανθρωπιά του γίνεται ολοένα και λιγότερο άνθρωπος, αφού πλέον υπακούει μονάχα στην ψυχρή λογική.  Μια κοινωνία που επιδιώκει όλα τα παραπάνω είναι καταδικασμένη σε παρακμή.

Δύσκολα χρόνια, του Charles Dickens

Το άλλο μείζον ζήτημα που θίγει ο συγγραφέας – το οποίο συναντάμε σχεδόν σε όλα του τα έργα – είναι η εξαθλίωση της εργατικής τάξης και η εκμετάλλευση που γνωρίζει στο όνομα της προόδου και της ανάπτυξης.

Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου γινόμαστε μάρτυρες της παράλληλης ζωής των 2 αντίπαλων κοινωνικών τάξεων. Η μια να υπομένει την ανέχεια και να ελπίζει κρυφά σε κάτι καλύτερο, γνωρίζοντας εντούτοις πως τα όνειρά της είναι μη πραγματοποιήσιμα˙ και η άλλη να ζει επιδεικνύοντας τον πλούτο και την ισχύ της. Το χάσμα που τις χωρίζει είναι τεράστιο, καθώς οι ισχυροί όντας εγκλωβισμένοι μέσα στον κόσμο τους, αγνοούν ή και αδιαφορούν για το τι συμβαίνει λίγα μέτρα μακριά τους. Το χρυσό κλουβί τους, τους εμποδίζει να δουν τα  κοινωνικά συντρίμμια που έχουν προκαλέσει. Ο μοναδικός κοινός συντελεστής που ενώνει στο έργο τους θύτες με τα θύματα είναι ο Μπάουντερμπι, ο οποίος προερχόμενος από την τάξη των τελευταίων εξελίχθηκε σ’ ένα πρότυπο αστού που υπολογίζει τα πάντα στη ζωή του με γνώμονα το χρήμα, που αναζητά παντού το κέρδος και δυστυχώς λησμονά ότι «Υπάρχει και αγάπη στον κόσμο, δεν είν’ όλα ατομικό συμφέρον».

Δεν είναι ωστόσο ο μοναδικός αστός που έχει ξεχάσει τούτη την αλήθεια, διότι εάν ήταν ο μόνος ενδεχομένως να υπήρχε κάποια ελπίδα για αλλαγή.  Ο κόσμος δεν προοδεύει με την καταπίεση των πολλών και την ευημερία των λίγων. Αντιθέτως ο κόσμος αλλάζει προς το καλύτερο τη στιγμή που το σύνολο ζει κάτω από αξιοπρεπείς συνθήκες.

 «Με τα λίγα που ξέρω και με το δικό μου τρόπο, δε μπορώ να πω στον κύριο το πως θα διορθωθεί η κατάσταση – αν και είναι άλλοι εργάτες στην πολιτεία που ξέρουν πολύ πιο πολλά από εμένα και θα ήταν σε θέση να του το πουν – μπορώ όμως να του πω τι δε θα τη διορθώσει ποτέ. Η βία δε οφελάει καθόλου, η νίκη κι ο θρίαμβος δεν κάνουν τίποτα. Το να συμφωνάτε να δίνετε πάντα δίκιο στη μια μεριά και πάντα άδικο στην άλλη, είναι αφύσικο και ολωσδιόλου ανώφελο. Το να μη νοιάζεστε πάλι, δε βοηθάει καθόλου.  Αν τ’ αφήσετε όλα αυτά τα εκατομμύρια τους ανθρώπους να ζούνε μονάχοι τους, την ίδια ζωή, μέσα στο ίδιο μπέρδεμα, θα φτιάξουν έναν κόσμο δικό τους που θα χωρίζεται απ’ το δικό σας τον κόσμο με μια σκοτεινή άβυσσο, όσο καιρό- λίγο ή πολύ, δεν ξέρω- μπορεί να κρατήσει μια τέτοια δυστυχία. Αν δεν πλησιάσει κανείς με καλοσύνη κι υπομονή και καλή διάθεση αυτούς τους ανθρώπους, που μέσα στα τόσα βάσανα που τους δέρνουν στέκονται ο ένας τόσο κοντά στον άλλον, και που μ’ όλη τη μιζέρια τους και τη φτώχεια τους βοηθούνε κι υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον- όπως κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν κάνουν οι άνθρωποι που μπορεί να γνώρισε ο κύριος στα ταξίδια του- η κατάσταση δεν θ’ αλλάξει ως τη συντέλεια του κόσμου. Κι ακόμα λιγότερο, όταν τους λογαριάζουν σαν μια άψυχη δύναμη, σα νούμερα, ή σαν μηχανές, ανίκανους να ’χουν αγάπες, συμπάθειες, αναμνήσεις και προτιμήσεις, όταν δεν τους αναγνωρίζουν πως έχουν κι αυτοί μια ψυχή που κουράζεται και ελπίζει. Το να τους μεταχειρίζεται κανείς όταν μένουν ήσυχοι σα να μην είχαν τίποτα απ’ όλα αυτά και να τους κατηγορεί όταν ξεσηκώνουνται πως τους λείπει η ανθρωπιά κι η ευγένεια, αυτό, κύριε, δε μπορεί να διορθώσει την καταστάση εις τον αιώνα τον άπαντα, όσο στέκεται τούτος ο κόσμος.»

«Ωφελιμιστές, οικονομολόγοι,δασκαλικά σκέλεθρα, κομισάριοι της πραγματικότητας, άπιστοι κομψοί και βαριεστημένοι, όλοι εσείς που πρεσβεύετε και διακηρύσσετε πλήθος από σκουριασμένες ιδέες, μην ξεχνάτε πως θα έχετε πάντα κοντά σας φτωχούς ανθρώπους. Καλλιεργήστε λοιπόν μέσα τους, όσο είναι ακόμα καιρός, τη χαρά της φαντασίας και του αισθήματος, για να στολίσουν μ’ αυτά τη ζωή τους, που έχει ανάγκη από διακόσμηση˙ γιατί αλλιώς, την ημέρα του θριάμβου σας, όταν θα ’χει χαθεί κάθε ρομαντισμός από την ψυχή τους και θα ζουν μια αποστεγνωμένη ζωή, η πραγματικότητα μπορεί να πάρει μορφή λύκου και να σας καταπιεί!»

Σχόλια