Στο τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης, όχι κι από τις πιο περίοπτες, περίπου ενάμιση μέτρο πάνω από τη στάθμη του πατώματος, είναι ακλόνητο τα τελευταία χρόνια ένα στερεοφωνικό. Τραυματισμένο, με δύο λωρίδες κολλητικής ταινίας να συγκρατούν σφραγισμένο το άχρηστο πλέον πορτάκι της κασέτας σαν ξεφτισμένες τιράντες στο σκευρωμένο σώμα μιας γέρικης φιγούρας. Η κεραία, επίσης κυρτωμένη σημαδεύει αυθαίρετα την έξοδο, του δωματίου, του σπιτιού, του κόσμου. Υπό οξεία γωνία, ως είθισται σε κάθε συσκευή που αναπνέει με ηλεκτρομαγνητικά κύματα και σέβεται την αξιοπρέπειά της και το ρόλο της στον εκάστοτε θρόνο της. Πάνω σ’ αυτό το στερεοφωνικό στηρίζεται παρατημένο ένα ψάθινο καπέλο. Λάθος. Παρατημένο είναι το μισοάδειο πλαστικό μπουκαλάκι του νερού στο παρακάτω ράφι, με τα θολωμένα του τοιχώματα παραδομένα στους υδρατμούς. Το συγκεκριμένο καπέλο είναι σκόπιμα τοποθετημένο εκεί. Απλώς για λόγους απόρρητους κι αντάξιους ενός μουσειακού εκθέματος παραμένει ακίνητο σ’ αυτή τη θέση. Στην περιφέρεια του περίτεχνου πλέγματός του έχει τυλιγμένη μια μαύρη κορδέλα. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να παραπέμψει σ’ ένα πένθιμο περιβραχιόνιο της γέρικης φιγούρας που σκεπάζει. Αλλά δεν είμαι σίγουρος πως ισχύει κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχει καμία διευκρινιστική επιγραφή σ’ αυτό το έκθεμα. Εκτός από τη συχνότητα του σταθμού που φωσφορίζει σε μια βαθυπράσινη απόχρωση μέσα από τη σκιά του καπέλου σαν το άγρυπνο βλέμμα του λύκου που περιμένει καρτερικά το θήραμά του μες στο σκοτάδι του δάσους. Στη μεγαλύτερη διάρκεια της μέρας γρυλίζει, σε στίχους ξενόγλωσσους, με χορδές που άλλοτε μαρσάρουν κι άλλοτε κοντοστέκονται βαριανασαίνοντας, με φωνές είτε βραχνιασμένες που ψιθυρίζουν είτε ξεχαρβαλωμένες, που ουρλιάζουν μες στον παροξυσμό τους.
Κι όμως, αυτός ο ψάθινος τρούλος κάτι δείχνει να κρύβει μέσα του, ένα διαφορετικό ηχητικό κράμα που προσπαθεί χωρίς επιτυχία να διοχετεύσει στο στόμα αυτού του ταλαντούχου λύκου, με αποτέλεσμα να μένει πάντα σιωπηλό. Μερικές φορές παύει να θυμίζει ένα ψαράδικο καπέλο με τσακισμένες άκρες. Μοιάζει με κοχύλι, από αυτά τα γιγαντιαία που λένε πως αν κολλήσεις στο αυτί σου θα ακούσεις τη θάλασσα. Από τον παφλασμό της στην ακτή μέχρι την μανιασμένη ανάσα της στα πιο απροσπέλαστα σημεία του χάρτη της. Το προδίδει άλλωστε κι η μυρωδιά του, που στο πέρασμα του καλοκαιριού φρόντισε να απορροφήσει όλη την αρμύρα ενός καλοκαιρινού φιλιού μαζί με λίγο αποσταγμένο οινόπνευμα που κύλησε στην επιφάνειά του όταν κάποιος κλώτσησε κατά λάθος το μπουκάλι και το ιώδιο στο οποίο βαφτίστηκε όταν βούτηξε παρά τη θέλησή του στο θαλασσινό του μείγμα. Το πλησίασα αρκετές φορές, σταυρώνοντας τα χέρια πάνω στο ράφι της βιβλιοθήκης εξετάζοντας σχολαστικά κάθε πιθαμή του. Το περιεργάστηκα με την αφή μου χωρίς όμως ποτέ να το μετακινήσω για να το κολλήσω στο αυτί μου. Μόνο τις όψιμες ώρες, που ο λύκος έχει κλείσει τα μάτια του, έχω την αίσθηση ή την παραίσθηση πως το ακούω να σιγομουρμουρίζει κάτι υψίσυχνους σκοπούς. Μοιάζουν με προσευχές σ’ έναν άγνωστο θεό. Όσες λέξεις κι αν συλλάβω μετά βίας, δε συνθέτουν ποτέ κάποιο ολοκληρωμένο νόημα. Κρύβονται πίσω από τα σύμφωνα της μελωδίας ίσως για να μην προδώσουν την προσευχή.
Είναι κι αυτή η Σελήνη που όποτε της… κυκλώνει, κάνει τους λύκους ν’ αφηνιάζουν και να ομολογούν όλα τους τα μυστικά με μια παρατεταμένη αποδοκιμασία… Ας ουρλιάζει λοιπόν ο λύκος στη δική του συχνότητα κι ας παραμένει το κοχύλι σιωπηλό. Με τις προσευχές του καλά φυλαγμένες έως ότου εισακουστούν από αυτόν τον άγνωστο θεό.
*Από τη γλώσσα των λύκων: https://www.youtube.com/watch?v=X1ag8kapwUk