– Κάνε γρήρορα, κάνε γρήγορα. Έχει βραδιάσει. Βλέπεις το σκοτάδι;

– Ναι αφέντη.

– Μάλιστα. Και πώς μοιάζει το σκοτάδι λοιπόν αφού το βλέπεις;

– Ε, μαύρο κύριε. Ναι! Μαύρο, μαύρο κι άραχνο!

– Εγώ λέω ν ‘ ανοίξεις πάλι τα μάτια παλικάρι μου. Το σκοτάδι δεν είναι τίποτα πέρα από τον εαυτό σου.
Είναι εγώ. Είναι εσύ. Δεν είναι τίποτα πέρα απ’ την ανάγκη που ‘χουμε να βγουμε στην επιφάνεια. Μα ‘συ φοβάσαι και με τρέμεις, και με κρύβεις μες τα ρούχα και τα ψεύτικα μάθια και βγαίνεις μόνος σου τις βόλτες τα πρωϊνά και κοροδεύεις τα ζώα, τους αθρώπους, τη ζωή, το διάολο. Όλα τα κοροδεύεις! Κι εγώ σε περιμένω, νωχελικά μες στο σκοτάδι, να με κοιτάξεις μες τα ματια και να φλογίσουν πάλι όπως τότε που με άφηνες, τότε που ‘μουν λεύτερος. Τώρα με κρατάς λες κι είμαι κλέφτης και προδότης. Μα ‘γω δε σε πρόδωσα.
Εσύ με ξέχασες- με άφηκες μονάχο κι έρμο μες το σκότος να σωπαίνω και να ουρλιάζω. Μόνο ν ‘αφουγκράζομαι πότε θα πέσεις στα παπλώματα για να ‘ρθω να σε πνίξω, μπας και με θυμηθείς. Κι εσύ κλείνεις τα μάτια και τα αυτιά,κι ούτε τσιρίδες, ούτε σιωπές, ούτε κλάματα κι ούτε χαρές ακούς. Λες κι είμαστε ξένοι και χωριστοί. Μα όσο και να θέλεις δε φεύγω, δεν πάω πουθενά.

– Δε φεύγεις; Δε φευγεις ε; Θα φύγω ‘γω τότε! Να μη σε θωρώ, να μη σε κατέχω.

– Κορόϊδο και δικό σου γίνηκες Γεράσιμε; Προσπαθείς να με ‘χεις κρυμμένο σ’ ένα τίποτα. Κι αφού δε με θες, γιατί δε με διώχνεις να πάω στα τσακίδια;

– Αφού το ξέρεις δε μπορώ. Δε μπορώ να σε βγάλω να δεις τον κόσμο. Αφού ο κόσμος δε θέλει να σε δει και να σε νιώσει. Μείνε μες τα σκεπάσματα κι εσύ! Δε θα σε πέταγα ποτέ. Γιατί όταν μεθώ και τρέχω ξυπόλητος στην πλατεία σε σκέφτομαι και τρέμω μη μου φύγεις, τότε που ‘μαι ευάλωτος και δεν σε συγκρατώ. Και τότες εσύ κρύβεσαι και ζέχνεις! Ανόητο ζιζάνιο, διαολεμένο κουφάρι της σκέψης μου!
-Γεράσιμε, σύνελθε. Τι θέλεις από ‘μένα; Να σε συχαίρω όποτε μπεκροπίνεις , που κατάφερες για άλλη μια φορά να ρεζιλέψεις την αφεντιά σου; Κουφάρι με ‘καμες εσύ κι εσύ με στολίζεις με σκέψεις διχόνοιας και παράνοιας, κάθε που νομίζεις πως αγγίζεις τον κόσμο με την ψευτολαλιά σου.

-Σταμάτα να γαβγίζεις, μικρό καταραμένο σκαθάρι! Θα σε λιώσω μ’ ακούς; Θα σε λιώσω, θα σε λιώσω!

– Με το να βαράς την κεφάλα σου την ξεραμένη -μέσα κι έξω- δε λιώνεις εμένα, ανόητε. Απλώς κρατάς για μια στιγμή παραπάνω τις βαριεστημένες, άθλιες και καταστεπτικές σκέψεις σου μόνο για ‘μένανε. Και μετά, ω μετά! Μετά σου φεύγουνε ροδάνι μοσχάρι βρωμερό και γίνεσαι πιο μικρός κι από μυρμήγκι. Και η φωνή σου γίνεται μουγκριτό ψείρας που μπέρδεψε τα μαλλιά με τα μακαρόνια και καταριέται π’ άφησε σε λάθος μέρος τα παιδιά της.

– Αφέντη, αφέντη! Σε παρακαλώ, συγχώρεσε με! Αλήθεια παραφέρθηκα. Πάλι θα φταίει το ποτό. Συγγνώμη αφέντη.

– Πάψε Γεράσιμε και τα ψευτοπαρακάλια σου τα ξέρω, εγώ τα ‘φτιαξα . Μα ήρθε η ώρα να ‘ποκάμεις! Απ’ αύριο κιόλας έχει θερισμό. Όλα θα τα θερίσεις Γεράσιμε, ό,τι ψέμα σούφρωσες και το ‘ντυσες ζουρλομανδύα θα το ξυλώσεις. Και μετά θ’ αρχίσεις τις αλήθειες Γεράσιμε. Άντε γιατί πέρασεν η ώρα και έφτασε σκοτάδι. Και το σκοτάδι δεν είναι μαύρο Γεράσιμε. Εσύ το ‘καμες μαύρο.

Σχόλια