Πώς θα χαρακτήριζε ο Πλάτωνας την τέχνη της Φωτογραφίας; Αποτελεί και αυτή μία σύγχρονη “μιμητική τέχνη”;
Σύμφωνα με μία κινέζικη παροιμία «Μία εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις» και αυτό γιατί αφενός μία εικόνα μπορεί να δημιουργήσει χιλιάδες συναισθήματα, και αφετέρου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πηγή πληροφόρησης ή ως τεκμήριο αλήθειας.
Μετά την εφεύρεση της πρώτης φωτογραφικής μηχανής το 1558 από τον Giovanni della Porta, η εικόνα έχει κυριαρχήσει στον τομέα της επικοινωνίας και της ενημέρωσης, αλλά εξίσου και ως μέσο έκφρασης.
Από την γέννησή της μέχρι την υπερκατανάλωση της και την εποχή των “selfies” η φωτογραφία αμφισβητήθηκε έντονα. Μετά από μια περίοδο διαμάχης μεταξύ ζωγράφων και φωτογράφων, κυριάρχησε η άποψη ότι η φωτογραφία βοήθησε στην απελευθέρωση της ζωγραφικής.
Ο Γουέστον αναφέρει ότι «η φωτογραφία έχει ήδη καταργήσει ή θα καταργήσει τελικά μεγάλο μέρος της ζωγραφικής – κάτι για το οποίο ο ζωγράφος πρέπει να της είναι βαθιά ευγνώμων». Τελικώς, η φωτογραφία αναγνωρίστηκε ευρέως ως τέχνη την εποχή που οι φωτογράφοι έπαψαν να μάχονται για τα “δικαιώματα” της να είναι τέχνη. Αυτό συνέβαλε στην είσοδο της φωτογραφίας στο μουσείο, γεγονός που αποτέλεσε την «νομιμοποίηση» της φωτογραφίας ως τέχνη.
Η πραγματικότητα που φέρει μία φωτογραφία αμφισβητήθηκε επίσης. Το ερώτημα κατά πόσο μια εικόνα απεικονίζει την αλήθεια απασχόλησε ήδη από πολύ νωρίς τον Πλάτωνα. Στην «αλληγορία του σπηλαίου» ο Πλάτωνας αμφισβητεί τις ιδιότητες των αισθήσεων ως μέσο κατανόησης της πραγματικότητας, στάση πλήρως αντίθετη με εκείνη του Αριστοτέλη ο όποιος θεωρούσε ότι μέσω των αισθήσεων αντιλαμβανόμαστε την αλήθεια.
Αφετηρία της ανάλυσης του Πλάτωνα αποτελεί η θεωρία του περί τον «Κόσμο των Ιδεών». Ο Πλάτωνας διαχωρίζει τον κόσμο των ιδεών από εκείνο των αισθήσεων. Πρόκειται για ένα διαχωρισμό του «εἶναι» και του «φαίνεσθαι». Σύμφωνα με τον Πλάτωνα ο κόσμος που ζούμε και αντιλαμβανόμαστε ως αληθινό δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία αντανάκλαση του κόσμου των ιδεών, ο οποίος τοποθετείται υπερουράνια, εκεί όπου βρίσκονται οι Θεοί.
Στον Μένωνα διαμορφώνεται η θεωρία της ανάμνησης βάσει της οποίας η ψυχή προϋπάρχει και ενσαρκώνεται σε πολλά σώματα. Στο διάστημα κατά το οποίο η ψυχή απέχει από το σώμα, περιπλανιέται στον ιδεατό κόσμο. Εκεί γνωρίζει τις «ιδέες» τα «ὄντως ὄντα».
Καθώς η ψυχή έχει περιπλανηθεί στον Κόσμο των ιδεών «τότε δεν υπάρχει τίποτε που να μην το έχει μάθει» (Μένωνας 81c). Με την είσοδο της στο σώμα, η ψυχή λησμονεί όλα όσα έχει γνωρίσει στον ιδεατό κόσμο, μπορεί όμως να τα θυμηθεί μέσω του συνειρμού.
Στον Φαίδωνα ο διάλογος στρέφεται γύρω από την αθανασία της ψυχής. Υπάρχουν τα «μεταβλητά» όντα και τα «αμετάβλητα». Μεταβλητά όντα θεωρούνται εκείνα που φθείρονται. Αντίθετα, τα αμετάβλητα όντα είναι όσα παραμένουν αυτούσια και δεν αλλάζουν.
Στα μεταβλητά ανήκουν όλα εκείνα που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις, ενώ στα αμετάβλητα βρίσκονται οι ιδέες. Πρόκειται για μία διάκριση των όντων σε ορατά και αόρατα.
Η ψυχή σύμφωνα με τον Πλάτωνα μοιάζει περισσότερο με τα αμετάβλητα όντα, ενώ το σώμα με τα μεταβλητά. Όταν η ψυχή χρησιμοποίει τις αισθήσεις για να οδηγηθεί στην γνώση ταλαντεύεται, ενώ όταν η ψυχή δεν απευθύνεται στα αισθητήρια όργανα του σώματος, γνωρίζει την αλήθεια.
Μία ψυχή που κατά τη διάρκεια της παραμονής της στον αισθητό κόσμο δεν οδηγηθεί στην απόλυτη γνώση, τότε θα αναλώνεται συνεχώς σε σώματα, δηλαδή σε συνεχείς μετεμψυχώσεις. Αντίθετα, η ψυχή που κατάφερε να φτάσει στην απόλυτη γνώση θα υψωθεί στον κόσμο των ιδεών.
Ο Πλάτωνας υποστηρίζει πως η ψυχή είναι η λογική, ενώ το σώμα υποκύπτει στα πάθη. Αυτός ο διαχωρισμός ισχύει όταν η ψυχή βρίσκεται στην τέλεια κατάσταση της, δηλαδή όταν δεν βρίσκεται στο σώμα.
Όταν η ψυχή εισέρχεται στο σώμα υποκύπτει και εκείνη στα πάθη, έτσι ο Πλάτωνας τη χωρίζει σε τρία μέρη, το λογιστικόν, το θυμοειδές και το επιθυμητικόν. Το λογιστικόν τοποθετείται στο κεφάλι γιατί αποτελεί το σπουδαιότερο μέρος της ψυχής. Το θυμοειδές στρέφεται προς το λογιστικόν, ενώ το επιθυμητικόν επειδή σχετίζεται με τις κατώτερες ορμές και επιθυμίες στρέφεται προς το σώμα.
Οποιαδήποτε αναφορά του Πλάτωνα στις μιμητικές τέχνες χαρακτηρίζεται υποτιμητική διότι θεωρεί πως αλλοιώνουν την πραγματικότητα καθώς απευθύνονται στο άλογο μέρος της ψυχής.
Συγκεκριμένα τοποθετεί την τέχνη της ζωγραφικής – που είναι παραπλήσια σε ένα βαθμό με εκείνη της φωτογραφίας- σε τρεις βαθμίδες μακριά από την αλήθεια. Η αλήθεια σύμφωνα με τον Πλάτωνα βρίσκεται στην Ιδέα ενός πράγματος το οποίο κατασκεύασε ο θεός π.χ. η Ιδέα-καρέκλα. Αυτή ήταν η πρώτη βαθμίδα. Στη συνέχεια ο άνθρωπος κατασκευάζει ένα αντίγραφο-απομίμηση αυτής της Ιδέας.
Τέλος, στην τρίτη βαθμίδα βρίσκεται ο πίνακας ζωγραφικής που πρόκειται για την απομίμηση της ήδη απομίμησης. Συνεπώς, βάσει της πλατωνικής θεωρίας γίνεται σαφές ότι η φωτογραφία παραπλανεί και ψεύδεται καθώς –τόσο για την δημιουργία της όσο και για την ερμηνεία της- στηρίζεται στις αισθήσεις, καθορίζοντας την μία σύγχρονη μιμητική τέχνη.
Στον αντίποδα αυτής της θεωρίας βρίσκονται σύγχρονοι θεωρητικοί όπως η Susan Sontag, η οποία υποστηρίζει πως η φωτογραφία φέρει ένα κομμάτι της πραγματικότητας, γι’ αυτό είναι το καλύτερο μέσο καταγραφής της.
Η πραγματικότητα όμως από μόνη της αποτελεί περίπλοκη έννοια, ο καθένας μας την αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο.
Κλείνοντας θα δανειστώ τα λόγια του Ρίτσαρντ Άβεντον «Και οι φωτογραφίες έχουν μία πραγματικότητα για μένα που οι άνθρωποι δεν έχουν. Είναι μέσα από τις φωτογραφίες που τους ξέρω. Ίσως είναι στη φύση του να είσαι φωτογράφος. Ποτέ δεν εμπλέκομαι πραγματικά. Δεν χρειάζομαι καμία αληθινή γνώση. Όλα είναι ζήτημα αναγνωρίσεων»