«10…6…3…2, καλή χρονιά!», ήταν η ιδιότυπη αντίστροφη μέτρηση του δημάρχου, όπως αυτή μεταδιδόταν σε απ’ ευθείας σύνδεση από το φαντασμαγορικό πάλκο που είχε στηθεί γι’ αυτό το σκοπό και, παρά την τεχνητή του λάμψη, υποκλινόταν με κάποια δόση ταπεινοφροσύνης στη φωταγωγημένη αίγλη της Ακρόπολης. Τα βεγγαλικά που εκτοξεύονταν σε κάποιο σημείο της πόλης είχαν στείλει ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν τις αντανακλάσεις τους και το σινιάλο τους μαζί για την αλλαγή του χρόνου. Ωστόσο, στο τέλος, επικράτησε ο νόμος του ψηφιακού σήματος και η ακόμα πιο αργοπορημένη πλην εθιμοτυπική πτώση του γενικού. Διακόπτη, όχι δείκτη. (Για φαντάσου, ίσως τελικά το πασχαλινό «δεύτε λάβετε φως» να είναι χριστουγεννιάτικη οφειλή…) Κι έπειτα… οι καθιερωμένοι διασταυρούμενοι ασπασμοί, τα γεμάτα φινέτσα και αυτοπεποίθηση τσουγκρίσματα των υψίκορμων κρυστάλλινων ποτηριών που τραντάζουν τις τανίνες του –ειδικού για την περίσταση- αφρώδους οίνου και η κοπή της πίτας. Ή, σε άπταιστη καθαρεύουσα, το «κοπή τη πίτα». Η χάραξη αρχικά, με  την ατέλεια του ανθρώπινου ματιού πάντα ύποπτη για μεροληψία, και κατόπιν η κατανομή των κομματιών, επιβεβλημένα περισσότερων από τον αριθμό των μελών της οικογένειας: «…κι επιπλέον, αυτό το κομμάτι για το σπίτι, αυτό για τον Χριστό, αυτό για τον Άι-Βασίλη και το τελευταίο…», «για τον άστεγο…», είπα ασυναίσθητα. Όσο σχολαστικά κι αν θρυμματίσαμε τα κομμάτια μας, το μόνο που καταφέραμε ήταν να δημιουργήσουμε ένα δελεαστικό έδεσμα για τα περιστέρια χωρίς να βρούμε κάποιο ίχνος αλουμινόχαρτου ανάμεσα στα «συντρίμμια». Αποκόλλησα μεταξύ τους και τα υπόλοιπα ακέραια κομμάτια και τότε μου γυάλισε στο μάτι η ασημίζουσα άκρη του περιβόητου φλουριού. Σφηνωμένο μέσα στην αφράτη ζύμη του «άστεγου κομματιού»… κατά το χρίσμα του «δήμιου». Υψώσαμε τα ποτήρια στην υγειά του με μια ψευδεπίγραφη συγκίνηση, περισσότερο ευγνωμοσύνη προς το τρίπτυχο της πίτας που την είχε γλιτώσει, και δυναμώσαμε τη μουσική για να συντονιστεί με τα ντεσιμπέλ του ενθουσιασμού ακόμα μιας νέας αφετηρίας. Ο οποίος διήρκεσε περί τη μία ώρα. Τόσο χρειάστηκαν όλοι στο σπίτι για να ναρκωθούν… στη φλοκάτη δίπλα στο δέντρο, στον καναπέ και στην καρέκλα.

Χωρίς δεύτερη σκέψη, γιατί κάθε δεύτερη σκέψη έχει ανίατη συνήθεια να καταλήγει σε ένα «άσ’ το μωρέ καλύτερα από πού κι ως πού…», τύλιξα το εκλεκτό κομμάτι σε ένα αλουμινόχαρτο και σ’ ένα δεύτερο πακέτο στρίμωξα τα υπόλοιπα τρία (Δε νομίζω να παρεξηγήθηκαν οι δικαιούχοι τους). Τσάκωσα από το σύνθετο με την κάβα ένα μπουκάλι με «δασκαλεμένο» ουίσκι και ανοίγοντας το συμβεβλημένο ντουλάπι, ξεχώρισα δύο κατάλληλα χαμηλά ποτήρια με λεπτά τοιχώματα και πτυχωτές βάσεις. Φόρεσα ένα δερμάτινο αδιαπέρατο μπουφάν και κουβάριασα σε μια σακούλα ακόμα ένα που είχα από καιρό παραγκωνίσει εξαιτίας μια σχισμής στην αριστερή του μασχάλη… Έβαλα την πραμάτεια που είχα συγκεντρώσει σε μία τσάντα πλάτης και κράτησα μόνο τα ποτήρια χύμα στο χέρι για να μη σπάσουν. «Καλή χρονιά κι όνειρα γλυκά…», ψέλλισα χαμογελώντας και τράβηξα την εξώπορτα.

Η παγωμένη ανάσα του «νέου», που μόλις είχε κάνει ποδαρικό, μούδιαζε τα άκρα μου τα οποία αδυνατούσα να χώσω μέσα στα δερμάτινα καβούκια τους γιατί κρατούσα τα ποτήρια που γρήγορα άρχισαν να θολώνουν. Περπάτησα για αρκετά λεπτά πριν αρχίσω να βαδίζω σε κάτι θεοσκότεινα σοκάκια που θαρρείς πως ο «νέος» παρέκαμψε στο διάβα του. Κι όταν άρχισα να αμφιβάλλω για τις επόμενες κινήσεις της διαδρομής μου, το άκουσα… Ελαφρώς φάλτσο, με κάποιο παράπονο στο ηχόχρωμά του αλλά και μία σιωπηρή περηφάνια, που η ατέλεια του ανθρώπινου αυτιού μετέφραζε ως ήχο ιερό. Μετά από δύο στροφές τον αντίκρισα, καθισμένο στο γνώριμο σημείο του. Πάνω σ’ ένα πολύχρωμο λεκιασμένο κουρέλι που αντιστεκόταν ικανοποιητικά στο σαράκι της υγρασίας και μία σκοροφαγωμένη αναμαλλιασμένη κουβέρτα που είχε γαντζώσει σαν μπέρτα γύρω από την πλάτη του. Στερεωμένος στον μουλιασμένο τοίχο ενός παλιού εγκαταλελειμμένου ιταλικού κτίσματος. Οι στρατιωτικές του γαλότσες έμοιαζαν πιο ηρωικές από ποτέ κι ας μην είχαν κορδόνια. Το μαύρο τους προεκτεινόταν σε ένα βαμβακερό στενό παντελόνι που με την ασφυκτική του πίεση συγκρατούσε τη θερμότητα εντός και το «οχυρό» συμπληρωνόταν από ένα εκκεντρικό πλεχτό πουλόβερ με περίτεχνους σχηματικούς και χρωματικούς συνδυασμούς που μπλέκονταν στην κορυφή τους με τον ατόφιο γραφίτη της ανεπτυγμένης του γενειάδας. Μετά βίας διέκρινες την τσαλακωμένη του επιδερμίδα γύρω από τα μάτια και τα απολιθωμένα πλέον κύματα στο κούτελό του, έτσι όπως σκιάζονταν από τον μπερέ που φορούσε στο κεφάλι και τις χυτές τούφες των μαλλιών του. Αν και όλα αυτά σου διέφευγαν στην πρώτη ανάγνωση. Την προσοχή σου μαγνήτιζε κατευθείαν το πεδίο των χεριών του. Με τα τρύπια, στις θέσεις των δαχτύλων, γάντια του. Από ατυχία ή κι από σκόπιμη διευκόλυνση του ευλαβικού έργου του. Με το αριστερό χέρι στηριγμένο στο ανορθωμένο λυγισμένο του πόδι, κρατούσε τον σπασμένο κορμό του «όπλου» του. Και με το δεξί, γρατζουνούσε με τη βοήθεια των σκληρών κι αιχμηρών του νυχιών τις χορδές. Ένα τραυματισμένο μαντολίνο χωρίς σαφή ταυτότητα και ηλικία που το είχε περισυλλέξει πριν αρκετά χρόνια από τα σκουπίδια αναγνωρίζοντας στο λαβωμένο σκελετό του το καλλίγραμμο μαντολίνο και τα μυστικά του που είχε αρχίσει να ανακαλύπτει σε μία άλλη εποχή ως παιδί… όπως κάποτε μου εκμυστηρεύτηκε. «Το μαντολίνο του λοχαγού Κουρέλι», μου είχε πει γελώντας αυτοσαρκαστικά…

Αντιλήφθηκε την παρουσία μου χωρίς να σταματήσει το σκοπό του παρά μόνο κάγχασε κλείνοντας μου το μάτι. Τον πλησίασα, χωρίς να βγάλω άχνα, ακούμπησα προσεκτικά τα ποτήρια στην άκρη του κουρελιού του, ξεκρέμασα την τσάντα από την πλάτη μου και κάθισα στο νωπό πλακόστρωτο. Έβγαλα από την τσάντα το μπουκάλι με το ουίσκι κι έσταξα δύο γενναίες ποσότητες στα ποτήρια. Φαινομενικά συνέχισε να με αγνοεί αφοσιωμένος στην αυτοσχέδια μελωδία του ωστόσο διέκρινα ένα σπινθήρισμα στο βλέμμα του. Ξετύλιξα το αλουμινόχαρτο με το τυχερό του κομμάτι και τράβηξα ελαφρώς το φλουρί ώστε να είναι εμφανές κλείνοντάς του το μάτι. Σήκωσα το ποτήρι μου, το τσούγκρισα με το δικό του κι ανασηκώθηκα στιγμιαία σε ένδειξη σεβασμού: «Καλή σου χρονιά Λοχαγέ… στην υγειά σου.»

Τίτλοι τέλους κι αρχής: https://www.youtube.com/watch?v=HCp39QIVGJE

Original black & white photo by Lee Jeffries

Original black & white photo by Lee Jeffries

 

Σχόλια