Μία γνωστή ρήση υποστηρίζει ότι : «ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για το μεγαλύτερο καλό αλλά και το μεγαλύτερο κακό συγχρόνως» και μία περίπτωση καταφανούς απόδειξής του είναι η θανατική ποινή. Οι ανθρώπινες κοινωνίες σε όλα τα στάδια της ιστορικής εξέλιξής τους, συνοδεύονται από τη βία και το έγκλημα ενώ η αντιμετώπισή τους καθώς και η τιμωρία των εγκληματιών αποτέλεσαν ζητήματα προβληματισμού από πολύ νωρίς. Η θανατική ποινή ως μέσο κολασμού που απειλούσε τα βαρύτερα των εγκλημάτων έχει μια μακραίωνη ιστορία καθώς αναφορές της υπάρχουν στις πρώτες ανατολικές θρησκείες, στην Ελληνική μυθολογία, συνεχίζει στο Μεσαίωνα και σε εποχές που η προστασία της ανθρώπινης ζωής δεν θεωρούνταν αυτονόητη  και φτάνει μέχρι τη σημερινή εποχή όπου πλέον η ανθρώπινη ζωή έχει αποτελέσει αναμφισβήτητο πανανθρώπινο δικαίωμα, αναφαίρετο και κατοχυρωμένο τόσο συνταγματικώς όσο και με αμέτρητες διεθνείς συμβάσεις.

Η εφαρμογή της θανατικής ποινής ή όχι αποτελεί μέχρι σήμερα ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα της αντεγκληματικής πολιτικής που διχάζει κοινή γνώμη, πολιτικούς και επιστήμονες. Συγκεκριμένα η θανατική ποινή τυγχάνει υποστήριξης από μεγάλη μερίδα πολιτών καθώς θεωρείται  σύμβολο ασφάλειας αλλά και βέβαιος τρόπος  περιστολής της εγκληματικότητας. Όσον αφορά τους πολιτικούς, αντιμετωπίζουν το θέμα βάση των ιδεολογικών αντιλήψεων που εκφράζει το πολιτικό κόμμα στο οποίο ανήκουν ενώ οι επιστήμονες προσπαθούν να λύσουν το ζήτημα χρησιμοποιώντας  ένα συνδυασμό επιχειρημάτων από επιστήμες όπως η στατική, η ψυχολογία ,οι ηθικές-ανθρωπιστικές επιστήμες  κ.α. καταλήγοντας εν τέλει να παραμένουν χωρισμένοι στους υποστηρικτές της και σε αυτούς που τάσσονται υπέρ της  κατάργησής της.

Στις σύγχρονες κοινωνίες λοιπόν, παρά τους τόσους αγώνες ανά τους αιώνες και την αναγνώριση πλέον της ζωής ως υπέρτατο δικαίωμα και προϋπόθεση για την ύπαρξη όλων των υπολοίπων, χαρακτηριστικό που οδηγεί πολλούς στο να το αποκαλούν «φυσικό δικαίωμα»,   η θανατική ποινή συνεχίζει να εφαρμόζεται, κυρίως σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ και σε πολλές ανατολικές χώρες ενώ στην Ευρώπη έχει πλέον καταργηθεί και  αποτελεί παρελθόν.  Με το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ καθιερώνεται  η απόλυτη προστασία του δικαιώματος της ζωής κάθε ανθρώπου και με την έννοια ότι κάθε κράτος θα πρέπει αφενός να θεσπίζοντας νόμους να απαγορεύει την επιβολή της θανατικής ποινής από τα κρατικά όργανα και αφετέρου να λαμβάνει τα κατάλληλα  μέτρα ώστε να προστατεύει τους πολίτες του από οποιονδήποτε επιβουλεύεται τη ζωή τους. Επίσης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του αρ. ΙΙ-62  «κανείς δεν μπορεί να καταδικαστεί στην ποινή του θανάτου ούτε να εκτελεστεί».

Στη χώρα μας,  ο τελευταίος Έλληνας πολίτης εκτελέστηκε το 1972 μετά από καταδίκη του σε θανατική ποινή για ποινικό αδίκημα. Ήταν η τελευταία εκτέλεση που έλαβε χώρα σε ελληνικό έδαφος καθώς από το 1974 και μετά η θανατική ποινή δεν ξαναεφαρμόστηκε μέχρι που καταργήθηκε με νόμο το 1994 και συνταγματικά το 2001 με το άρθρο 7 παρ.2 όπου η αντίστοιχη διάταξη διατυπώνεται ως εξής: «Θανατική ποινή δεν επιβάλλεται εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο νόμο για κακουργήματα τα οποία τελούνται σε καιρό πολέμου και σχετίζονται με αυτόν».

 

 ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΘΑΝΑΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ

Παρά τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, σε πολλές δημοκρατικές χώρες σήμερα καθώς  και στην Ελλάδα αρκετές φορές επανέρχεται στο προσκήνιο το συγκεκριμένο θέμα καθώς πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν την επαναφορά της εφαρμογής της  θανατικής ποινής ως μέσο κολασμού με τα κυριότερα επιχειρήματά τους να συνοψίζονται στα εξής:

Α) Η θανατική ποινή έχει απίστευτη εκφοβιστική και προληπτική δύναμη καθώς ο φόβος της ποινής του θανάτου  αποθαρρύνει τον εγκληματία από την τέλεση εγκλήματος .Πολλοί επιστήμονες αναφέρουν ότι ακόμα και η φυλάκιση και οι λοιπές ποινές που επιβάλλονται από το ποινικό μας σύστημα λειτουργούν αποθαρρυντικά για τους μελλοντικούς εγκληματίες  πόσο μάλλον η γνώση ότι μετά την τέλεση της πράξης , τους περιμένει η εκτέλεση. Αν λοιπόν τιμωρούνταν τόσο αυστηρά κάποια εγκλήματα πολλοί που τώρα προβαίνουν στην τέλεση αυτών σίγουρα θα αποθαρρύνονταν.

Β) Η ισάξια ανταπόδοση είναι η μόνη που αρμόζει σε άτομα που έχουν αφαιρέσει κάποια ανθρώπινη ζωή  αλλά και σε περιπτώσεις  άλλων εγκλημάτων  που πλήττουν σοβαρά μια ανθρώπινη ζωή όπως είναι οι βασανισμοί, οι βιασμοί , η παιδεραστία, η εμπορία ναρκωτικών κ.ά. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να τιμωρηθούν τέτοιοι εγκληματίες που τυγχάνουν της κατακραυγής του κόσμου και συχνά χαρακτηρίζονται από την κοινή γνώμη ως «ανθρωπόμορφα τέρατα» αν όχι με την εσχάτη των ποινών που είναι η ποινή του θανάτου;

Γ) Η δικαίωση της οικογένειας του θύματος, επέρχεται μόνο με τη θανάτωση του δράστη. Κυρίως σε περιπτώσεις δολοφονιών, πέρα από την τιμωρία του δράστη ένα σημαντικό ζήτημα που προκύπτει είναι και η δικαίωση των συγγενών και του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντος του θύματος  οι οποίοι είναι πολύ πιθανόν να ζητούν εκδίκηση. Στην περίπτωση αυτή η θανατική ποινή έχει διπλό ρόλο καθώς και ανακουφίζει ψυχικά την οικογένεια του θύματος αλλά και  αποφεύγονται έτσι φαινόμενα αυτοδικίας που παρατηρούνται πολύ συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις και μπορεί να καταλήγουν σε έναν αιματηρό κύκλο αντεκδίκησης.

Δ) Η ισόβια κάθειρξη  (20 χρόνια) που απειλεί σήμερα τα βαρύτερα των  εγκλημάτων δεν εγγυάται ότι ο δράστης δεν θα ξαναπροβεί στην τέλεση του ίδιου εγκλήματος. Εις επίρρωση, ανάλογα με την κοινωνική και οικονομική δύναμη που διαθέτει ο δράστης, παρατηρείται το φαινόμενο η ισόβια κάθειρξη να μετατρέπεται ή να εξαγοράζεται με αποτέλεσμα ο δράστης μέσα σε λίγα χρόνια να είναι πάλι ελεύθερος και σε μεγάλο βαθμό να παραμένει ατιμώρητος. Ο εγκλεισμός κάποιου στη φυλακή ακόμη και αν είναι για όλη του τη ζωή (περιπτώσεις καταδίκης σε δις και τρις ισόβια) δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι ο δράστης δεν θα διαπράξει το ίδιο έγκλημα και μέσα στη φυλακή αλλά ούτε και μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο μιας πιθανής απόδρασής του. Η θανατική ποινή είναι η μόνη ποινή που μπορεί να εγγυηθεί τη σίγουρη τιμωρία του δράστη χωρίς να αφήνει κανένα περιθώριο αλλά είναι και η μόνη περίπτωση που οι εγκληματίες στέκονται ισάξια απέναντι στο νόμο, ανεξάρτητα από το ποιοι είναι.

Ε) Η θανατική ποινή, με την προϋπόθεση ότι αυτή γίνεται άμεσα,  δεν επιβαρύνει το κράτος οικονομικά. Η λειτουργία των φυλακών απαιτεί μεγάλες οικονομικές δαπάνες με τις οποίες καταλήγει τελικά να επιβαρύνεται ο απλός φορολογούμενος πολίτης.   Επιπροσθέτως, ο μακροχρόνιος εγκλεισμός κάποιου στη φυλακή επιτείνει το φαινόμενο της υπερφόρτωσης των σωφρονιστικών ιδρυμάτων που έχει ως αποτέλεσμα να  επικρατούν σε αυτά άθλιες και απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης λόγω του πολύ μεγαλύτερου αριθμού κρατουμένων που  αναγκάζονται να φιλοξενούν από αυτόν που κανονικά θα έπρεπε και που είναι σχεδιασμένα να φιλοξενούν.

ΣΤ) Πλέον η επιστήμη και η τεχνολογία στις μέρες μας, είναι τόσο εξελιγμένες που μπορείς να αναλύσεις σκηνές εγκλήματος με πάσα ακρίβεια. Ιδιαίτερα η μέθοδος του DNA η οποία καθιστά το περιθώριο λάθους σε μηδενικά ποσοστά δεν αφήνει περιθώρια δικαστικής πλάνης.  Στις περιπτώσεις όπου δε χωράει αμφιβολία για το δράστη του εγκλήματος, πρέπει να τιμωρείται παραδειγματικά.

Ζ) Η πολιτεία έχει το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας και της αυτοπροστασίας απέναντι στους «εχθρούς» της, σε αυτούς δηλαδή που επιλέγουν να μην συμμορφωθούν με τους νόμους της και καταλήγουν να αποτελούν κίνδυνο για τους πολίτες της . Με τη θανατική ποινή εξουδετερώνει και αχρηστεύει εντελώς όλους αυτούς τους επικίνδυνους εγκληματίες ενώ αποσοβείται ο κίνδυνος της επανάληψης τέτοιων φρικτών εγκλημάτων.

Πράγματι η θανατική ποινή είναι μια ποινή που η εφαρμογή της χάνεται στα βάθη των αιώνων και συναντάται ακόμη και σε λαούς που έχουν να επιδείξουν μεγάλους πολιτισμούς . Ο ίδιος ο Πλάτωνας στην αρχαία Ελλάδα συνδύασε την ιδέα της ασφάλειας με την ευγονία, ως αιτιολογία για τη θανατική ποινή, χαρακτηρίζοντας το φονιά ως «ανιάτως όντα», διότι παρά την αγωγή και την παιδεία «ουκ απέσχετο των μεγίστων κακών». Στον Πρωταγόρα ακόμη υποστηρίζει ότι αυτόν τον εγκληματία θα πρέπει «εκβάλειν εκ των πόλεων ή αποκτείνειν». Την ίδια άποψη συναντάμε και σε φιλοσόφους πολύ αργότερα της εποχής του Πλάτωνα όπως ο Λομπρόζο οι οποίοι διατείνουν ότι  ο γεννημένος εγκληματίας είναι ένα κατώτερο βιολογικό είδος χωρίς ομαλή βιολογική εξέλιξη που θα πρέπει να αποβάλλεται από το σώμα της κοινωνίας. Τέλος, η γνώμη που υποστηρίζει ο Καντ είναι ότι δεν υπάρχει υποκατάστατο της ποινής του θανάτου, ως της δίκαιης ποινής για τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας. Έτσι η ποινή του θανάτου καταλήγει να αντιστοιχεί προς τη «φυσική επιλογή στον αγώνα περί υπάρξεως».

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΘΑΝΑΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ

Παρά το σχετικά μεγάλο αριθμό τους και την ιστορική και φιλοσοφική θεμελίωσή τους, τα επιχειρήματα υπέρ της επιβολής της θανατικής ποινής συναντούν έναν ισχυρότατο αντίλογο με τις βασικές του θέσεις να συνοψίζονται στα εξής:

1) Η θανατική ποινή δεν προλαμβάνει κανένα έγκλημα. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για καθ’ έξιν εγκληματίες ή ψυχρούς και φανατισμένους δολοφόνους οι οποίοι δεν υπολογίζουν καθόλου τη θανατική ποινή αφού πολλοί από αυτούς δεν διστάζουν να συμμετέχουν ακόμη και σε επιχειρήσεις αυτοκτονίας. Άλλωστε και στατιστικές πολλών χωρών έδειξαν ότι μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής δεν αυξήθηκαν τα  κακουργήματα. Στη Δανία για παράδειγμα το 1944 όταν οι Γερμανικές αρχές κατοχής διέλυσαν τη δανική αστυνομία επειδή τις σαμποτάριζε, αυξήθηκε ο αριθμός των εγκλημάτων γενικά, με εξαίρεση τις ανθρωποκτονίες και τα βαριά σεξουαλικά εγκλήματα, που έμειναν ανεπηρέαστα από το φόβο της αποκάλυψης και της τιμωρίας, παρ’ όλο που αυτά μπορούσαν να επισύρουν θανατική ποινή. Με άλλα λόγια, η αύξηση ή μείωση της πιθανότητας επιβολής θανατικής ποινής δεν επηρεάζει τους δράστες βαριών εγκλημάτων.

2) Το σύστημα «οφθαλμός αντί οφθαλμού» είναι αναχρονιστικό και δεν μπορεί να εφαρμόζεται στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες. Δεν μπορεί η κοινωνία να εφαρμόζει ως ποινή την ίδια η εγκληματική πράξη για την οποία κατηγορεί και καταδικάζει  το δράστη καθώς έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος βίας. Με την επιβολή της θανατικής ποινής το κράτος μετατρέπεται σε ένα νομιμοποιημένο δολοφόνο με τη δική μας συναίνεση. Αν λοιπόν δίνουμε στο κράτος το δικαίωμα να δολοφονεί τους πολίτες του, τότε του δίνουμε το δικαίωμα να παραβιάσει και άλλα δικαιώματα.

3) Μπορεί με τη θανατική ποινή να επέρχεται ψυχική δικαίωση της οικογένειας του θύματος αλλά με το θάνατο του δράστη το θύμα δεν επιστρέφει στη ζωή. Άλλωστε η θανάτωση του δράστη είναι μια απόφαση την οποία δεν παίρνει το ίδιο το θύμα αλλά η οικογένεια του για λογαριασμό του χωρίς να είναι σίγουρη αν και το θύμα θα είχε την ίδια επιθυμία.

4) Ένα από τα σημαντικότερα μείον της θανατικής ποινής είναι το μη αναστρέψιμο αυτής σε περίπτωση δικαστικής πλάνης. Παρά την πρόοδο της εγκληματολογίας και της βιοιατρικής οι οποίες έχουν ανακαλύψει διάφορες επιστημονικές μεθόδους για την εξιχνίαση εγκλημάτων, με κυριότερη και πιο γνωστή τη μέθοδο ανάλυσης DNA, η οποία εγγυάται υψηλά ποσοστά ακρίβειας, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που αυτές αποδεικνύονται λανθασμένες και οδηγούν στην καταδίκη λάθος ανθρώπων. Ανάλογη είναι και η περίπτωση όταν υπάρχουν ελαφρυντικά υπέρ του δράστη τα οποία δεν μπορούν να αποδειχθούν και αποδεικνύονται σε χρόνο μεταγενέστερο της εκτελέσεως.

5) Η λειτουργία των φυλακών μπορεί να είναι οικονομικά ζημιογόνος για το κράτος και ιδιαίτερα για τους πολίτες που επωμίζονται το οικονομικό βάρος της συντήρησής τους, αποτελεί όμως ένα «αναγκαίο κακό» , μια βασική προϋπόθεση για την διασφάλιση της προστασίας των πολιτών από άτομα που αποτελούν απειλή για το κοινωνικό σύνολο. Άλλωστε η οικονομική επιβάρυνση που προκαλείται από τους καταδίκους για τα εγκλήματα που απειλούν θανατική ποινή είναι αναλογικά πολύ μικρότερη σε σχέση με αυτή που προκαλείται από τους καταδίκους άλλων εγκλημάτων όπως πχ.  κατά της τιμής, των ηθών, της δημόσιας ασφάλειας κλπ. Άλλωστε η οικονομική επιβάρυνση του κράτους δεν μπορεί να σταθεί ως επιχείρημα απέναντι σε επιχειρήματα όπως είναι η αξία της ανθρώπινης ζωής.

6) Το σωφρονιστικό σύστημα δεν πρέπει να αποβλέπει στην εκδίκηση αλλά να έχει σωφρονιστικό χαρακτήρα με τελική επιδίωξη την διόρθωση, επανένταξη και επανακοινωνικοποίηση του εγκληματία. Η θανατική ποινή ακυρώνει τη λειτουργία αυτή του σωφρονιστικού συστήματος και εξαλείφει κάθε πιθανότητα μετάνοιας και μεταμέλειας από τον εγκληματία καθώς «εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια».

7) Βασικότερο καθήκον και πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας αποτελεί ο σεβασμός και η προστασία της ανθρώπινης ζωής και της αξίας της προσωπικότητας του κάθε ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος του 1975). Ο εγκληματίας παρόλη την παραβατική συμπεριφορά του δεν στερείται την ανθρώπινη ιδιότητά του και η ζωή του δεν μπορεί να εξαιρεθεί αυτής της προστασίας. Σε κάθε δημοκρατικό καθεστώς η ανθρώπινη ζωή οφείλει να προστατεύεται απόλυτα χωρίς να εξαρτάται από καμία παράμετρο. Μόνον σε αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα συναντάται το φαινόμενο της περιφρόνησης της ανθρώπινης αξίας σε άτομα που εγκλημάτησαν.

8) Η θανατική ποινή  με το βάναυσο και απάνθρωπο χαρακτήρα της προκαλεί το κοινό αίσθημα, φανατίζει και εξάπτει το μίσος διχάζοντας την κοινωνία. Γενικά η χαλάρωση ή η υπερβολική αυστηρότητα στην επιβολή των ποινών μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά για την κοινωνική σταθερότητα, επιφέροντας αναταραχές, συγκρούσεις, αναρχία και να οδηγήσει ακόμα και στην διάλυση της κοινωνίας. Όλα αυτά αποδεικνύουν την αναποτελεσματικότητα του σωφρονιστικού συστήματος να διατηρήσει την έννομη τάξη με ηπιότερα προληπτικά μέτρα και οδηγεί στην ηθική καταρράκωση της κοινωνίας.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Σκοπός της ποινής θα πρέπει να είναι ο σωφρονισμός του εγκληματία, η αναμόρφωση του χαρακτήρα του με τη συνειδητοποίηση της πράξης του και του τιμήματος που πληρώνει και η προετοιμασία για την επανακοινωνικοποίησή του για οποιοδήποτε έγκλημα και αν έχει αυτός διαπράξει. Μέσα από την επιβολή των ποινών τονίζεται η ανάγκη του αλληλοσεβασμού και της αποδοχής των κανόνων της κοινωνίας, ενισχύεται η κοινωνική συνείδηση. Η ποινή ηθικοποιεί, εξανθρωπίζει, προϊδεάζει τον πολίτη για τις συνέπειες της απειθαρχίας του και του θυμίζει τις υποχρεώσεις του απέναντι στην πολιτεία. Όλες αυτές οι λειτουργίες της ποινής παύουν να υπάρχουν όταν πρόκειται για την εσχάτη των ποινών, τη θανατική ποινή, η οποία πέρα από τον εκφοβιστικό της χαρακτήρα, ο οποίος ακόμα αμφισβητείται, όχι μόνο δεν δίνει στον εγκληματία την ευκαιρία να αλλάξει και να κοινωνικοποιηθεί αλλά αποτελεί και κατάφωρη παραβίαση του δικαιώματος της ζωής του. Η ανθρώπινη ζωή είναι αγαθό απαραβίαστο και η κρατική εξουσία δεν έχει κανένα δικαίωμα να την αφαιρεί για κανένα απολύτως λόγο. Η πολιτεία δεν μπορεί να μεριμνά πρώτα για την αυτοπροστασία της και μετά για τη προστασία των πολιτών της. Σε μια εποχή πολιτισμικής προόδου, η εκτέλεση της θανατικής ποινής, ακόμα και για το πιο στυγερό έγκλημα, αποτελεί παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η θανατική εκτέλεση αποτελεί τη μέγιστη ηθική και φυσική βλάβη που μπορεί να υποστεί ένα άτομο από την πολιτεία.

Σχόλια