Επιμέλεια: Κατερίνα Τσαρούχα, Ευαγγελία Δημηνάκη

Δεν είναι λίγες οι φορές που, συζητώντας με φίλους περί ταινιών, η μεγάλη πλειοψηφία τους μου πρότεινε την “Casablanca”. Πάντα ρωτούσα γιατί και η μόνη απάντηση που έπαιρνα ήταν απλά: «Δες τη, δες τη». Από περιέργεια κάποια στιγμή θυμάμαι πως έψαξα στο Google φωτογραφίες και μουσική της ταινίας και η εντύπωση που σχημάτισα ήταν η εξής: ρομαντικούρα. Και ξέρετε τι;

ΔΕΝ ΕΨΑΞΑ ΚΑΘΟΛΟΥ ΚΑΛΑ.

Πρόσφατα πήρα επιτέλους την απόφαση να δω την ταινία και αναλογιζόμουν μετά πόσο έξω έπεσα στις εκτιμήσεις μου. Η “Casablanca” όχι απλά δεν είναι “ρομαντικούρα”, αλλά παρουσιάζει ένα εκπληκτικό πάντρεμα του πολιτικού-πολεμικού στοιχείου με τον συναισθηματισμό και την ηθική.

Σαν σήμερα 26 Νοεμβρίου του 1942, εν μέσω πολέμου, κάνει πρεμιέρα στους Αμερικάνικους κινηματογράφους και περίπου ένα χρόνο αργότερα έρχεται και στην Ελλάδα. Η ανταπόκριση του κοινού μεγάλη αλλά και η επιβράβευση από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου ακόμα μεγαλύτερη αφού την προτείνει ως καλύτερη ταινία της χρονιάς, βραβείο που δυστυχώς έχασε από την ταινία Ναυάγιο στα Νερά της Κρήτης (In Which We Serve, 1942) του Noel Coward. Η ταινία συνέχισε την ανοδική της πορεία λαμβάνοντας οκτώ υποψηφιότητες για Όσκαρ, αποσπώντας τρία (Καλύτερης ταινίας, Καλύτερου Σεναρίου, Καλύτερης Σκηνοθεσίας). Το αξιοσημείωτο βέβαια είναι ότι ακόμα και όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα της ταινίας (25 Μαΐου 1942) το σενάριο ήταν ημιτελές. Η αρχή των γυρισμάτων συνέπεσε με τον βομβαρδισμό του Pearl Harbor, οπότε οι σεναριογράφοι Julius και Philip Epstein αναγκάζονται να ασχοληθούν με τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ Why We Fight. Λέγεται ότι μόλις 2 μέρες πριν το τέλος των γυρισμάτων η Ιlsa έμαθε αν θα ακολουθήσει τον Rick ή τον σύζυγο της Victor. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που οι ερμηνείες τους συγκλονίζουν.

H υπόθεση της ταινίας εκτυλίσεται κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Casablanca, όπου ο Rick (Humphrey Bogart), ένας εξόριστος Αμερικανός, διευθύνει το μεγαλύτερο κέντρο διασκέδασης της πόλης, το “Rick’s Bar”. Όταν ο Γερμανός Στρατηγός Strasser (Conrad Veidt) καταφτάνει στην Καζαμπλάνκα, ο αξιωματικός της γαλλικής αστυνομίας Renault κάνει ό,τι μπορεί για να τον ευχαριστήσει, υπόσχεται επίσης να του παραδώσει τον διάσημο Τσέχο αρχηγό της Αντίστασης Victor Lazlo (Paul Henreid). Ο Lazlo εμφανίζεται στο κέντρο διασκέδασης του Rick μαζί με τη σύζυγό του Ilsa (Ingrid Bergman), με την οποία ο Rick είχε ερωτική σχέση για μικρό διάστημα στο Παρίσι. Όντας και οι δυο ακόμα πολύ ερωτευμένοι σχεδιάζουν να το σκάσουν μαζί χρησιμοποιώντας τις άδειες διακίνησης. Το αρχικό τους σχέδιο αλλάζει όμως λίγο…

CasablancaΜέσα σε σχεδόν δύο ώρες υπέροχης φωτογραφίας, για τα δεδομένα της εποχής, και με τις μοναδικές ερμηνείες του Humphrey Bogart ως Richard “Rick” Blaine και της Ingrid Bergman ως Ilsa Lund, καθώς και του υπόλοιπου αξιέπαινου καστ, το κοινό δεν έχει παρά να αντιληφθεί την αντιναζιστική προπαγάνδα που ο Michael Curtiz θέλησε να προωθήσει. Η μαγεία της ταινίας όμως δε σταματά εκεί.

Από την αρχή, αυτό που παρατήρησα ήταν τα έντονα στοιχεία πολυπολιτισμικότητας, και κατ’ επέκταση πολυγλωσσίας, που χαρακτηρίζουν την ταινία ως το τέλος. Βρισκόμαστε στο Μαρόκο, στις αρχές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και όλες οι διέξοδοι από την Ευρώπη προς την “σωτήρια” Αμερική έχουν κλείσει. Μόνη λύση για τους έχοντες θάρρος, δύναμη και χρήμα είναι να ταξιδέψουν ως το Μαρόκο και από εκεί να κάνουν τα αδύνατα δυνατά ώστε το Γαλλοκρατούμενο κράτος να τους εξασφαλίσει άδεια αναχώρησης προς την Αμερική. Κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας εν γένει, προφανώς το κατακτηθέν κράτος θα φέρει πολιτισμικά χαρακτηριστικά του κατακτητή. Στην προκείμενη περίπτωση, το γεγονός αυτό λειτουργεί θετικά, φέροντας σε μεγάλη αντίθεση την ποικιλία πολιτισμών και γλωσσικών ακουσμάτων, που προωθούν έναν οικουμενικό χαρακτήρα της ανθρωπότητας, με τα ναζιστικά ιδεώδη περί Αρίας φυλής και υποτίμησης των πολιτισμών ανά τον κόσμο.

Πέραν αυτού, σημαντική είναι η προβολή της μεγάλης διαφοράς των τάξεων της χώρας, που όμως χάρη στο μαγνητισμό της τζαζ μουσικής και του εξωτικού τοπίου αποκτά ένα πιο ανάλαφρο και κωμικό χαρακτήρα. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα υποδεχόμαστε και την αναζωπύρωση του έρωτα των πρωταγωνιστών, έρωτα ουσιαστικού και βαθύ, που πληγώνει και ισοπεδώνει μέσα από το άκουσμα μιας μελωδίας (ο Dooley Wilson μεταμορφώνεται στον πιστό και ταλαντούχο Sam και με τη φωνή και τα δάχτυλά του στο πιάνο μας χαρίζει λεπτά απείρου κάλλους), μέσα από τα βουρκωμένα βλέμματα και τις βαθειές ανάσες, τόσο αληθινά δοσμένες, που αν είσαι ερωτευμένος ή πληγωμένος δεν μπορείς παρά να αφουγκραστείς το βάρος στο στήθος του Rick και της Ilsa.

Πάνω απ’ όλα όμως, αυτό που η ταινία προωθεί και υποστηρίζει καθ’ όλη τη διάρκειά της είναι η αξία και η σημασία της ανθρωπιάς που μπορεί κανείς να προσφέρει με πράξεις απειροελάχιστες, μα απύθμενα ανατρεπτικές για τη ζωή ενός, λίγων, του κόσμου ολόκληρου. Ο Rick και ο εν τέλει φίλος του Captain Louis Renault είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα που αποδεικνύουν πως παρ’ όλα τα προσωπικά κολλήματα του καθενός, η ένδειξη ανθρωπιάς είναι πρακτική απαραίτητη για την συλλογική και προσωπική ολοκλήρωση.

Στο τεχνικό, τώρα, κομμάτι, αυτό που εντυπωσιάζει είναι ότι η Ilsa καθόλη την διάρκεια της ταινίας φαίνεται να έχει μια εξωπραγματική λάμψη καθώς επίσης και ότι τα μάτια της ‘γυαλίζουν’ σχεδόν σε όλα τα πλάνα της ταινίας. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι ο Arthur Edeson χρησιμοποίησε σκοτεινό φωτισμό που παραπέμπει στα φιλμ νουάρ και το γερμανικό εξπρεσιονισμό. Eπιπλέον ο Rick σπάνια εμφανίζεται χωρίς να είναι το μισό του πρόσωπο στη σκιά ενισχύοντας έτσι τον σκληρό και απρόβλεπτο χαρακτήρα του.

Όσον αφορά στη διαχρονικότητα της “Casablanca”, αυτή αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο γεγονός ότι 6 ατάκες της βρίσκονται στις λίστα με τις κλασικότερες όλων των εποχών, στον πίνακα του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου:

1)«Here’s looking at you, kid»-Στην καλή σου τύχη, μικρή (5η θέση)

2)«Louis, I think this is the beginning of a beautiful friendship»-Λούι, νομίζω ότι αυτή είναι η αρχή μιας υπέροχης φιλίας (20η)

3)«Play it, Sam. Play “As Time Goes By”» -Παίξ’ το Σαμ. Παίξε το τραγούδι “As Time Goes By” (28η)

4)«Round up the usual suspects»-Μαζέψτε τους συνήθεις ύποπτους (32η)

5)«We ‘ll always have Paris»- Θα έχουμε πάντα το Παρίσι (43η)

6)«Of all the gin joints in all the towns in all the world, she walks into mine»-Απ’ όλα τα μπαρ σε όλες τις πόλεις του κόσμου, αυτή μπαίνει στο δικό μου (67η)

Αν θέλετε να δείτε μια ταινία από την μια αισθηματική αλλά και έντονα πατριωτική (μην ξεχνάμε ότι γυριζόταν την περίοδο του πολέμου) χωρίς ποτέ να γίνεται μελό είναι η ιδανική επιλογή.

“Here’s looking at you kid.”

“Louie, I think this is the beginning of a beautiful friendship.”

Σχόλια