«Ίσως να είναι καλύτερα τώρα», είπε η μάνα μου.

Εγώ έβγαινα από το σαλόνι και σκεφτόμουν «Νεκρός».

Άκου εκεί «ίσως να είναι καλύτερα». Ναι, ίσως για εκείνη, για τον πατέρα μου, για τη φήμη τους στους κύκλους μας, για τα λεφτά. Όλα για τα λεφτά.

Είναι νεκρός. Νεκρός!

Διασχίζω το διάδρομο. Φτάνω στην πόρτα. Το δωμάτιό μου φαίνεται διαφορετικό. Άδειο. Γκρίζο και σκοτεινό, σαν τις σκέψεις μου. Σαν τη διάθεσή μου.

Γιατί να το κάνει αυτό; Γιατί;

Κάθομαι στο πάτωμα. Η πλάτη μου αγγίζει το πόδι του κρεβατιού. Κλείνω τα μάτια μου και το μόνο που ακούω είναι μουσική. Τη σονάτα του Σεληνόφωτος του Beethoven. Έτσι τον γνώρισα. Έτσι γνώρισα τον Αντρέα.

«Αντρέα; Σίγουρα δεν τιμάει το όνομα που του δόθηκε!», οι φωνές του πατέρα μου δεν μπορούν να βγουν από το μυαλό μου…

Ναι, Αντρέα τον λένε. Τον έλεγαν. Κι εμένα Αχιλλέα. Αυτό τι σημαίνει; Πρέπει κι εγώ να αποδείξω πόσο θαρραλέος, γενναίος και γυναικάς είμαι; Θα την πληρώσω εγώ για ένα όνομα που μου δόθηκε ερήμην μου;

Θυμώνω. Δακρύζω. Δίνω μια γροθιά στο πλάι του κρεβατιού μου. Πόνος. Ο πόνος δε συγκρίνεται με τον πόνο μέσα μου. Με το κενό. Την άδεια θέση στην καρδιά μου.

Πόνος, όνομα, άντρας, γυναίκα, σωστό, λάθος. Όλα ονόματα, τίτλοι και ταμπέλες. Λεφτά, Φήμη, μάνα, πατέρας. Αχιλλέας. Μερικά ονόματα που μας κάνουν τη ζωή δύσκολη. Περίπλοκη. Γιατί δώσαμε βάση στον τίτλο και όχι στο περιεχόμενο.

«Και δηλαδή τώρα έχεις σχέση μ’ έναν άντρα;», με ρώτησε η μάνα μου κλαίγοντας.

Ναι ρε μάνα! Είχα. Δεν έχω πια! ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΙΑ…! Σκουπίζω τα δάκρυα με την ανάστροφη της παλάμης μου. Δεν μπορώ να σταματήσω.

Κοιτάζω τη βροχή στο παράθυρο. Πόσο ειρωνικό να βρέχει κάθε φορά που κάποιος πεθαίνει…

Είσαι ευχαριστημένη τώρα; «Ίσως να είναι καλύτερα έτσι!» Ίσως να είναι καλύτερα που δεν έχουμε σχέση πια, ε; Κι αυτό ένα όνομα είναι. Τι είναι η σχέση; Το αποτέλεσμα του σχετίζομαι.

Ποτέ δε θα πάψω να σχετίζομαι με τον Αντρέα. Στην καρδιά μου θα υπάρχει μια άδεια καρέκλα που θα γράφει πάντα «Αντρέας». Θα σκονίζεται, αλλά εγώ θα την ξεσκονίζω. Θα την καταστρέφει ο χρόνος, αλλά εγώ θα την επιδιορθώνω. Ο Αντρέας δε χάθηκε. Δεν έφυγε.

Νεκρός! Νεκρός!

Γελάω. Γελάω ασταμάτητα. Το γέλιο μου είναι υστερικό. Ξαπλώνω στο πάτωμα και ακόμα γελάω. Στο νου μου έρχεται η Σονάτα. Ο Αντρέας. Η Κατερίνα. Εκεί γνώρισα και τους τρεις. Στα μαθήματα πιάνου.

Κάναμε πολλή παρέα οι τρεις μας. Τώρα;

Βγάζω από την τσέπη μου το χαρτί που μου έδωσε η Κατερίνα στην κηδεία. Το διαβάζω.

«Θυμάσαι πώς με γνώρισες; Με ρώτησες αν δουλεύω. Σου απάντησα ότι έπρεπε να μαντέψεις. Μου είπες ναι και με ρώτησες τι είδους δουλειά. Σου αποκρίθηκα ότι η δουλειά μου είναι δύσκολη. Προϋποθέτει γνώσεις στις δημόσιες σχέσεις και στις ξένες γλώσσες, εξειδίκευση στην ψυχολογία, πολλή υπομονή, ταχύτητα, παρατηρητικότητα και σωματικές αντοχές. Το σκέφτηκες για λίγο και δεν μπόρεσες να το μαντέψεις. Σου έλυσα την απορία με δύο λέξεις : «Διανομέας φυλλαδίων».

»Μην ξεχάσεις ποτέ ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται».

Δακρύζω, κλαίω.

Νεκρός!

Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται! Εμένα μου το λες; Εγώ φαίνομαι γι’ Αχιλλέας…

Νεκρός!

«Μη σκεφτείς ποτέ ότι φταις εσύ. Δε θα σε ξεχάσω ποτέ», έγραφε το σημείωμα.

Τι να έκανε άραγε; Το έγραψε και αμέσως μετά αυτοκτόνησε; Το ξανασκέφτηκε λίγο; Είχε κι άλλες επιλογές; Σκέφτηκε άραγε να μιλήσει σ’ εμένα πρώτα;

Αυτοκτόνησε. Νεκρός!

«Ίσως να είναι καλύτερα τώρα».

«Αντρέας! Σίγουρα δεν τιμάει το όνομα που του δόθηκε!».

«Έχεις σχέση μ’ έναν άντρα;!».

Τον Αντρέα… που ήμασταν πάντα δίπλα ο ένας στον άλλον. Που μοιραζόμασταν κοινά όνειρα. Που όταν μου κρατούσε το χέρι ένιωθα παντοδύναμος. Που είχα κάποιον να εμπιστεύομαι. Ν’ αγαπώ. Ναι, γιατί να μην τον αγαπώ;

Επειδή είμαι ο Αχιλλέας; Ο άντρας; Ο ομοφυλόφιλος; Ο ανώμαλος και καθόλου φυσιολογικός;

Επειδή έχω ένα όνομα.

Επειδή τίποτα ποτέ δε θ’ αλλάξει σε αυτήν την κωλοκοινωνία!

Επειδή όλα είναι όπως φαίνονται. Επιφανειακά και ρηχά. Επειδή όλοι τα ξέρουμε όλα. Επειδή δε μας συμφέρει τίποτα εκτός από τον εαυτό μας.

Νεκρός!

Γιατί;

Γιατί…;

Σχόλια