Στις 13 Απριλίου του 1926 γεννήθηκε στη Βίλια Αττικής ένα κορίτσι που μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι με μια όμορφη αυλή, γεμάτη λουλούδια, στην οποία αυτοσχεδίαζε θεατρικά για την μεγάλη, αγαπημένη της οικογένεια. Ήθελε να γίνει ζωγράφος όμως, παρά το γεγονός ότι τα κατάφερνε υπέρ το δέον και σε αυτό, φαίνεται πως το άστρο της έμελλε να λάμψει στο σανίδι. Τώρα ο δρόμος δίπλα σε αυτό το σπίτι έχει το όνομά της, και η ίδια έχει γράψει μια μεγάλη ιστορία στο ελληνικό καλλιτεχνικό στερέωμα. Μιλάω φυσικά για την Έλλη Λαμπέτη, μία από τις μεγαλύτερες ελληνίδες ηθοποιούς, σε θέατρο και κινηματογράφο, η οποία σαν σήμερα, 6 Σεπτεμβρίου, κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών πριν απο 31 χρόνια. Όμως φτάνει αλήθεια λίγο χώμα για να κρύψει το φως μιας τόσο λαμπερής προσωπικότητας; Η απάντηση είναι προφανής και περιττή.

Το 1941 την απέρριψαν στις εισαγωγικές εξετάσεις της στο Εθνικό Θέατρο, το ταλέντο της όμως αναγνώρισε η Μαρίκα Κοτοπούλη, η οποία την δέχτηκε στην σχολή της, την θεώρησε την καλύτερη φοιτήτριά της και την αγάπησε τόσο πολύ που θέλησε μέχρι και να την υιοθετήσει. Σπουδάζει στα χρόνια της κατοχής και το ανήσυχο πνεύμα της, που έχει ως μέγιστη ανθρώπινη ανάγκη την ελευθερία, δεν ανέχεται εύκολα τις καταστάσεις στις οποίες είναι αναγκασμένη να ζει.

Οι επαγγελματικές επιτυχίες δεν άργησαν πολύ για την νεαρή τότε Έλλη, που από τον δεύτερο κιόλας έτος της στην σχολή ξεκίνησε να παίζει σε παραστάσεις και κινηματογραφικές παραγωγές αποσπώντας τις καλύτερες κριτικές. Παρθενική της εμφάνιση το 1942 στο έργο «Η Χάνελε Πάει στον Παράδεισο» του Γκέρχαρτ Χαουπτμαν, ενώ ακολούθησε πλήθος άλλων σημαντικών θεατρικών παραγωγών (Γυάλινος Κόσμος, Λεωφορείον ο Πόθος, Μαργαρίτα, Αντιγόνη, Βυσσινόκηπος κ.α) καθώς και ταινιών στον κινηματογράφο, με αγαπημένη μου την «Κάλπικη Λίρα» που την θεωρώ μία από τίς ομορφότερες των ελληνικών ταινιών.

Η προσωπική της ζωή πολυτάραχη, όπως άλλωστε ταιριάζει σε μια γυναίκα με τέτοιο ταμπεραμέντο. Έκανε δύο γάμους, τον πρώτο με τον Μάριο Πλωρίτη, συνάπτωντας μαζί του μια ειλικρινή και ουσιαστική σχέση που την συντρόφεψε μέχρι το τέλος της ζωής της, και τον δεύτερο με τον Αμερικανό συγγραφέα Φρέντερηκ Γουέηκμαν, με τον οποίο επίσης χώρισε ύστερα από 17 χρόνια. Γνωστοί ήταν επίσης οι δεσμοί της με τους Θ. Σγουρέλη, Α. Αλεξανδράκη, Κ. Καρρά, ενώ ίσως ο πιο συζητημένος ήταν αυτός με τον ηθοποιό Δημήτρη Χορν, που μαζί υπήρξαν ένα από τα πιο λαμπρά ζευγάρια στην ζωή και στην σκηνή.

Δεν έγινε ποτέ μητέρα. Αναγκάστηκε να κάνει έκτρωση στο παιδί που κυοφορούσε από τον Δ. Χόρν, ενώ η προσπάθεια της να υιοθετήσει ένα άλλο παιδί στάθηκε ατυχής εφόσον μετά από τέσσερα χρόνια το διεκδίκησαν οι φυσικοί του γονείς. Το γεγονός αυτό την κατέβαλε συναισθηματικά και την κράτησε για λίγο καιρό μακριά από το θέατρο.

Αφού έχασε σχεδόν όλες της τις αδερφές από καρκίνο του μαστού, το 1969 προσβλήθηκε και η ίδια. Φεύγει στην Αμερική, υποβάλλεται σε ολική μαστεκτομή, γυρίζει πίσω και συνεχίζει την δουλειά της στο θέατρο. Οι γιατροί της έχουν πει ότι χρειάζεται ξεκούραση όμως εκείνη, παρά τις αποτροπές τους, ξεκινάει πρόβες λέγοντας πως θέλει να πεθάνει στο σανίδι. Έντεκα χρόνια μετά ο καρκίνος κάνει την εμφάνιση του ξανά. Κάνει συνεχείς μεταστάσεις. Η Έλλη ξεκινά χημειοθεραπείες οι οποίες οδηγούν στην σταδιακή απώλεια της φωνής της. Ο ηθοποιός έχει στην κατοχή του δύο εργαλεία για την δουλειά του, το σωμα και τη φωνή του. Ήδη ένα από τα δύο έχει χαθεί.

Η Έλλη δεν το βάζει κάτω. Ανεβάζει στην Αθήνα την παράσταση «Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού» στην οποία παίζει την κωφάλαλη Σάρα. Γεμίζει την σκηνή με κίνηση και ένα χαμόγελο πλατύ, σαν να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα. Παίζει, κι αυτό αρκεί.

Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1983 αφήνει την τελευταία της πνοή. Έζησε τα τελευταία της χρόνια σε ένα σπίτι στην Κυψέλη με ένα μεγάλο ανθισμένο μπαλκόνι. Δεν μπόρεσε ποτέ να αφήσει τον κήπο στον οποίο μεγάλωσε και έπαιξε τα πρώτα της θεατρικά. Τον κουβάλησε μαζί της, τον φύτεψε και τον φρόντισε η ίδια. Υπήρξε μια ηθοποιός όχι ιδιαίτερα όμορφη, όχι με την πιο καθαρή ομιλία, όχι με την περισσότερη φωτογένεια, αλλά με ταλέντο, όρεξη, και πάθος για δουλειά. Πείσμα μέχρι και την τελευταία στιγμή, που έκανε σχέδια να ανεβάσει ξανά την παράσταση «Μονόπρακτα», με την φωνή της μαγνητοσκοπημένη και μόνο εργαλείο αναγέννησης του θεατρικού αυτού το κορμί της. Τέτοιους ανθρώπους ας βλέπουμε συχνότερα και, προσωπικά, τα καθαρά σύμφωνα και τα λαμπερά ξανθά μαλλιά μου περισσεύουν.

 

πηγές: Αρχείο Ντοκιμαντέρ της Δημόσιας Τηλεόρασης, Βικιπαίδεια

Σχόλια