Εκεί όπου η τέχνη του λόγου συναντά την τέχνη της φωτογραφίας.


1. Μοναχικό Τρένο- _μαίρη_ 

Φωτολογισμοί, μοναξιά

Φωτογραφία: Βασίλης Ζάκκας

Το τρένο έφυγε…

Δεν το εμπόδισε

Ούτε η βροχή των δακρύων μου

Ούτε ο κρότος της πτώσης μου

Ούτε το δεμένο μου σώμα στο μπροστινό βαγόνι

Έφυγε…

Άφησε πίσω του

Τη σκόνη των πατημένων ονείρων

Την κενή θέση στην αποβάθρα της καρδιάς

Τη μακρινή ηχώ ενός ματαιωμένου ταξιδιού

Που έγινε

_____________________________________________

Μοναχικό τρένο

Με γεμάτα βαγόνια

Από ανθρώπους που πίνουν

Για να ξεχάσουν

Πως το τρένο πια έφυγε,

ε κ τ ρ ο χ ι α σ μ έ ν ο.


2. Ήρθε-Γιάννης Ζαραμπούκας

Φωτογραφια: Βασίλης Ζάκκας

Θλίψη σταλάζει ο ουρανός.

Μικρές σταγόνες όξινες

καίνε τη ζωή της χλόης.

Η σιωπή απλώνει,

ο χρόνος παγώνει.

Ο μανδύας του,

εκείνος  που κεντήθηκε με δάκρυα και βελούδινο σκοτάδι

έρπει.
Το θρόισμα του ύπουλο

φιδίσιο,

χαράσσει τη γυάλινη σιωπή.

Κι εκείνη σε θραύσματα πίκρας

σπα.

Ένα ελάφι που στέκει παρακεί,

τρομαγμένο

κατεβαίνει την πλαγιά.

Ήρθε.


 3. Οι άνθρωποι που δεν αγαπούν τις τέχνες-Νατάσα Ζώη

Φωτολογισμοί: ανθρώπινες σχέσεις

Φωτογραφία: Ιωσηφίνα Μάργαρη

Περπατάς στον δρόμο και βλέπεις ανθρώπους. Ο καθένας σκέφτεται κάτι-κάποιον, αγαπά κάτι-κάποιον ή δεν σκέφτεται και αγαπά τίποτα. Η διάκριση δεν είναι εύκολη. Η κατηγοριοποίηση δεν έχει νόημα γιατί είσαι στον δρόμο. Δεν είσαι σε ένα μουσείο, άρα όσοι είναι εκεί είναι πιθανό να αγαπούν τις Τέχνες. Ας πάρουμε υποθετικά, λοιπόν, δύο ανθρώπους τυχαίους μέσα από το πλήθος, την Νεφέλη και τον Γιάννη.

Η Νεφέλη είναι φοιτήτρια στην Καλών Τεχνών, τον χειμώνα επιλέγει να φορά μωβ και σμαραγδί σκουφάκια γιατί λέει πως κάνουν τα καστανά της μάτια να φαίνονται μελί. Αγαπημένο της μέρος είναι τα παλιά καφέ στην Πλάκα, περπατάει έχοντας πάντα τα ακουστικά στα αυτιά και σιγοτραγουδάει (μερικές φορές και τους λάθους στίχους).

Ο Γιάννης είναι μαθηματικός, πάντα σκέφτεται με αριθμούς. Είναι ο πρακτικός της παρέας, δεν θέλει να χρωστάει σε κανέναν και δεν δίνει παραπάνω από αυτά που θεωρεί ότι έχει. Έτσι είναι και στα συναισθήματά του, όλα μετρημένα, υπολογισμένα έτσι ώστε να κρατάει μία απόσταση x.

Μία βδομάδα πριν τα Χριστούγεννα, ο Γιάννης είχε δώσει ραντεβού με τους φίλους του στο Μοναστηράκι για καφέ, η Νεφέλη πήγαινε τον κλασικό της περίπατο στην Πλάκα με τα ακουστικά στα αυτιά. Αφηρημένη όπως πάντα πέφτει πάνω του, αυτός την κοιτάει ενοχλημένος, εκείνη του ζητάει συγγνώμη και φεύγει.

Την ημέρα των Χριστουγέννων η Νεφέλη νιώθει λίγο άρρωστη, αλλά οι φίλες της την πιέζουν να πάει σε ένα πάρτι. «Θα ‘μαι μέσα σε σπίτι, δεν θα κρυώνω μωρέ», σκέφτεται, βάζει το μωβ σκουφάκι της και παίρνει ταξί για το σπίτι του Γιώργου, στου οποίου γίνεται το πάρτι. Το σπίτι του Γιώργου είναι υπέροχο, με τζάκι και πολλούς ακουμπισμένους στο πάτωμα πίνακες σε μίνιμαλ ύφος.

Η Νεφέλη κατευθύνεται αμέσως προς τους πίνακες και αρχίζει να τους αναλύει σε κάποιον που καθόταν όρθιος με το ποτό του δίπλα. Εκείνος πιθανότατα δεν τους είχε παρατηρήσει καν, γνέφει καταφατικά σε αυτά που του έλεγε και απομακρύνεται διακριτικά. Λογικά είναι από τους ανθρώπους που δεν αγαπούν τις Τέχνες, σκέφτεται και συνεχίζει να τους παρατηρεί μόνη της. Μετά από λίγο νιώθει να κρυώνει λίγο και κατευθύνεται προς το τζάκι. Έχοντας ακόμα τους πίνακες στο μυαλό της, πέφτει πάνω σε κάποιον. Αυτός την κοιτάζει και της λέει με τελείως διαφορετικό ύφος αυτή τη φορά,

-Πρέπει κάπως να το διορθώσεις αυτό, δεν γίνεται συνέχεια να πέφτεις πάνω σε ανθρώπους.

-Έχεις δίκιο, συγγνώμη. Νεφέλη, χαμογελάει και του δίνει το χέρι της.

-Γιάννης

Δεν ήξεραν τίποτα ο ένας για τον άλλο, παρόλα αυτά ήταν σαν να ταίριαξαν απόλυτα. Όλο το βράδυ μιλούσαν και γελούσαν και όταν πλέον είχε πάει πολύ αργά ο Γιάννης προσφέρθηκε να την επιστρέψει σπίτι με το αυτοκίνητό του για να μην πληρώνει ταξί. Όταν έφτασαν κάτω από το σπίτι της, αντάλλαξαν τηλέφωνα και είπαν να κανονίσουν να βγουν. Όπως και έγινε, ένα μήνα μετά η Νεφέλη και ο Γιάννης ήταν πλέον μαζί.

Η σχέση τους θα μπορούσε να παραλληλιστεί με τις τέσσερις εποχές. Άνοιξη, καλοκαίρι και φτάνει το φθινόπωρο, οι πρώτες ρήξεις στη σχέση τους εμφανίστηκαν. Ο Γιάννης πάντα έδινε όσα μπορούσε, για αυτόν ήταν αρκετά, αλλά για την Νεφέλη δεν ήταν. Εκείνη είναι άνθρωπος που τα δίνει όλα, χωρίς περιορισμούς και όρια. Εκείνος όλα τα μετράει.

Έπειτα, εκείνο το «μαγικό ταίριασμα» που ένιωσαν εκείνη την μέρα μπροστά από το τζάκι, τελικά δεν ήταν και τόσο μαγικό. Μας αρέσει να πιστεύουμε ότι μέσα στην πεζή και πολλές φορές άχαρη πραγματικότητα που ζούμε, υπάρχει κάτι μαγικό που «τυχαία» βρίσκεται στο δρόμο μας και μας συνεπαίρνει. Όπως τυχαία έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο στο Μοναστηράκι και συναντήθηκαν ξανά στο πάρτι που η Νεφέλη θα μπορούσε να μην είχε πάει ποτέ.

Όσο περνούσε ο καιρός, οι βασικές τους διαφορές ήταν ξεκάθαρες. Οι συζητήσεις της Νεφέλης για τους αγαπημένους της πίνακες και ζωγράφους φάνταζαν τόσο βαρετές στον Γιάννη. Αντίστοιχα η δική του τρέλα να λύνει διαφορικές εξισώσεις για να υπολογίσει την ταχύτητα στην πάροδο του χρόνου ενός αντικειμένου που πέφτει στον αέρα, της φαινόταν εντελώς ανούσια. Οι άνθρωποι που δεν αγαπούν τις Τέχνες είναι πολλοί και ο Γιάννης ήταν ένας από αυτούς. Πλέον, έχοντας φτάσει ο χειμώνας, ήταν ξεκάθαρο και στα μάτια της Νεφέλης.

Η καινούργια πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί ήταν ότι οι δύο τους ήταν διαφορετικοί. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συνέχιζαν να αγαπούν τα ίδια πράγματα, αλλά ότι υπήρχαν κάποια που δεν άντεχαν ο ένας στον άλλο. Πλέον λοιπόν θα έπρεπε να αποφασίσουν αν ο χειμώνας σηματοδοτούσε τη λήξη της σχέσης τους ή την αρχή του νέου κύκλου.

Ίσως η Νεφέλη να συνειδητοποίησε ότι μπορεί να συνυπάρξει με ανθρώπους που δεν αγαπούν τις Τέχνες, μπορεί όμως και όχι. Φαίνεται πως στην πραγματικότητα τίποτα δεν είναι σημαντικό. Φαίνεται πως τίποτα δεν είναι αληθινό… Εξάλλου, η επιλογή της Νεφέλης και του Γιάννη ήταν υποθετική, μπορεί να μην υπήρξαν ποτέ μαζί, μπορεί να ‘ναι για πάντα μαζί.

Σχόλια