Μια συζήτηση με τον Κώστα Βόμβολο για τη μουσική, την ποίηση και για τις “αόρατες πόλεις” στις οποίες συνυπάρχουμε !
Ποια ήταν τα πρώτα σας μουσικά ακούσματα;
Μεγάλωσα στον Βόλο τη δεκαετία του ̉60, οπότε τα ακούσματά μου ήταν από το ραδιόφωνο, ουσιαστικά ό,τι έπαιζε στο ραδιόφωνο και τότε υπήρχε μόνο η ΕΡΤ, που έπαιζε τα γνωστά ελαφρά κομμάτια της εποχής και κάποια λαϊκά. Αργότερα ανακάλυψα το ροκ ως έφηβος.
Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με την μουσική;
Τελείως τυχαία, ήταν κοντά στο σπίτι μου ένα ωδείο και μου λένε:
-«Θες να πας να μάθεις ακορντεόν;».
-«Όχι».
Αλλά έκανα τελικά ακορντεόν στο ωδείο, πήρα και μια κιθάρα και άρχισα να παίζω μόνος μου. Κιθάρα έμαθα αρκετά , για να παίζω σε ένα συγκρότημα που είχαμε κάνει με τους φίλους τότε. Με το ωδείο συνέχισα μέχρι ενός σημείου, μετά από ένα σημείο έβρισκα το ωδείο πολύ δεσμευτικό και το άφησα.
Ενώ οι ακαδημαϊκές σας σπουδές αρχικά αφορούσαν ένα άλλο πεδίο, τελικά σας τράβηξε η μουσική. Πόσο εύκολο ήταν να πάρετε μια τέτοια απόφαση;
Πάντοτε ήθελα να παίξω μουσική, πάντοτε έπαιζα μουσική. Στη Θεσσαλονίκη ήρθα για να σπουδάσω ιατρική, όντως σπούδασα ιατρική, απλώς τελείωσα και δεν ασχολήθηκα ποτέ. Την εποχή εκείνη υπήρχε μεγάλη ζήτηση για μουσικούς. Υπήρχαν αρκετοί χώροι που έπαιζαν έντεχνο ή τζαζ. Έτυχε να υπάρχει ένας χώρος που λεγόταν Καφεθέατρο στην Καλαμαριά που είχε τρεις μέρες παραστάσεις και τρεις μέρες μουσική, τις οποίες έκανε μια ομάδα από τις πρώτες που υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη.
Στην αρχή λίγο συναισθηματικά, μετά λίγο πιο σοβαρά, έμπλεξα μαζί τους, με την έννοια ότι για κάθε καινούρια παράσταση έγραφα ή έπαιζα μουσική. Οπότε σε ηλικία 23 -24 χρονών είχα γράψει ήδη δέκα μουσικές για το θέατρο, είχα πληρωθεί από αυτές, είχα παίξει σε συγκροτήματα και το ερώτημα ήταν αν μπορώ να συνεχίσω.
Έπαιξε μεγάλο ρόλο η εποχή, γιατί ήταν μια εποχή, ειδικά η δεκαετία του ’80, που υπήρχε μεγάλη ζήτηση για μουσική στο θέατρο, για συναυλίες και άρχισε να υπάρχει μια κίνηση και με αντίστοιχη χρηματοδότηση από υπουργεία. Λίγο ως πολύ υπήρχε περιθώριο, και επαγγελματικό εννοώ, πέρα από το να παίζεις απλώς με τους φίλους σου αυτά που σου αρέσουν. Υπήρχε ένα σοβαρό επαγγελματικό περιθώριο και είπα να το δοκιμάσω αυτό. Το δοκίμασα και βγήκε. Δεν ξέρω σήμερα τι θα γινόταν, γιατί σήμερα είναι λίγο πιο δύσκολα τα πράγματα.
Όντως, σήμερα πολλοί νέοι θέλουν να ασχοληθούν με την τέχνη και δυσκολεύονται.
Σήμερα γίνεται κάτι αντιφατικό, δηλαδή εκείνη την εποχή δεν υπήρχε τρόπος να κάνεις ακαδημαϊκές σπουδές τέχνης στην Ελλάδα. Εκτός από την Σχολή Καλών Τεχνών στα εικαστικά, δεν υπήρχε κανένα άλλο τμήμα, δεν είχε δημιουργηθεί καν το μουσικό, ούτε του θέατρου, ούτε του κινηματογράφου. Αν ήθελες να σπουδάσεις κάτι τέτοιο έπρεπε να πας στο εξωτερικό.
Αυτήν την στιγμή έχει τόσα τμήματα που δουλεύουν πάρα πολύ σοβαρά και έχουν πολλούς φοιτητές, που κάνουν πολύ κόπο για να μπουν και να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους, γιατί όλα αυτά είναι δύσκολα τμήματα. Ενώ τότε υπήρχε ζήτηση και ανάγκη για ανθρώπους που ασχολούνται με την τέχνη σήμερα συμβαίνει το αντίθετο, υπάρχουν τόσοι άνθρωποι με πάρα πολλά εφόδια, πολύ γερή ακαδημαϊκή βάση και υπάρχει πολύ λιγότερο περιθώριο να ασχοληθούν.
Πώς ξεκίνησαν οι Χειμερινοί Κολυμβητές;
Ξεκίνησαν από μια παρέα. Οι Χειμερινοί κολυμβητές ήταν μία παρέα του Αργύρη Μπακιρτζή, ο οποίος έγραφε από μικρός τραγούδια και υπήρχαν 3-4 άτομα που μαζέψανε χρήματα για να κάνουν δίσκο, τότε ήταν και δύσκολο να κάνεις δίσκο, ήταν αρκετά ακριβό και στο τέλος το καταφέρανε. Στον πρώτο δίσκο δεν έπαιζα εγώ, απλώς ήξερα ότι κάνουν τον δίσκο, ήμουνα φίλος με τους μισούς, παίζαμε και μαζί. Στον δεύτερο δίσκο των Χειμερινών Κολυμβητών που ήταν και λίγο πιο κανονική η παραγωγή, υπήρχε δισκογραφική εταιρία η οποία είχε τη δυνατότητα να πληρώσει μουσικούς, να το κάνει πιο επαγγελματικά, εκεί μου είπαν να παίξω ακορντεόν, σιγά-σιγά αρχίσαμε να παίζουμε ζωντανά και έμεινα.
Οι Χειμερινοί Κολυμβητές ποτέ δεν ήταν ακριβώς ένα επαγγελματικό σχήμα, γι’ αυτό κι αντέχουν ακόμα, κανένας δεν πόνταρε σε αυτό ότι θα κάνει καριέρα, θα βγάλει χρήματα ή ότι θα γίνει γνωστός. Γι’ αυτό και επειδή είναι ακριβώς και πιο χαλαρές αυτές οι σχέσεις, μπορούν και υπάρχουν ακόμα, χωρίς να υπάρχουν κόντρες που υπάρχουν συνήθως στα συγκροτήματα. Συνήθως ένα συγκρότημα ζορίζεται σε αυτό, ότι ο καθένας θέλει διαφορετικά πράγματα. Εδώ υπάρχει λίγο μια συμφωνία, το ότι είναι τα κομμάτια του Αργύρη Μπακιρτζή, είμαστε πάνω από όλα φίλοι και τον βοηθάμε στο να πούμε ότι βγαίνουμε να παίξουμε και ένα βασικό επίσης ότι δεν υπάρχει οικονομική διαφορά, δηλαδή όλοι παίρνουν τα ίδια. Από πάντα, δεν υπήρχαν διαφορές.
Πώς γνωριστήκατε με την Σαβίνα Γιαννάτου ;
Με τη Σαβίνα δεν γνωριζόμουνα, αυτό έγινε πολύ επαγγελματικά εννοώ, δηλαδή υπήρξε από τη Lyra, τη δισκογραφική εταιρεία, περίπου το 1992 με 1993, μια παραγγελία να γίνουν τα Σεφαραδίτικα Τραγούδια της Θεσσαλονίκης. Υπήρχε ο καθηγητής του ΑΠΘ Ξενοφών Κοκόλης που ασχολούταν φιλολογικά με τα κομμάτια των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, είχε συγκεντρώσει όλο το υλικό και βρήκε μια χορηγία από το Πανεπιστήμιο που έδινε το studio δωρεάν και απευθύνθηκε στην Lyra και τους πρότεινε συνεργασία.
Έτσι απευθύνθηκε η Lyra σε εμένα και μετά ψάχναμε ποιος θα μπορούσε να τραγουδήσει και εκεί έπεσε το όνομα της Σαβίνας Γιαννάτου, επειδή είχε σχέση με το υλικό. Αυτό το υλικό ήταν λίγο ποικιλόμορφο δηλαδή είχε κομμάτια λαϊκότροπα, παραλλαγές ανατολίτικων κομματιών που τα λέγανε στη Θεσσαλονίκη οι Σεφαραδίτες, παραδοσιακών ελληνικών κομματιών. Ένα άλλο μέρος ήταν αυτό με τις αναγεννησιακές μπαλάντες από την Ισπανία με το οποίο η Σαβίνα Γιαννάτου είχε σχέση, είχε τύχει δηλαδή να δουλέψει με κάποιους μουσικούς και έτσι ήξερε 5-6 κομμάτια από αυτά και αυτό ήταν και το δέλεαρ. Οπότε έγινε έτσι η γνωριμία. Από μια παραγγελία έγινε ένα κανονικό σχήμα το οποίο έπαιξε κι άλλο και στο τέλος έγινε σχεδόν μια μικρή οικογένεια, παίξαμε πάρα πολλές φορές μαζί.
Οι Μεταμορφώσεις Πόλεων πως προέκυψαν ;
Γενικώς έτυχε πολλές φορές να μου ζητηθεί, και παλιότερα στην Πειραματική Σκηνή Τέχνης και από την καλλιτεχνική εταιρεία «Τέχνη», να διαβάζω κάποια ποιήματα, να συνοδεύσω ή να μελοποιήσω ποιήματα. Πέρασα από όλες τις εκδοχές. Από ως μικρότερος να πω ότι ένα ποίημα είναι ωραίο και να το μελοποιήσω, ήταν και λίγο της μόδας τότε, μετά αυτό άρχισε λίγο να με ενοχλεί, να λέω δηλαδή ότι δεν πρέπει όλα τα ποιήματα να μελοποιούνται.
Έτυχε να γνωρίζω τον Μιχάλη Πιερή, που κι αυτόν τον γνώρισα επαγγελματικά την πρώτη φορά που μας είχε καλέσει στην Αξιοθέα με τους Χειμερινούς Κολυμβητές, είχα διαβάσει ελάχιστα πράγματα δικά του και μέσα από αυτή τη φιλική σχέση που αναπτύχθηκε υπήρξε μια ανταλλαγή της δουλειάς μας, του έδωσα τα CD μου, μου έδωσε τα ποιήματά του.
Κάποια στιγμή ξεκίνησα με την ηθοποιό Μάνια Παπαδημητρίου να κάνουμε ένα πρόγραμμα, με κείμενα και τραγούδια για πόλεις. Η Μάνια κυρίως διάβαζε ποιήματα και εκεί πάνω πήρα το βιβλίο Μεταμορφώσεις Πόλεων του Μιχάλη Πιερή και λέω εδώ κάτι μου κάνει. Δυο κομμάτια από αυτά προσπάθησα όχι να τα μελοποιήσω ακριβώς, αλλά να προσθέσω μια μουσική. Παίχτηκαν αυτά τα κομμάτια με τη Μάνια και μετά σκέφτηκα αν αυτό έχει κι άλλο περιθώριο, επειδή μου άρεσαν και τα ποιήματα και μου άρεσε γενικά η έννοια της πόλης στα ποιήματα αυτά. Και επίσης είναι ένα βασικό θέμα με τις πόλεις του Μιχάλη, είναι ποιήματα που διαβάζονται, δηλαδή είναι ποιήματα που μπορείς να τα ακούσεις και να τα καταλάβεις όταν τα ακούς.
Καλώς ή κακώς είναι πολύ χοντροκομμένη αυτή η διάκριση που κάνω, αλλά υπάρχουν ποιήματα που πρέπει να τα έχεις μπροστά σου για να καταλάβεις τι γίνεται και για να πάρεις κάτι, και υπάρχουν και ποιήματα που όταν τα ακούς, νομίζω ειδικά τα ποιήματα του Μιχάλη, με τα οποία ασχολήθηκα, όταν τα ακούς δεν χάνουν. Οπότε εκεί μπήκα σε ένα διάλογο με τον εαυτό μου, πως θα μπορούσαν να γίνουν όλα αυτά με μουσική, αλλά χωρίς να είναι τραγούδια, αλλά να παραμείνει όσο είναι δυνατόν ο ρυθμός του ποιήματος, η μουσικότητα του λόγου στην εκφορά και δοκίμασα διάφορες εκδοχές. Τα πρώτα τέσσερα τα έστειλα στον Μιχάλη και λέω «κοίταξε, να συνεχίσω να κάνω κι άλλα ή σου φαίνεται ότι δεν είναι καλό;» και με χαρά μου είπε «όχι, μ’ αρέσει αυτό σαν εκδοχή, οπότε συνέχισε και κάνε όλο αυτό τον κύκλο»
Με αφορμή τη μουσική παράσταση «Αόρατες Πόλεις». Αν σας χαρακτήριζε μια πόλη ποια θα ήταν και τι ρόλο παίζουν οι πόλεις στη ζωή σας;
Παρόλο που μου αρέσει να είμαι στην εξοχή, μ’ αρέσει πιο πολύ η ιδέα της πόλης. Δεν μπορώ να πω ότι μ’ αρέσει να ζω στην πόλη οπωσδήποτε. Μ’ αρέσει η έννοια ότι υπάρχουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που διασταυρώνονται και είναι και δεν είναι μαζί. Δε θα έλεγα πως μ’ αρέσει ιδιαίτερα που έχει πάρα πολύ κόσμο, αλλά τα τόσα διαφορετικά πεπρωμένα, οι τόσες επιθυμίες , ότι όλοι αυτοί κάπως πάνε σε ένα χωνευτήρι, αυτό κάτι μου λέει.
Τη Θεσσαλονίκη τη διάλεξα, δεν είμαι από εδώ και αποφάσισα να μείνω εδώ πέρα συναισθηματικά, είχα ασχοληθεί αρκετά με την ιστορία της, επειδή έκανα εκπομπές στο ραδιόφωνο, έγραφα πράγματα. Μου άρεσε η εκδοχή ότι πάρα πολλοί άνθρωποι διαφορετικών background, εθνοτήτων συνυπήρξαν εδώ, περάσανε από εδώ και το βασικό χωρίς να το θέλουν. Όμως πάντοτε ήταν πολυπολιτισμική πόλη, αλλά το βασικό ήταν ότι δεν έγινε έτσι γιατί θέλανε να είναι έτσι, αλλά γιατί ήταν ανάγκη. Παρόλο που είχαν μεταξύ τους εχθρότητες , αντιπαλότητες , είχαν την ανάγκη να συνυπάρξουν και νομίζω ότι η έννοια της πόλης είναι αυτή η συνύπαρξη, που δεν είναι πάντοτε μια συνύπαρξη πολύ καλή, αλλά πρέπει να βρεις έναν τρόπο ακόμα κι αν διαφωνείς, ακόμα κι αν είσαι σε κόντρα να είστε μαζί κι αυτό νομίζω κάνει την πόλη.
Είστε μουσικός, δημιουργός αλλά και δάσκαλος. Τι σας συναρπάζει σε κάθε ρόλο;
Μ’ αρέσει πάρα πολύ που είμαι μουσικός. Η βασική μου δουλειά είναι να συνθέτω, να είμαι λίγο πιο μακριά, πιο κάτω από την σκηνή. Ωστόσο, εμένα μου αρέσει να είμαι πάνω στην σκηνή, μ’ αρέσει το ζωντανό παίξιμο, μ’ αρέσει περισσότερο από το να είμαι κάτω από τη σκηνή με τις παρτιτούρες μου και να γράφω ή να ακούω κάτι δικό μου.
Η διδασκαλία έγινε σχεδόν τυχαία. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα διδάξω οτιδήποτε, ενώ πάντα ήμουν καλός μαθητής. Με κάποιο τρόπο όμως έχω ένα θέμα με την έννοια του δασκάλου και έλεγα ότι ποτέ δεν θα το έκανα αυτό το πράγμα. Έχω πολλούς ηθικούς ενδοιασμούς για το τι πρέπει να μάθεις και πως πρέπει να είσαι.
Τελικά το έκανα κάποια στιγμή επειδή είχα χρόνο και επειδή μου ζητήθηκε. Παραδόξως φαίνεται μάλλον ότι λειτούργησε καλά. Αυτό που κάνω κυρίως είναι ότι δεν διδάσκω ποτέ κάτι ειδικό. Και στο τμήμα θεάτρου και στις Δραματικές Σχολές που κάνω μαθήματα είναι άνθρωποι που δεν έχουν έρθει ποτέ σε επαφή με τη μουσική, όμως πρέπει να χρησιμοποιήσουνε τη φωνή τους γιατί θέλουν να γίνουν ηθοποιοί. Με τα μαθήματα της μουσικής πρέπει να μπορέσουν να ελευθερώσουν τη φωνή που έχουν ήδη και νομίζω σε αυτό ότι είμαι καλός, δηλαδή στο να μπορέσω να βοηθήσω τους ανθρώπους αυτό που έχουν ήδη μέσα τους να το βγάλουν προς τα έξω.