Μήπως η αγάπη είναι μια ικανότητα που μπορεί να αναπτυχθεί;
Η αίθουσα ήταν γεμάτη από μαθητές όλων των ηλικιών. Το μάθημα της αγάπης αφορά όλους και είναι από τα πιο απαιτητικά της ενήλικης ζωής. Ατελείωτες ώρες διαβάσματος, απαιτητικές δοκιμασίες, συστηματικές ασκήσεις φαίνεται να μην αρκούν. Κάποιοι εγκαταλείπουν νωρίς, προφασιζόμενοι ότι είναι απλώς ένα συναίσθημα και τίποτα παραπάνω. Ισχύει όμως αυτό;
Μήπως η αγάπη είναι μια δεξιότητα που μαθαίνεται όπως υποστηρίζει ο Έριχ Φρομ; Μια ικανότητα που μπορεί να αναπτυχθεί; Μια στάση ζωής;
Η αγάπη δεν είναι ένα συναίσθημα που μπορεί εύκολα να απολαμβάνει ο καθένας ανεξάρτητα από το επίπεδο της ωριμότητας που έχει κατακτήσει. Όλες οι προσπάθειες του να βρει την αγάπη είναι καταδικασμένες να αποτύχουν, αν δεν προσπαθήσει πιο ενεργά και δραστήρια να αναπτύξει ολόκληρη την προσωπικότητα του έτσι, ώστε να φτάσει σε ένα δημιουργικό προσανατολισμό.*
Ποιος θα πει σ’ αγαπώ σήμερα; Ρωτάει ο καθηγητής στην έναρξη του μαθήματος. Ένας αέρας αμηχανίας απλώνεται στο χώρο. Φαινομενικά είναι μια απλή άσκηση. Στην πραγματικότητα όμως ο βαθμός δυσκολίας είναι ιδιαίτερα υψηλός για τους περισσότερους. Γιατί αυτή η μικρή λέξη κρύβει μια τεράστια ευθύνη.
Ο Τ. που είναι νέος στο τμήμα σηκώνει το χέρι του. Τι σημαίνει αγαπώ; αναρωτιέται. Δεν μπορεί να αναγνωρίσει αν το έχει αισθανθεί ποτέ. Είναι σαν τη χαρά ; Είναι ευγνωμοσύνη; Πώς περιγράφεται; Αν δεν μπορώ να το νιώσω πώς να το πω;
Η Μ. κοκκινίζει. Δυσκολεύεται να μοιραστεί τα συναισθήματα της. Ντρέπεται να ξεστομίσει μια τόσο σημαντική λέξη. Προτιμά να την κρύβει μέσα της και να την κρατά για εκείνη, αφήνοντας τους άλλους να περιμένουν να την ακούσουν.
Ο Κ. χαμηλώνει το βλέμμα. Αναρωτιέται αν μπορεί να πει αγαπώ στον εαυτό του. Πάλι κάτι του φταίει. Πάλι δεν νιώθει αρκετός. Πώς μπορεί να πει αγαπώ σε κάποιον άλλον όταν δεν μπορεί να πει σ’ αγαπώ στον εαυτό του;
Η Φ. κοιτάει στο κενό. Στέκει απαθής στο άκουσμα της λέξης. Είναι ξένη λέξη για εκείνη. Δεν την έμαθε όταν ηταν μικρή. Μεγάλωσε μόνη. Τώρα προσπαθεί να την ανακαλύψει. Να την προφέρει.
Η Γ. ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει αγαπώ αλλά αρνείται να σηκώσει το χέρι της. Φοβάται ότι αν το πει θα εκτεθεί, θα πονέσει.
Η Μ. το ξεστομίζει χωρίς να το σκεφτεί. Το λέει τόσο συχνά που πλέον αναρωτιέται αν το αισθάνεται πραγματικά. Το λέει γιατί το εννοεί ή γιατί θέλει να ευχαριστήσει τους άλλους;
O Π. γελάει. Δεν θέλει ούτε να λέει ούτε να ακούει το σ’αγαπώ. Ξέρει ότι αν το πει θα πρέπει να το δείξει με τη συμπεριφορά του. Να αναλάβει την ευθύνη. Δεν νιώθει έτοιμος ακόμη. Φοβάται.
Η Ρ. σηκώνεται όρθια. Σ’ αγαπώ μαμά, λέει με σταθερή φωνή, χωρίς δισταγμό.
Η Ρ. άρχισε να λέει σ’ αγαπώ όταν έχασε τον παππού της. Όταν ένα απόγευμα Κυριακής, επέστρεψε στο σπίτι και βρήκε το δωμάτιο άδειο. Όταν ήθελε να του πει πώς ήταν η μέρα της αλλά εκείνος είχε φύγει. Εκεί ήθελε να πει όσα σ’αγαπώ δεν είχε πει ποτέ αλλά δεν υπήρχε κανένας να την ακούσει. Τότε κατάλαβε ότι πρέπει να το λέει συχνά. Στους γονείς, στους φίλους, στα αδέρφια, στο σύντροφο της. Γιατί ο χρόνος κάποια στιγμή τελειώνει. Γιατί είναι κρίμα να μην ακούγεται μια τόσο όμορφη λέξη.
Κάποιος άλλος για σ’ αγαπώ;
* Απόσπασμα από το βιβλίο ¨Η τέχνη της αγάπης” του Έριχ Φρομ (εκδόσεις Διόπτρα). Στο συγκεκριμένο βιβλίο ο Γερμανός ψυχολόγος, κοινωνιολόγος, και φιλόσοφος Έριχ Φρόμ αντιμετωπίζει το φαινόμενο της αγάπης ως μια τέχνη που προκειμένου να κατακτηθεί, όπως και κάθε άλλη τέχνη, χρειάζεται πειθαρχία, συγκέντρωση, υπομονή και το υπέρτατο ενδιαφέρον του μαθητευόμενου για να φτάσει στο στόχο του.