Άλλη μια μέρα που δε θα θέλω να ανοίξω ούτε καν το ένα μάτι, που θα πεταχτώ άγαρμπα στην τούρλα της καθημερινότητας, προσπαθώντας πάλι να προλάβω απερίσκεπτα φανάρια, αμαξίδια με νευρικούς και βαριεστημένους οδηγούς, κεφάλια που ξεπροβάλουν.

Της Κατερίνας Σπανού

Αγώνας δρόμου η κάθε μέρα. Ωραίος αγώνας, έντονος, να σε ξυπνάει.

Βρίσκομαι σχεδόν αδικαιολόγητα από το κρεβάτι στο φανάρι στη Βασιλίσσης Σοφίας, τα αντανακλαστικά τεντωμένα, έτοιμη να προλάβω το momentum, την «χρυσή» στιγμή, που ο φωτεινός σηματοδότης θα δεήσει να επιτρέψει την διέλευση- και ξάφνου, η συνθήκη παγώνει.

Κορναρίσματα, βρισίδια και σιχτίρια ντύνουν την απότομη παύση και πίσω τους το έναρθρο (πια) και υπερβολικά ευγενικό: «Κοπελιά, παράτα το αμάξι και τράβα στην κουζίνα σου, να φτιάξεις κανένα φαΐ» σωριάζεται στο δρόμο και αποσυγχρονίζει ακόμα και τον ρυθμό των φαναριών. Αποστολέας του αρθρωτού βογγητού: άνδρας (φυσικά, θα μπορούσε και γυναίκα, δεν υπάρχουν φύλα και γένη σ΄ αυτά) ετών πάνω-κάτω 45,  ελαφρύ πιάσιμο στο τιμόνι-ένδειξη προφανούς άνεσης, ανυπόμονος και εννοείται μόνιμα αγανακτισμένος. Παραλήπτης:  γυναίκα ετών χοντρικά τριάντα, αμήχανο βλέμμα, μαγκωμένα χέρια στο τιμόνι, ένδειξη αμηχανίας και ανασφάλειας, αποπροσανατολισμένο βλέμμα και «κατεψυγμένες» αντιδράσεις. Πίσω απ΄ την αυλαία: θεατές όλων των ηλικιών παρακολουθούν άλλοι με όρεξη, άλλοι με αγωνία και άλλοι με παντελή αδιαφορία το σκηνικό. Η φάση λήγει αναίμακτα. Ο αποστολέας έχει περάσει το μήνυμά του, το κοινό παραληρεί, επικροτώντας και σιγοντάροντας τον ιθύνων αγενή νου και ο παραλήπτης σοκαρισμένος αποχωρεί, προσπαθώντας, ενώ δε φταίει (αυτόπτης μάρτυρας εδώ), να καθαρίσει το κούτελό του και να βρει τη θέση του: 1) στην κουζίνα, 2) στο δρόμο, παρέα με θρασείς αυτό(κινητο)κυριαρχους ή 3) στο κρεβατάκι του, μακριά από τα φώτα της όποιας δημοσιότητας, περνώντας παράλληλα μια σαφή και βαθιά κρίση ταυτότητας.

Ας το πάρουμε, όμως, από την αρχή. Ξεπερνώντας τον ειρωνικό τρόπο που ο αποστολέας αντιμετωπίζει τον παραλήπτη και αφήνοντας λίγο στην άκρη τα κίνητρά, την αυθάδεια, την παιδεία και, γενικότερα, τον τρόπο ανατροφής, που τον έχουν οδηγήσει στο να βουτάει ένα αμάξι και να απαιτεί να σε «τακτοποιήσει» στη θέση που θεωρεί ότι σου αρμόζει, θα αναλογιστώ το εξής προφανές (για εμένα): -γιατί, ρε παιδιά, να μη θέλω να είμαι στην κουζίνα μου; -γιατί εγώ, ως εκπρόσωπος της γυναικείας φαμίλιας, θεωρώ ότι μου δίνει ουσιαστική ευχή και ο ίδιος ότι με υποβαθμίζει και με προσβάλει; -Πείτε μου, ποιο είναι βασανιστήριο που πρέπει να εκτελέσω στην κουζίνα;

Έφτασες εν έτει 2020 να στέκεσαι στα φανάρια, να κρυφακούς τον χαρακτηρισμό «νοικοκυρά» και να ψάχνεις να αντιδράσεις, σα να θίχτηκες.

Γιαγιάδες που κλείνονταν στις κουζίνες τους και γέμιζαν ταψιά με αχνιστό φαγάκι είχατε; Τρέχατε κι εσείς να ορμίσετε στο ολόκαυτο ταψί, για να τσιμπήσετε την πρώτη μπουκιά, ενώ εκείνη πάλευε να σας απομακρύνει; Λέω γιαγιά, γιατί οι γιαγιάδες μας ήταν αυτές που κουβαλούσαν αγόγγυστα τον τίτλο «νοικοκυρά», σαν κάποια ιδιότητα που άρμοζε σε όλες τις γυναίκες και δεν ήταν επιβαρυμένη με κανένα χρυσό παράσημο, ούτε αντίστοιχα χλευαστικό προσωνύμιο. Το να μπεις στην κουζίνα και να καταφέρεις να βγάλεις ένα αποτέλεσμα που θα ευχαριστηθούν δικοί σου άνθρωποι, δε σε καθιστά ανίκανη των άλλων ιδιοτήτων και χαρακτηρισμών, ούτε από την άλλη, σε αναγάγει σε επίγεια θεότητα.  Αντίθετα, το «μαγείρεμα» είναι εκτός απ΄ τα άλλα, μια καθαρόαιμη ένδειξη αγάπης και νοιαξίματος, για όσους προασπίζεσαι. Είναι το «δούναι», χωρίς απαραιτήτως το «λαβείν».

Από την άλλη, ξέρω, χιλιάδες γενιές μικροαστικών Ελληνίδων μας σπούδασαν, για να «δραπετεύσουμε από την κουζίνα», να αγωνιστούμε και να προσφέρουμε εκεί έξω. Καθαρά ταξικό και οικονομικό προτέρημα. Σε αυτό το σημείο αντιλαμβάνεσαι ότι η μεγάλη και συνεχόμενη παραμονή στην κουζίνα και μόνο σε αυτή οδηγεί σε άλλες παρενέργειες. Συνεπώς, για να ξεφύγεις, παλεύεις να γίνεις γυναίκα καριέρας_ βέβαια, καριέρα στην Ελλάδα αν βρεις, τρύπησε μου τη μύτη_ μάλλον γυναίκες σε υψηλόβαθμες θέσεις, θα συναντήσεις, λυσσασμένες για προβολή και δόξα που ακριβώς επειδή νιώθουν ότι προσπαθείς να τους στερήσεις το δικαίωμα επιβίωσης εκτός της κουζίνας, μάχονται να σου αποδείξουν ότι είναι γεννημένες, για να σου κάνουν τη ζωή πατίνι.

Κάπως έτσι, γυναίκες (και άντρες_άλλο κεφάλαιο) φτάνουμε να «γεννάμε» παιδιά και να μας τα μεγαλώνουν τρίτοι, γιατί εμείς αφιερώσαμε μισή ζωή στο να κυνηγάμε χρήμα και ανέλιξη, προφανώς για να χτίσουμε ένα καλύτερο μέλλον γι΄ αυτά, αδιαφορώντας σχεδόν φυσικά για το παρόν μας μαζί τους.

Έπειτα είσαι κι εσύ. Σταματημένη στα φανάρια με την ίδια απορία.

Τι κι αν μαγειρεύεις από έρωτα, φροντίζεις όσους αγαπάς αλλά τολμάς και χώνεσαι σε πολύπλοκα εργασιακά περιβάλλοντα, παλεύοντας και διεκδικώντας ένα καλύτερο μέλλον… «Που ανήκεις;» Θα σε ρωτήσουν. «Κι αν δεν ανήκω;» «Νοικοκυρά ή καριερίστρια; «Πρέπει να χωρέσεις».

«Δε χωράω πουθενά», απάντησέ τους. Δε μας χρειάζεται μαρκίζα, για να κάνουμε, όσα νιώθουμε. Αταχτοποίητες και άναρχες θα τριγυρνάμε εσύ κι εγώ σε κοινωνίες που ολοένα αλλάζουν. Κανείς δε θα μας απεχθάνεται, ούτε θα μας επευφημεί.

Ελεύθερα νοικοκυρο-καριεριστικά υβρίδια σε μια μετανεοτερική εποχή και μια πραγματικότητα αφηρημένη.

Σχόλια