25η Νοεμβρίου: Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών
Βία
Η βία λαμβάνει πολλές μορφές και συναντάται σε πολλές πτυχές της καθημερινότητας υποδεικνύοντας τη χρησιμοποίηση της δύναμης για την επιβολή της θέλησης του υποκειμένου.
Από όποια πλευρά κι αν προέρχεται και με όποια μορφή η βία είναι αποδοκιμαστέα βαλλόμενη κατά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Δυστυχώς, ωστόσο, η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι η βία αποτελεί φαινόμενο αυξανόμενης δυναμικής που στρέφεται κυρίως κατά ευάλωτων ομάδων, ενώ διαχρονικά απειλεί τις γυναίκες.
Τα ποσοστά της βίας κατά των γυναικών και η εκτίναξή τους την περίοδο της πανδημίας αποδεικνύουν ότι η απειλή παραμένει ισχυρή και απαιτεί αποτελεσματικές κοινωνικά δράσεις σε παγκόσμια κλίμακα.
Τί περιλαμβάνει όμως η βία κατά των γυναικών;
Κάθε πράξη με βάση το φύλο που έχει ως αποτέλεσμα ή είναι πιθανό να προκαλέσει σωματική, σεξουαλική ή ψυχολογική βλάβη στις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των απειλών τέτοιων πράξεων, του εξαναγκασμού ή της αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας τους τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό βίο.
Η εξάλειψη του φαινομένου εξαρτάται από όλους μας.
Χρέος μας είναι να μη γυρνάμε την πλάτη, να μη σωπαίνουμε και να βρισκόμαστε δίπλα σε όποια έχει ανάγκη.
Τα κοινωνικά φαινόμενα μαρτυρούν συλλογική ευθύνη και αυτή η διαπίστωση είναι απαραίτητη αν θέλουμε να εγκαινιάσουμε μια εποχή πραγματικής ευαισθητοποίησης και δράσης.
Παραθέτω ένα διήγημα εμπνευσμένο από τη διαχρονική βία κατά των γυναικών και όλους εκείνους που παρατηρούν αλλά παραλείπουν να αναλάβουν δράση.
Στον τελικό απολογισμό όμως κανείς δεν είναι άμοιρος ευθυνών.
Το μοιραίο…
Ήταν ένα όμορφο ζευγάρι πολύ ταιριαστό θα έλεγε κανείς. Εκείνος ψηλός, ευθυτενής, μελαχρινός, με αρρενωπά χαρακτηριστικά και ιδιαίτερη γοητεία. Εκείνη ξανθιά, αδύνατη, με σωστές αναλογίες και καλοσχηματισμένα άκρα. Εκείνος γλυκός, τρυφερός, προσεκτικός στα λόγια του, έσπευδε να τη στολίζει με λουλούδια για να τη θαυμάζουν όλοι. Εκείνη ακίνητη, σαν κούκλα που δέχεται ασάλευτα την περιποίηση χωρίς να αποκαλύπτει τις διαθέσεις της, απέφευγε τους μορφασμούς. Καμιά φορά πότε πότε της ξέφευγε κανένα χαμόγελο όταν πήγαινε στο φούρνο αλλά μέχρι εκεί. Ο φούρναρης ήταν ένας καλοθρεμμένος μεσήλικας με μουστάκι, πάντα πρόσχαρος και καλοσυνάτος, πρόθυμος να ανοίξει την καρδιά του και να αγκαλιάσει τους μαραζωμένους αυτού του κόσμου. Εκείνη δε μιλούσε. Έδειχνε τόσο σνομπ. Μόνο μπροστά στο φούρναρη μπορούσε κανείς να δει το αχνοσχηματισμένο χαμόγελο που πρόβαλλε τις πιο καλές ημέρες. Κατά τα άλλα ψυχρή. Μια παγωμένη ομορφιά έτοιμη να τοποθετηθεί σε ένα ράφι για να τη θαυμάσεις. Τί να σκεφτόταν… Κανείς δεν ήξερε αλλά το βέβαιο είναι πως δεν είχε έγνοιες. Τα είχε όλα. Και πρωτίστως έναν υπέροχο σύζυγο… Ένα σύζυγο που μάλιστα στεκόταν σαν αληθινός πατέρας πλάι στα δύο της παιδιά απ’ όταν πέθανε ο πρώτος της άντρας. «Τί τύχη» ψιθύριζαν οι γυναίκες της γειτονιάς, «τί ατυχία να χάσουμε το γαμπρό» οι φαρμακόγλωσσες.
Ήταν μια κοινωνία μικρή και μια εποχή δύσκολη. Ιδίως για μια γυναίκα με δυο παιδιά και μόνο όπλο την ομορφιά της, για την οποία άλλωστε θα την έψεγαν οι γυναίκες και θα τη λαχταρούσαν οι άντρες. Μόρφωση δε διέθετε. Αλλά τί να την κάνει τη μόρφωση; Η μόρφωση τις εποχές εκείνες έπρεπε να περιορίζεται στα οικοκυρικά. Κατέτεινε δε, στην εύρεση του σωστού συζύγου, ο οποίος ευρέθη. Έξοχα! Σκοπός επετεύχθη. Υπάρχει, ωστόσο, μια παράμετρος που αγνοήθηκε και που μάλλον αντιστοιχεί στο συστατικό εκείνο που είναι τόσο ισχυρό, ώστε, όταν χύνεται σε ένα μείγμα, καταφέρνει να υπερισχύσει. Γιατί είναι τόσο έντονο που μπροστά του τα υπόλοιπα συστατικά φαντάζουν ανούσια. Ποιο είναι αυτό; Η ποιότητα του συζύγου. Τί γίνεται αν δεν αποδειχθεί τελικά σωστός; Αλίμονο στη σκέψη του κοινωνικού στίγματος και του αγώνα για την επιβίωση. Στο κάτω κάτω εκείνη ήταν από τις τυχερές. Γι’ αυτό και οι περισσότερες τη ζήλευαν. Ήταν και η απόμακρη φιγούρα της που δε γεννούσε αισθήματα συμπάθειας. Κι αυτό το βλέμμα το βαθύ που ποτέ δε σταυρωνόταν με τα βλέμματα του κόσμου. Πού να ’ξεραν. Κανείς δεν ήξερε και κανείς δε φανταζόταν. Ίσως κανένας πιο διορατικός, λιγότερο θολωμένος από το φθόνο να μη στεκόταν μονάχα στην εικόνα αλλά και τότε πάλι μπορεί να μη μιλούσε. Αυτό το είδος της άτυπης σύμβασης που τα μέρη ξέρουν και δε μιλούν γιατί ξέρουν πως και ο άλλος δε θα μιλήσει. Συναινούν και ησυχάζουν. Και συνεχίζουν ατάραχοι. Όπως ατάραχοι παρέμειναν την ημέρα που εμφανίστηκε με μπλαβιασμένο μάτι. Τότε που σκόνταψε και χτύπησε. Ή τότε που ο λαιμός της είχε κοκκινίλες. Ήταν τότε που έπαθε αναφυλαξία από ένα φουλάρι που έδεσε στο λαιμό. Ευτυχώς, όμως, είχε σύζυγο που τη φρόντιζε και στις δημόσιες εξόδους τους ήταν και πλακατζής διακωμωδώντας τις απροσεξίες της γυναίκας του.
Το τέλειο ζευγάρι… και μετά οι πόρτες έκλειναν. Και το ζηλευτό γινόταν τρομερό. Και ο τρυφερός σύζυγος γινόταν ένα αγρίμι ανήμερο και ανίκανο να ελέγξει τις ορμές του. Και εκείνη η όμορφη και φαινομενικά σνομπ υπέφερε από τα ξεσπάσματά του τα τόσο φοβερά που την έκαναν να σκύβει το κεφάλι, να νιώθει αδύναμη και να μην τολμά να αντικρίσει τον κόσμο. Το να κοιτάς κατάματα τους ανθρώπους φανερώνει κάποιου είδους περηφάνια που της είχε όμως στερήσει προ πολλού. Κάθε χτύπημα έπαιρνε μαζί του τα λιγοστά ίχνη αξιοπρέπειας που ένιωθε να της έχουν απομείνει. Κάθε κρότος οδηγούσε σε έναν εσωτερικό πανικό και μια απελπισία που εγκλωβίστηκε στο αδιέξοδο της μαυρισμένης της ψυχής. Και κάθε σπιθαμή σκέψης να δώσει ένα τέλος προσέκρουε στην κατακραυγή, το κοινωνικό σίγμα που θα την ακολουθούσε, την αδυναμία της να συντηρηθεί και να συντηρήσει τα παιδιά της. Δεν είχε τίποτα. Μόνο την ομορφιά που είχε αρχίσει να ξεθωριάζει όχι τόσο από το χρόνο ακόμη όσο από τα καθημερινά βασανιστήρια. Τέτοια βασανιστήρια που δε χρειάζονταν καν αφορμή για να φέρουν στην επιφάνεια άρρωστες συμπεριφορές.
Για εκείνον δεν ήταν παρά ένα απόκτημα το οποίο είχε κάθε δικαίωμα να εξουσιάζει κατά το δοκούν. Οι ορέξεις του, τα νεύρα του, τα αρχέγονα ένστικτά του, όλα έβρισκαν πρόσφορο πάτημα σε εκείνη τη γυναίκα που οι ξένοι θαύμαζαν κι ο ίδιος εξευτέλιζε καθημερινά. Ήθελε να την ταπεινώνει πότε πότε σαν προκαταβολή τιμωρίας αν τολμούσε να σηκώσει κεφάλι. Ίσως γιατί ο ίδιος ήταν τρομερά ανασφαλής. Ίσως γιατί έτσι έμαθε να επιδεικνύει τον ανδρισμό του για να νιώθει σπουδαίος. Αυτό ήταν το κλειδί της δικής του υπεροχής. Ένας τρόπος να καμουφλάρει τη μιζέρια της ψυχής του για να πείσει τον εαυτό του πως έχει αξία, την αξία της επιβολής. Κι ας έδειχνε κι αυτός τόσο τέλειος. Κι ας έμοιαζε να μην του λείπει τίποτα. Πόση διάσταση ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι καμιά φορά, πολλές φορές. Και όμως λένε πως μια εικόνα ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις. Πόσο δίκιο είχε ο Σωκράτης όταν έλεγε πως οι πολλοί πλανώνται.
Δεν υπήρχε επιλογή. Μια μαρτυρική ζωή μαζί του ή μια ζωή στο δρόμο που αναπόφευκτα θα καταδίκαζε και τα παιδιά της σε μια μοίρα που δε θα μπορούσε ούτε στη σκέψη να αντέξει. Και δεν υπήρχε κανείς για να βοηθήσει. Οι γνωστοί άγνωστοι που θα μπορούσαν να μαντέψουν, στο πιο αισιόδοξο σενάριο, σίγουρα δε θα βοηθούσαν. Στην καλύτερη περίπτωση θα παρέμεναν αδιάφοροι. Θεατές μιας πραγματικότητας που δε μας ενοχλεί γιατί είναι μακριά από εμάς. Πόση απελπισία να αντέξει ένας ταλαιπωρημένος νους, ένα σώμα που παραπαίει από την κακουχία και γερνά από τον πόνο. Πόση άδικη καταδίκη να αντέξει ένας άνθρωπος που λούστηκε την ασχήμια του κόσμου χωρίς να φταίξει. Κι ακόμη και να άντεχε λίγο ακόμα τί θα ’φταιγαν εκείνα τα παιδιά. Τόσο αθώα, τόσο αγνά, τόσο έρμαια των περιστάσεων. Ένας νους που βάλλεται διαρκώς γεννά νοσηρές σκέψεις που φαντάζουν παράλογες για τον υποτιθέμενα λογικό σε ένα πλαίσιο που οι άνθρωποι δεν ασπάζονται παρά μια σχετική λογική για να συμπορευτούν. Και αυτές οι νοσηρές σκέψεις καμιά φορά μοιάζουν σωτήριες. Και το αρρωστημένο γίνεται λογικό. Κάποτε και δίκαιο.
Το αδιέξοδο φωτίστηκε μια μέρα. Μια στιγμή που το μυαλό άστραψε και αναγκάστηκε να πράξει παραβαίνοντας την κυριότερη θεία εντολή. Και η λύση σερβιρίστηκε με έναν πρωινό καφέ που θα ήταν ο τελευταίος του.
Ώρα θανάτου: 09.30. Το τηλέφωνο χτυπά. Αιτία θανάτου: Ανακοπή. «Τί ατυχία» ψιθύριζαν οι γυναίκες της γειτονιάς, «τί τύχη» ψιθύριζαν οι φαρμακόγλωσσες. Η χήρα συνέχισε την πορεία της κοιτώντας τις γυναίκες στα μάτια. Η μοίρα την έκανε να μη δείχνει πια σνομπ. Βάδιζε με το κεφάλι ψηλά…