«Η υψηλότερη μορφή της άνοιξης που ξέρω: μια ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα»
Γ. Σεφέρης

Πάσχα

 

 

Κώστας Μόντης, “Μια εικόνα Παναγίας και ο Ιησούς”

Απ᾽ εκείνο το σφίξιμο στην αγκαλιά Της
καταλαβαίνεις πως ξέρει πως θα Της τον πάρουμε
απ᾽ εκείνο το βλέμμα που μας βλέπει
καταλαβαίνεις πως ξέρει πως θα Της τον πάρουμε.

 

Κική Δημουλά, “Πάσχα στο φούρνο”

Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά.
Άνοιξα το φούρνο με θυμό τι φωνάζεις είπα
σε ακούνε οι καλεσμένοι.
Ο φούρνος δεν καίει, βέλαξε
κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική
χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας.

Έβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι.
Παγωμένο το μέτωπο τα πόδια ο σβέρκος
το χορτάρι η βοσκή τα κατσάβραχα
η σφαγή.

 

 

Γιάννης Ρίτσος, “Επιτάφιος” (απόσπασμα)

(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσίς του δρόμου,
μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της,
βουΐζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών —
των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της):

 

I

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
που μάντευες τί πέρναγε κάτου απ’ το τσίνορό μου,

Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

Πουλί μου, εσύ που μου ’φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κ’ είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.

Δε μου μιλείς κ’ η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.

 

 

Γιάννης Ρίτσος, “Εαρινή Συμφωνία”

Άκου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ’ τα χείλη των παιδιών
απ’ την άγνοια των χελιδονιών
απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.

Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.

Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που ‘χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που ‘χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.

Χριστέ μου
τι θα ‘τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;

 

Νίκος Καζαντζάκης, “Μαγδαληνή”

Ω Κύριε, εγώ ‘μαι που έσπασα σα μυρογιάλι
στα ιερά σου πόδια την καρδιά μου, και τα ολόξανθα
μακριά μαλλιά μου εγώ τ’ ανέμισα στις τρέμουλες,
σκυφτές των Αποστόλων κεφαλές, σα φλάμπουρο!
Εγώ ‘μαι που όντας όλοι οι εδικοί μακριάθε
κοιτώντας το σταυρό σε κλαίγαν σκορπισμένοι,
στεκόμουν στο πλευρό σου παραστάτης, κι όρθια
στα χέρια μου εδεχόμουν, στην ποδιά, στο πρόσωπο,
πηχτό, ζεστό, σαν όμπρο θερινό, το γαίμα σου!
Κ’ έκραζα: Ανοίξου γης, ποτίσου γης, σκιρτήστε
σα σπόροι αθάνατοι στο χώμα, ώ πεθαμένοι!
Χριστέ, κι αν όλοι σ’ αρνηθούν, δε θα πεθάνεις!
Γιατί στον κόρφο μου το αθάνατο νερό
κρατώ και σε κερνώ, και κατεβαίνεις πάλι
στη γης, και περπατάς μαζί μου στα χωράφια,
βολές σωπαίνοντας γλυκά, βολές ταΐζοντας
το Λόγο τον καλό στα πεινασμένα πλήθη.

 

 

Άγγελος Σικελιανός, ” Στ’ όσιου Λουκά το μοναστήρι”

[…]Γιατί κι ο πόνος,
στα ρόδα μέσα, κι ο Επιτάφιος Θρήνος
κ΄ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θήρα, αναφτερώναν
το νου του στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν! […]

Σχόλια