Ήταν Κυριακή 23 Φεβρουαρίου, μια παρέα άραξε στο τραπεζάκι αντίκρυ στο παράθυρο που έβλεπε την θάλασσα.
Μια ανάσα μακριά τους εκείνη, φορώντας τα γαλάζια μες την νηνεμία λουζόταν από το χρυσαφί θειάφι του ζεστού ηλίου.
Τίποτε δε φάνταζε ότι θα διατάραζε σύντομα τα νερά σε κείνο το αρμονικό κομμάτι της πληγωμένης υφηλίου. Ένα σμήνος γλάρων, χόρευε στον αιθέρα πιο πέρα.
Σύντροφος των ψαράδων, το θαλασσοπούλι έστησε καραούλι γιατί η πείνα είχε φθάσει στο μεδούλι. Η μπύρα κατέφθασε.
Άρωμα γλυκό σαν φούλι, με γεύση παχιάς μαγιάς και με νότες πλούσιες ωσάν κεχριμπάρι καθώς το κριθάρι με το λυκίσκο ,γαργάλησε δροσερά τον μεθυσμένο ουρανίσκο.
Ξανθιά και κείνη, μα παγωμένη έφερε στους φίλους τέρψη, κινητήρια ζεύξη ευχάριστων και χαλαρών συζητήσεων.
Ήταν μια συνηθισμένη Κυριακή, μια μέρα ανάπαυσης από τις αγχογόνες καθημερινές.
Το βράδυ έφτασε, οι φίλοι αποχαιρετίστηκαν με φιλιά και αγκάλες και υποσχέθηκαν να προγραμματίσουν σύντομα την επόμενή τους έξοδο. Πήγαν σπίτι και έκαναν τα πλάνα “νόρμας” της εβδομάδος .
Ο Γιώργος συνεννοήθηκε να πάρει την γιαγιά του στην λαϊκή, η Αθανασία την αδερφή της στο μάθημα,ο Θοδωρής τη θεία του στο χωριό και η Μαρία τη μητέρα της στην εφορία.
Μα κανείς τους δεν περίμενε τόσο σύντομα εκείνη την έφοδο. Πρόσοδος σχεδίων η μοίρα, στο άκουσμά της μαγευτική σαν λύρα μα ακριβή όπως την λίρα.
Οι μέρες περνούσαν γλήγορα , ώσπου την τρίτη όμως μέρα έφτασε η ζοφερή είδηση πως μας επισκέφτηκε ο ανελέητος ιός, ο κορωνοϊός στην ενδοχώρα. Έκτοτε μπόρα δυσοίωνων ειδήσεων κατακλύζουν το κάθε σπίτι, για τον θανατηφόρο αναπνευστικό, λοιμογόνο θύτη.
464 κρούσματα, άσματα ηχηρών και βροντερών κρουστών, διατυμπανίζουν επικείμενο όλεθρο εάν δεν παραμείνουν έγκλειστοι όλοι οι κάτοικοι στο σπίτι.
Οι τρόφιμοι κυκλοφορούν κατά διαστήματα οπλισμένοι με γάντια και αντισηπτικά με εξιτήριο μόνο στις υπεραγορές και στα φαρμακεία, αποφεύγοντας χώρους συναθροίσεως εν ώρα κρίσεως.
Τα εμπορικά καταστήματα είχαν κλείσει και μαζί με αυτά τα ξενοδοχεία και όλες οι δημόσιες υπηρεσίες.Όμως η άνοιξη δεν γνώριζε τίποτε. Τα λουλούδια άνθιζαν, οι πρώτες αμυγδαλιές φύτρωσαν.
Τα χελιδόνια ήρθαν πίσω. Οι λόφοι γέμισαν από παπαρούνες.
Οι νεαροί που προηγουμένως καθόντουσαν σπίτι αποσβολωμένοι στα κινητά, τα άφηναν πίσω και πηγαίνανε μόνοι τους περπάτημα ή τρέξιμο στην φύση. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι, μα τα νοσοκομεία γέμιζαν.
Η άνοιξη όμως συνέχιζε και παράλληλα τα μικρόβια εξαπλώνονταν. Ο φόβος έγινε αληθινός, και όλες οι μέρες έμοιαζαν ίδιες. Αλλά η άνοιξη δεν γνώριζε τίποτε, οι βιολέτες στόλιζαν με λευκές, ροζ και μωβ αποχρώσεις τους κάμπους.
Οι γειτονιές μύριζαν γιασεμί.
Μέχρις ότου απαγορεύθηκε η κυκλοφορία στους δρόμους και στην ύπαιθρο με την αστυνομία σαν τους γλάρους να καιροφυλακτούν για λιποτάκτες νόσου.
Όμως, ο Γιώργος βρήκε χρόνο να πειραματιστεί στην μαγειρική, στην αγαπημένη του ασχολία. Η Αθανασία έπιασε τις μπογιές και γέμισε με ζωντάνια τους άδειους καμβάδες στην αποθήκη.
Ο Θοδωρής με την μικρή του αδερφή έπαιξαν μετά από καιρό τα αγαπημένα τους επιτραπέζια. Η Μαρία εμπνεύστηκε και έγραψε ακόμη τρία άρθρα.
Στην γειτονική Ιταλία, ο μικρός Frederico γιόρτασε τα γενέθλιά του στο μπαλκόνι του διαμερίσματος του, καθώς όλοι οι γείτονες του τραγούδησαν το ’’happy birthday ’’ στα ιταλικά .
Ενώ, στην Ισπανία, απέξω από το νοσοκομείο της Μαδρίτης όλοι οι έγκλειστοι κάτοικοι βγήκαν στα μπαλκόνια τους και χειροκροτούσαν ως ένδειξη σεβασμού και εκτίμησης τους ιατρούς και νοσοκόμους που δίνουν μάχη καθημερινά για να περιθάλψουν τους ασθενείς από τον ιό.
Στην Ελλάδα μολονότι στις 25η Μαρτίου ακυρώθηκε η παρέλαση για τα σχεδόν 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, οι κάτοικοι όλης της χώρας βγήκαν στα μπαλκόνια και τραγούδησαν με σθένος τον εθνικό τους ύμνο, αποτίοντας τιμή στους πεσόντες και στους ακρίτες του Έβρου που με παλικαριά προστατεύουν τα ελληνικά και ευρωπαϊκά συνάμα σύνορα.
Ήταν η χρονιά, που τα περισσότερα παιδιά αποφάσισαν πως ήθελαν να γίνουν γιατροί όταν μεγαλώσουν, γιατί για κείνα ήταν οι ήρωες δίχως κάπα.
Ήταν η περίοδος, που οι άνθρωποι δεν έβλεπαν τίποτε σαν δεδομένο και άρχισαν να συλλαμβάνουν την σημασία της υγείας και της αλτρουιστικής αγάπης. Ήταν το έτος, που η οικονομία κατέρρευσε , που οι χώρες ισοπεδώθηκαν.
Ώσπου ήρθε η μέρα που ο Υπουργός Υγείας διέκοψε τις επαναλαμβανόμενες ειδήσεις για να αναγγείλει την δημιουργία του πολυπόθητου, επιτυχημένου εμβολίου και την σύντομα επερχόμενη επιστροφή στην καθημερινότητα.
Μετά από λίγες μέρες όταν θεραπεύτηκε και ο τελευταίος ασθενής κηρύχθηκε ο τερματισμός της καθολικής καραντίνας στην χώρα. Πλήθος χαρούμενων ανθρώπων κατέκλυσαν τους δρόμους.
Πέταξαν τα γάντια και τις μάσκες και αγκάλιαζαν τον πλησίον με δάκρυα στα μάτια λες και ήταν αδερφός τους. Σάλπιγγες ηχούσαν χαρμόσυνα, ενθουσιώδεις κραυγές σκίρτησαν τον αέρα.
Το καλοκαίρι πλησίαζε, γιατί η άνοιξη ακόμη δεν γνώριζε. Ο Σπύρος συνέχιζε να ζει. Παρά τα ο,τι συνέβη, παρά τον ιό, τον φόβο και τον θάνατο.
Γιατί η άνοιξη δεν γνώριζε. Διότι ο Σπύρος είχε μάθει σε όλους το μυστικό του : Την δύναμη της ζωής.
Μαρία Νικολέτα Σουλούνια