Ένα βουνό, υπάρχουν πολλοί τρόποι να το διασχίσεις, κάθε ένας ξεχωριστά από όσους φανταστείς ενέχει μια ανείπωτη δυσκολία και έναν πρώτογνωρο θυμό.
Ο πρωταγωνιστής μας κοντοστάθηκε φαινομενικά χωρίς αιτία. Αναλογίστηκε πολλά. Συνειδητοποιήσε λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ότι άκουγε μια εκπομπή στο ραδιόφωνο που τον οδήγησε σε μια σειρά σκέψεων. “Όταν βρεις το θάρρος να αφήσεις τον θυμό να εξελιχθεί σε πόνο…” Κι εκείνος μονολόγησε: Θάρρος; Δηλαδή η δειλία σε οδηγεί σε αιώνιο θυμό; Δεν πονάει ο θυμός;
Ο πρωταγωνιστής μας έχοντας μάθει ξεκάθαρα πώς να θυμώνει αλλά ποτέ πώς να απελευθερώνεται από τον θυμό, ενοχλήθηκε. Και φυσικό άλλωστε, τόσα χρόνια μια βολική συνήθεια βρίσκονταν υπό την απειλή μιας σπουδαίας συνειδητοποίησης.
Κοίταξε το ρολόι του νευρικά. Τον εκνεύριζε και η κίνηση στον δρόμο ακόμα και αν δεν κινδύνευε να φτάσει κάπου με καθυστέρηση. Φαιδρό θαρρείς, μα ας του δώσουμε και λίγο δίκιο για την τόση συνέπεια του απέναντι σε μια κατάσταση της ύπαρξης του.
Λοιπόν μόλις τον σκιαγραφήσαμε κάπως, νευρικός· μα συνεπής! Μια σπουδαια αρετή σε μια ανάξια εμπιστοσύνης κοινωνία. Και λόγια, πολλά λόγια άνευ ουσίας. Παρότι νευρικός ο πρωταγωνιστής μας έχει μια πλήρη εικόνα της αληθούς ανυπαρξίας της αλήθειας! Και βέβαια αυτός είναι λόγος για μεγάλο θυμό, αλλά για πόσο να μένει στον θυμό; Γιατί να μην περνάει στην αληθινή του υπόσταση; Μια υπόσταση που προκαλεί πόνο σε μια αμήχανη ηρεμία, σε ένα φαινομενικά ατέρμονο χάος.
Στο συνεχές λοιπόν των χαρακτήρων, αυτός ήταν ο θυμωμένος χαρακτήρας, αισθανόμενος την ασυνέχεια του περάσματος του χρόνου.
Κάθε κοίταγμα του στο ρολόι είχε ως σκοπό να αρχειοθετήσει τον τρόπο που περνάει ο χρόνος, να συλλάβει το ίδιο το πέρασμα του χρόνου. Πάσει θυσία όμως ήθελε να αποφύγει να πονέσει για αυτές του τις οντολογικές σκέψεις. Και κάθε μυτερό θραύσμα θυμού έχτιζε σταδιακά μια ιδιοσυγκρασία βαθιά πληγωμένη και καλά σκεπασμένη από θυμό.
Σαν μια οικεία λοιπόν φωνή, εκείνη η φωνή από την ραδιοφωνική εκπομπή, ήταν ένα μικρο ξυπνητήρι, μια αφύπνιση ενοχλητική που εν πρώτοις διόγκωσε τον θυμό και λίγο μετά τον ξεφούσκωσε. Και όσο αυτό το σκέπασμα που προαναφέραμε έφθινε και ατροφούσε, ένας πόνος αναδύθηκε χωρίς αρχή και τέλος!
Είχε για καλή του τύχη συμφιλιωθεί με αυτόν τον γνήσιο πόνο.
Αν έπρεπε να το κάνουμε εικόνα, χαλάρωσε τις γροθιές του για να δει καλύτερα τις πληγές του και να τις περιποιηθει. Ας μην τα αποδώσουμε όλα στην τύχη βέβαια, ήταν πρωτίστως μια επιθυμία του πρωταγωνιστή μας να ακούσει κάτι που μπορεί όλα αυτά τα χρόνια να αγνοούσε!
Δείτε επίσης: Θολές αναμνήσεις μιας χαμένης παιδικότητας