Πόσα χρώματα και μυρωδιές μπορεί να παρασύρει το απαλό άγγιγμα του αιθέρα… Το γλυκό αεράκι που χαϊδεύει τη μνήμη και ξυπνά την προσμονή…
Για κάποιους η πιο ωραία εποχή του χρόνου, γεμάτη αρώματα κι αρμονία. Για άλλους ακόμα η εποχή των αλλεργιών και της δυσανεξίας.
Για εκείνο το κορίτσι όμως τα παιδικά του χρόνια. Τα χρόνια που χανόταν μέσα σε ηλιόλουστες σκέψεις σαν έτρεχε να αντικρύσει τα λουλούδια που άνθιζαν για να υποδεχτούν την αλλαγή, περιμένοντας με σύνεση όλο το χρόνο, μονάχα για να λάμψουν τη στιγμή που η φύση πρόσταξε και μετά να αποσυρθούν διακριτικά.
Κάθε χρόνο περιμένει και το κορίτσι να κλείσει τα μάτια για να ταξιδέψει στις μακρινές αναμνήσεις. Πέρασαν τα χρόνια, όπως περνούν οι εποχές, που κάνουν τον κύκλο τους και φεύγουν, μα πάντα έρχονται ξανά.
Έγινε πια γυναίκα και βυθίστηκε στις βοές του αγέλαστου κόσμου.
Σήμερα όμως, δεν είναι έτσι.
Σήμερα ήρθε ξανά η μέρα που κάθε χρόνο περιμένει ανοίγοντας το παράθυρο.
Κλείνει τα βλέφαρα και υποκύπτει στο φως που τη μεθά. Τραγουδά κι ας μην ακούγεται ο ήχος. Ο ήχος είναι πηγαίος. Μπορεί να μην πατά με χάρη στις νότες αλλά είναι το δίχως άλλο εύθυμος.
Εκείνη το ξέρει και κρυφογελά.
Σήμερα είναι μια άλλη. Κάποια από τα παλιά που αναγεννιέται σαν ραίνεται τις θρασείες οσμές που καλύπτουν τους πόρους του κορμιού της.
Σφίγγει τις παλάμες της για να νιώσει την ενέργεια που ξύπνησε για να μην ξανακοιμηθεί απόψε.
Ποτίζεται από τη δύναμη του κοριτσιού που θέλει να αγκαλιάσει την ομορφιά. Ακολουθεί την αγαπημένη της αίσθηση, την όσφρηση, κι αρχίζει να τρέχει στα λιβάδια που έτρεχε σαν παιδί.
Κυλιέται στο χώμα κι αφήνεται να λερωθεί από τους μίσχους των μικρών λουλουδιών που κρύβονται κάτω από τα πολύχρωμα άνθη.
Κουτρουβαλιέται άτσαλα, γελώντας με τη σκανταλιά που κάποτε έμοιαζε χαριτωμένη. Ακούει το θρόισμα που της μιλά πιο καθαρά από τα λόγια. Σηκώνεται δίχως ν’ ανοίξει τα μάτια.
Τα μονοπάτια της όσφρησης είναι πιο κατανοητά απ’ όσα βλέπει το μάτι που ξεγελιέται.
Αρχίζει να στριφογυρνά σιγά και μετά πιο γρήγορα σαν μπαλαρίνα που πρέπει να τα δώσει όλα πριν πέσει πάλι η αυλαία. Φωνάζει. Σχεδόν ουρλιάζει κι η φύση αποκρίνεται, όπως έκανε πάντα, στέλνοντας τους ιπτάμενους φίλους της να της θυμίσουν την πρότερη ελευθερία της.
Ζηλεύει την ελευθερία της πλάσης, μα πιο πολύ την αποφασιστικότητα των πουλιών που τη γυροφέρνουν στα όνειρά της, σα ζιζάνια που κατατρέχουν την καρδιά.
Δεν μπορεί να υποταχτεί όπως η φύση δεν υποτάσσεται, κι ας δίνει την εντύπωση πως μερικές φορές το κάνει.
Είναι τότε που ανασκουμπώνεται για να επανέλθει και τότε τα χρώματα δείχνουν πιο φωτεινά. Γιατί λείπουν για καιρό.
Είναι ώρα να ανοίξει τα μάτια για να δει. Το φως είναι πιο λαμπρό απ’ ότι πίστευε γιατί αφέθηκε στη ζάλη του μυαλού.
Γυρνά πίσω, όχι όμως όπως πριν. Είναι χαμογελαστή μα το σημερινό χαμόγελο είναι πιο πλατύ απ’ το χθεσινό. Γιατί περίμενε καιρό.
Τώρα μπορεί ν’ ανοίξει τα χέρια όπως οι φίλοι της ανοίγουν τα φτερά τους. Είναι άνοιξη. Είναι η εποχή που κάθε χρόνο προσμένει.