Ένα κείμενο που προέκυψε κατά την αναζήτηση μου για εκείνους τους πεισματάρηδες της γενιάς μας που προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την τέχνη τους ως ασπίδα στην φθορά.
Αυτή τη φορά έψαχνα να σας παρουσιάσω κάτι ακαριαία συναρπαστικό, κάποιον που θα μπορούσε να μας παρασύρει μαζί του μέσα σε μια ανοίκεια γνώριμη ανακάλυψη.
Έτσι, αποφάσισα να στροβιλιστούμε για λίγα λεπτά μέσα σε μια δίνη στιγμών, εμπειριών, οραμάτων, λεπτών ζωής. Η δίνη λοιπόν που φαντάζομαι για το σημερινό μας ταξίδι ομοιάζει τη ζωή ∙ δεν έχει αρχή, δεν έχει τέλος, είναι θολή, πολυεπίπεδη, αφήνει κάποιες χαραμάδες φωτός να τη διαπεράσουν, ένα νεφέλωμα μπολιασμένο με γνωστές ή και όχι μουσικές, οικεία ή και μη συναισθήματα…
Μέσα σε μια τέτοια δίνη νομίζω πως εμφανίστηκαν κάποια θραύσματα της πραγματικότητας του νεαρού φωτογράφου Ηλία Γεωργιάδη, καθώς προσπαθούσα να κρυφοκοιτάξω με περιέργεια μέσα από μια κλειδαρότρυπα τον κόσμο του.
“Έτσι, για μένα, η φωτογραφία είναι αυτή η κουκίδα που συνδέει το τι είναι βαθιά μέσα μας και δεν μπορούμε να καταλάβουμε ή να περιγράψουμε, με τον έξω κόσμο. Μια σύνδεση που ξεπερνά οτιδήποτε και αν μπει μπροστά της σαν εμπόδιο. Μια σύνδεση που κινείται ελεύθερα στο χωροχρόνο με απρόβλεπτο, μυστηριώδη και μη γραμμικό τρόπο. Μια σύνδεση ανάμεσα στην Αγάπη και το Θάνατο.” (H.Γ., όπως αναφέρεται στο προσωπικό του ιστολόγιο)
Ο Ηλίας Γεωργιάδης γεννήθηκε κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, ενώ ξεκίνησε να καταπιάνεται με τη φωτογραφία σε ηλικία 19 ετών. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του τίθεται η περιθωριακή νυχτερινή ζωή σε μικρές πόλεις και κοινωνίες ανά την Ελλάδα και την Ευρώπη, στοχεύοντας ουσιαστικά σε μια κατάβαση στα βάθη της ανθρώπινης φύσης. Η πρώτη του δουλειά με τίτλο “Over|State” έχει προβληθεί σε διάφορα φεστιβάλ, travelling shows, ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, ενώ φιλοξενείται σε ψηφιακά, αλλά και έντυπα περιοδικά.
Αν κάποιος ωστόσο μου ζητούσε να δημιουργήσω μια επαγγελματική ταυτότητα για τον συγκεκριμένο άνθρωπο, τότε θα έγραφα μάλλον –όχι μάλλον, είμαι βέβαιη- κάτι σαν «Ηλίας Γεωργιάδης : ασχολείται με τον Έρωτα, το Θάνατο, τη Ζωή και τη Μουσική (τους)»
Για αυτό που ακόμα δεν είμαι σίγουρη είναι για το εάν και κατά πόσο ο φωτογραφικός φακός του Ηλία απλώς απαθανατίζει. Αυτό θαρρώ ανήκει στις ιδιότητες μιας οποιαδήποτε φωτογραφικής μηχανής.
Σίγουρα όμως θα υπάρχει κάτι που διαφοροποιεί τα στιγμιότυπα που φυλάσσει μέσα η εκάστοτε κάμερα… Και αυτό δεν μπορεί να είναι παρά το μάτι εκείνο που ευθύνεται για τη λήψη.
Ο συγκεκριμένος επομένως φωτογραφικός φακός, πέρα από το ότι μπορεί να κρατάει ζωντανές τις εικόνες που αποτυπώνει, ανιχνεύει.
Δεν ανιχνεύει ατέλειες, παρά μόνο τη φλέβα της ανθρώπινης φύσης, το σημείο εκείνο που το σκοτάδι απλώνει το χέρι του στο φως, τις γραμμές του σώματος και τις πτυχώσεις της συναισθηματικής έκφρασης.
Οι φωτογραφίες του επίσης σμιλεύουν, σμιλεύουν χαρακτήρες, καταστάσεις, αισθήσεις.
Το λευκό με το μαύρο συνυπάρχουν σε πλήρη αρμονία, με το λευκό να χαράζει πάνω στις φιγούρες, όσα το μαύρο προσπαθεί να καταπιεί. Άλλωστε απουσία χρώματος όλα γίνονται πιο διάφανα, σαν και να κραυγάζουν.
Φωτογραφίες που ανιχνεύουν, σμιλεύουν, σκιαγραφούν… Σκιαγραφούν τον τρόπο με τον οποίο το «Είναι» μας μπορεί πολλές φορές να δηλητηριάζεται από τον ίδιο μας τον εαυτό, τις ανάγκες ή/και τις (ημιτελείς) επιθυμίες μας.
Εκτός όμως από τα παραπάνω ο φωτογραφικός του φακός έχει ακόμα μια ικανότητα: καθρεφτίζει τις πληγές του δημιουργού του στις πληγές των άλλων.
Μέσα από τη δουλειά του διαγράφεται μια ιδιαίτερη διαδρομή, από τη συναισθηματική (κατά)πτωση στην εύρεση του εσωτερικού.
Οι λήψεις του, θα έλεγα, διακατέχονται από μια απόκοσμη αυθεντικότητα. Κάθε ύπαρξη που συναντάται στις φωτογραφίες του προβάλλεται ως έχει ∙ η πραγματικότητα μαζί με το αναπάντεχο της, τις ενορμήσεις, τα πάθη, τα θολά της όρια, μια πραγματικότητα γυμνή από τον έλεγχο, «καταδικασμένη» στην ειλικρίνεια που υπαγορεύει το φιλμ.
Αντί επιλόγου θα θυμηθώ τα λόγια του Κάφκα και θα καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η δουλειά του Ηλία Γεωργιάδη μπορεί να χρησιμεύσει και «ως τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας», αποκαλύπτοντας την ίδια στιγμή μπροστά μας ολάκερα αποσπάσματα του εαυτού του.