Ένα μάλλον χειμωνιάτικο απόγευμα η Μαίρη, προσπαθώντας να βρεθεί με νέους ανθρώπους που «σπάνε τα αβγά» κάνοντας τέχνη, συνάντησε το Γιώργο Μοσχόπουλο για μια συζήτηση χωρίς προετοιμασμένες ερωτήσεις, χωρίς μαγνητοφωνάκι, κάπου στη Φωκίωνος Νέγρη…

Συνήθως όταν πρόκειται να γνωρίσω κάποιον στα πλαίσια της φιλοξενίας  του στο περιοδικό, η φράση που ξεπηδάει στο μυαλό μου είναι «Συγγνώμη που μπήκα απρόσκλητη στο κάστρο σας, αλλά…».

Τι να είναι  άραγε αυτό που συμπληρώνει τη σκέψη μου, εκείνο το γρανάζι που με κινητοποιεί, φέρνοντας με μπροστά στην πόρτα ενός άγνωστου για εμένα κόσμου; Μήπως είμαι απλώς περίεργη ή μήπως….

Μα ναι! Αυτό είναι∙ ψάχνοντας την έμπνευση σκοντάφτω πάνω σε ανθρώπους που την έχουν σε πλεόνασμα μέσα τους.

Αυτό το ιδιόρρυθμο κυνήγι με έφερε, μάλλον, να χτυπάω την πόρτα του Γιώργου, ζητώντας του ουσιαστικά να περιηγηθώ στα δρομάκια της προσωπικότητας του, μιας προσωπικότητας στην οποία από τη στιγμή που τον γνώρισα κατάλαβα ότι οι άνεμοι δημιουργικότητας πνέουν σε υψηλά μποφόρ.

Ο Γιώργος Μοσχόπουλος έκανε σπουδές φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας στην Κρήτη. Εκτός όμως από αυτό, αν και μόνο 23 χρόνων,  έχει κάνει ραδιόφωνο, διαβάζει, φωτογραφίζει, γράφει, ακούει, αναζητάει, μεταφράζει. Μικρότερος έπαιζε και μπάλα, όχι τόσο πετυχημένα, αλλά έπαιζε. Άλλωστε «το να παίζεις καλή μπάλα είναι το παρασύνθημα σε μια επαρχία», όπως ο τόπος που μεγάλωσε ο Γιώργος.

Γιατί όμως επέλεξα να το συγκρατήσω άραγε αυτό; Ίσως γιατί, όπως μου ανέφερε ο ίδιος «ένα θραύσμα εδώ, ένα θραύσμα εκεί, όλα συνδέονται».

Όσο περπατάμε ψάχνοντας το μέρος που θα κάτσουμε, μου αναφέρει ότι συχνά περπατάει γρήγορα, γιατί αγχώνεται μήπως καθυστερήσει, αν και τελικά συνήθως αργεί. Επίσης δεν του αρέσουν οι προθεσμίες.

Ένα ημιδομημένο χάος σκέφτηκα εγώ. Πράγματι, καθώς μιλούσαμε και μου περιέγραφε στιγμές από τη ζωή του μου έδωσε την αίσθηση ότι τίποτα δεν έχει συμβεί βάσει σχεδίου. Όλα σαν να προέκυψαν δημιουργώντας μια εκκωφαντικά μοναδική σύνθεση.

Ξεκίνησε το διάβασμα φυλλομετρώντας της σελίδες  μιας εγκυκλοπαίδειας 18  τόμων που είχε βρει τη θέση της στην ξύλινη βιβλιοθήκη του σπιτιού του. Κάπως έτσι γνώρισε τον Νίκο Εγγονόπουλο ή συνάντησε για πρώτη φορά τον φιλόσοφο Φρίντριχ Βίλχελμ Γιόζεφ Σέλινγκ∙ κάπως έτσι ξεκίνησε να διαφοροποιείται -θα συμπληρώσω εγώ- από τα «οξύθυμα», πατήματα, που κρύβει μέσα της η επαρχία.


«Η ποίηση είναι χαμηλή φωνή»

Το γράψιμο ακολούθησε μάλλον σαν μια φυσική λειτουργία, καθώς άρχισε να γνωρίζει μέσα από έναν θεολόγο του στο σχολείο την ποιητική πράξη. Έτσι, ξεκίνησε να διαβάζει  Ελύτη, στη συνέχεια Σεφέρη, Γκάτσο, Χάκκα, Χειμωνά. Αυτή τη φορά το φυλλομέτρημα των λογοτεχνικών κειμένων τον βοήθησε να δημιουργήσει το δικό του τρόπο γραφής, έναν τρόπο μέσα στον οποίο έχουν φωλιάσει όλοι όσοι διάβασε.

«Η μίμηση είναι κομμάτι της καθημερινότητας» και τότε είναι η πρώτη φορά ίσως που κάποιος με κάνει να σκεφτώ μια άλλη διάσταση της λέξης «κλέβω», μια διάσταση πιο εκλεκτική, δημιουργική, απελευθερωτική και απενοχοποιημένη, επισημαίνοντας μου παράλληλα ότι «Οι αναφορές ρέουν και υπάρχουν». Έτσι η δική σου φωνή είναι ουσιαστικά «κράμα πολλών φωνών».


«Ανήκουμε στο κείμενο, γράφουμε πάντα για ένα κείμενο που του ανήκουμε» (από τον πρόλογο του για το βιβλίο «Η Αφροδίτη με τη Γούνα»)

Καθώς η συζήτηση μας προχωράει συνειδητοποιώ ότι δεν ήταν μόνο η βαθιά κινηματογραφική του αύρα που με προκάλεσε να τον γνωρίσω και να γράψω για εκείνον, αλλά πολύ περισσότερο το γεγονός ότι δεν προσπαθεί εναγωνίως να κρύψει το «κουκούτσι» του.

Μου δίνει την αίσθηση ότι είναι τόσο αληθινός όσο και με τον ίδιο του τον εαυτό στο σπίτι του. Όπως οι πρωταγωνιστές στις ταινίες του Οικονομίδη, έτσι και ο ίδιος δε φοβάται να εκτεθεί, δεν έχει την ανάγκη να κρυφτεί πίσω από τη «θεατρική πράξη»… Απλά σε αφήνει να γίνεις μάρτυρας μιας πραγματικής φλούδας ζωής του.

Επιστρέφοντας, όμως, στο τραπέζι εκείνου του απογεύματος, στο ζεστό χώρο του καφέ-μπαρ, η περιέργειά μου φτάνει στο πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να μεταφράζει κανείς.

Για εμένα είναι μια από τις πιο ριψοκίνδυνες πράξεις, καθώς καλείσαι να μεταφέρεις όχι μόνο τις λέξεις, αλλά το νόημα, την αίσθηση, τις αποχρώσεις και τις υφές του αρχικού κειμένου.

Έτσι και για το Γιώργο, ένας καλός μεταφραστής είναι κάτι πέρα από αυτό, είναι καλός λογοτέχνης και αυτό γιατί η πρόκληση της μετάφρασης σε φέρνει σε επαφή με τον συγγραφέα, «τον έχεις απέναντι σου και εσύ προσπαθείς  να το μεταφέρεις».


«Ο έρωτας δε συμβαίνει απλώς…. (σαν μια διαδικασία) επιθυμία, πόθος, εξύψωση, πτώση»

Μια τέτοιου είδους επαφή βίωσε και ο ίδιος πρόσφατα, δεδομένου ότι είναι εκείνος στον οποίο οφείλουμε μετά από πολλά χρόνια τη μετάφραση του κλασικού συγγραφικού έργου του Λέοπολντ Φον Ζάχερ Μαζόχ «Venus in Furs». «Η Αφροδίτη με τη Γούνα» είναι «μια πραγματεία περί έρωτος», μια προσπάθεια του Μαζόχ να συμπυκνώσει τους αντικρουόμενους κόσμους.

Λίγο πριν κλείσω τη συζήτησή μας αποφασίζω να τολμήσω να του ζητήσω μια απάντηση στο δικό μου αναπάντητο ερώτημα «Τι είναι τέχνη;». Η απάντηση του;

«Η τέχνη είναι ένα όπλο για να συνεχίσει να ζει κανείς το αύριο. Μπορεί να είναι όπλο, μπορεί και καύσιμο. Είναι αποτέλεσμα, δηλαδή κάτι που επέρχεται, σίγουρα όχι εν κενώ.»

Αυτός είναι, λοιπόν, ο Γιώργος Μοσχόπολους, ένας πολυδιάστατος άνθρωπος, με παλμό, που δεν αγαπάει τη μονομέρεια, που μπορεί και αφουγκράζεται, που –ευτυχώς- συνεχίζει να φυλλομετρά και να ανακαλύπτει, που ενώ βρίσκει το χρώμα υπέροχο, επιλέγει να τραβάει μόνο ασπρόμαυρες φωτογραφίες, δεδομένου ότι «μοιάζουν με ακτινογραφίες. Όσα έχουν σημασία να μείνουν, μένουν. Χάνονται οι εντυπώσεις και μένουν οι όψεις».


«Η αισθητική είναι ιεροτελεστία, μυρωδιά, κατάσταση, εισχωρεί παντού, Είναι μια ένοπλη συνθήκη μεταξύ βλεμμάτων»

Ευχαριστώ θερμά την Ηλέκτρα Κατσίκη για τις φωτογραφίες της.

Σχόλια