Μια γυναίκα θρύλος!
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ ήταν Γαλλίδα συγγραφέας, φιλόσοφος, διανοούμενη, ακτιβίστρια και φεμινίστρια. Πρόκειται για μία γυναίκα-θρύλο που τόσο για τα γραπτά της όσο και για τους αγώνες της άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της στον πνευματικό κόσμο του 20ού αιώνα.
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ (Simone Lucie Ernestine Marie Bertrand de Beauvoir) κόρη του Ζορζ Μπερτράντ ντε Μποβουάρ και της Φρανσουάζ Βρασέρ γεννήθηκε στη λεωφόρο Ρασπάγ στο Παρίσι στις 9 Ιανουαρίου του 1908.
Η Σιμόν μεγάλωσε σε μια αριστοκρατική οικογένεια, που όμως αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, αφού λίγο πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έχασε την περιουσία της. Ο πατέρας της, ένας άνθρωπος συντηρητικός, δικηγόρος στο επάγγελμα, με καλλιτεχνικές ευαισθησίες, οι οποίες θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην πορεία της κόρης του.
Η μητέρα της, μία βαθιά θρησκευόμενη γυναίκα ασχολείται με την ηθική διαπαιδαγώγηση των παιδιών της, τη μόρφωση τους, ενώ ονειρεύεται για τις κόρες της έναν καλό γάμο, πράγμα το οποίο η Σιμόν δε θα πραγματοποιήσει.
Διάβασε εδώ πράγματα που δεν γνώριζες για την Σιμόν ντε Μποβουάρ!
H Σιμόν ντε Μποβουάρ, κατά την παιδική της ηλικία, είναι υπόδειγμα διαγωγής, καθώς προσαρμόζεται σε όλες τις επιθυμίες της μητέρας της. Είναι ευσεβής και εκφράζει την επιθυμία της να αφιερωθεί στο Θεό, ωστόσο αυτό αλλάζει εντελώς στην εφηβεία, κατά την οποία αφυπνίζεται μέσα της η επαναστατική της πλευρά. Αρχίζει να γίνεται ανυπάκουη στη μητέρα της και να αμφισβητεί όσα μέχρι εκείνη τη μέρα πίστευε.
Στα 14 της χρόνια έχει πια υπαρξιακές αναζητήσεις, όχι συνηθισμένες για ένα παιδί της ηλικίας της, πράγμα που την οδηγεί στο να διαβάζει αδιάκοπα τα βιβλία του πατέρα της.
Οι γονείς της ελέγχουν τα αναγνώσματά της, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που της απαγορεύουν την πρόσβαση σε συγκεκριμένα ράφια στην βιβλιοθήκη.
Λίγο αργότερα έχοντας πια λάβει το Bacalaureat της από το καθολικό σχολείο Cours Desir, σπουδάζει στη Σορβόνη στο Εκόλ Νορμάλ Σουπεριέρ, φιλοσοφία, και συνεχίζει τις μεταπτυχιακές της σπουδές. Στα 21 της γνωρίζει τον Ζαν Πολ Σαρτρ, συμφοιτητή της, που στη συνέχεια πρόκειται να γίνει ο άνθρωπός της και πνευματικός της συνοδοιπόρος.
Από το 1931 έως το 1943, η Σιμόν ντε Μποβουάρ όντας η νεότερη καθηγήτρια φιλοσοφίας διδάσκει σε σχολεία της Ρουέν, της Μασαλίας και των Παρισίων. Οι διαλέξεις της έχουν θέματα όπως η ισότητα, η ελευθερία καθώς και η κοινωνική καταπίεση που δέχονται οι γυναίκες.
Λίγο αργότερα η φιλοναζιστική κυβέρνηση του Βισί την απαλλάσσει από τα διδακτικά της καθήκοντα καθώς οι απόψεις της κρίνονται επικίνδυνες.
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ υποστηρίζει ανοιχτά τη σχέση μιας μαθήτριας μ’ έναν Ισπανό εβραϊκής καταγωγής. Την ίδια περίοδο φημολογείται ότι έχει συνάψει σχέση με μία μαθήτριά της γεγονός, που θα οδηγήσει στην οριστική της απόλυση το 1943.
Τα χρόνια, που η Γαλλία βρίσκεται σε κατοχή γνωρίζεται με την αντιστασιακή ελίτ, τον Καμύ, τον Ζενέ και τον Πικάσο. Την ίδια ώρα αφιερώνεται στο γράψιμο αλλά και στην επαναστατική οργάνωση που έχει ιδρύσει ο Σαρτρ με όνομα Σοσιαλισμός και Ελευθερία. Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μαζί με τον Σαρτρ προχωρούν στην έκδοση της αριστερής πολιτικής εφημερίδας “Μοντέρνοι Καιροί”.
Τόσο η Μποβουάρ με τον Σαρτρ, όσο και άλλοι διανοούμενοι της εποχής συχνάζουν στο καφέ Λε Ντε Μαγκό στην πλατεία Σεν Ζερμέν ντε Πρε, με το καφέ να γίνεται δίαυλος επαναστατικών αντιλήψεων. Στη συνέχεια θα προσχωρήσουν μαζί στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, ωστόσο το 1956 μετά την Σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία, θα το εγκαταλείψουν και θα στραφούν στον Μαοισμό. Το 1960 θα αποδεχτούν την πρόσκληση του Φιντέλ Κάστρο και θα επισκεφτούν την Κούβα.
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ πρωτοστατεί στους αγώνες την πολυτάραχη δεκαετία του ’60 και μάχεται υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών.
Στις φοιτητικές κινητοποιήσεις τον Μάιο του ’68 συντάσσεται με το φοιτητικό κίνημα. Το καφέ Λε Ντε Μαγκό θα αποτελέσει και πάλι σημείο, όπου μαζί με τον Σαρτρ και τους σκηνοθέτες Γκοντάρ και Μαλ γράφουν και μοιράζουν την μαοική εφημερίδα “Η υπόθεση των λαών”.
Το 1959 εκδίδεται το Δεύτερο Φύλο ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για την πραγματική θέση της γυναίκας, το οποίο μέχρι και σήμερα θεωρείται το απόλυτο έργο αναφοράς στο του φεμινιστικού κινήματος.
Κατά τις δεκαετίες ’60 και ’70 η Σιμόν δεν παύει να αγωνίζεται για τα δικαιώματα των γυναικών, συμμετέχοντας σε κινητοποιήσεις για το δικαίωμα της νόμιμης άμβλωσης και αντισύλληψης, ενώ διαδηλώνει υπέρ της ισότητας στην εκπαίδευση και της οικονομικής ανεξαρτησίας των γυναικών από τους συζύγους τους.
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ που αγωνίστηκε μέχρι το τέλος πεθαίνει σχεδόν έξι χρόνια μετά τον θάνατο του αγαπημένου της Σαρτρ, από πνευμονία. Η ταφή της γίνεται στο Κοιμητήριο του Μονπαρνάς του Παρισιού πλάι στον Ζαν Πολ.