Μερικές σκέψεις, από τις στιγμές, που είμαι μόνος μου, μέσα σε τέσσερις τοίχους.
Τα φώτα του δρόμου σβήνουν στις 6:23 το πρωί ακριβώς. Το ξέρω αυτό, επειδή είμαι ξύπνιος στο κρεβάτι μου και κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Ήταν 6:22, μέχρι το βιομηχανικά πορτοκαλί φώς να χαθεί από τα μάτια μου. Τώρα είναι 6:23. Βασικά, ψέματα. Τώρα, την ώρα που το γράφω αυτό, είναι 7:36. Έχει περάσει ακριβώς μια ώρα και δεκατρία λεπτά από την ώρα που έσβησαν τα φώτα του δρόμου.
Αναρωτιέμαι ποιός το φτιάχνει αυτό το πρόγραμμα. Και σε τι είναι βασισμένο. Λογικά, θα τα ρυθμίζουν να σβήνουν την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος, ανάλογα με το τι εποχή είναι. Αλλά τι γίνεται με τις μέρες που ο ήλιος δεν ανατέλλει; Τις συννεφιασμένες μέρες. Πώς βρίσκουν αυτοί που κυκλοφορούν στα σκοτάδια το σπίτι τους; Πώς βρίσκουν αυτοί που έχουν χαθεί στη νύχτα τον δρόμο τους; Υποθέτω πως κανείς δεν φροντίζει γι’ αυτούς.
Ο κόσμος πιστεύει πως δεν υπάρχουν σύννεφα στα καλοκαιρινά πρωινά. Ή τουλάχιστον, όχι αρκετά για να δικαιολογήσουν το να είναι αναμμένα τα φώτα μετά τις 6:23.
Φτιάχνω καφέ και στρίβω τσιγάρο. Το κρεβάτι είναι ξέστρωτο, και θα παραμείνει έτσι μέχρι το βράδυ, που θα ξαπλώσω και πάλι. Τότε, θα είναι στρωμένο πάνω μου. Ποτέ δεν ήμουν καλός στο να στρώνω το κρεβάτι μου πριν φύγω από το σπίτι.
Δεν έβρισκα ποτέ τον λόγο.
«Θα ξαναξαπλώσω σε λίγες ώρες, έτσι δεν είναι;» Σκεφτόμουν. Άρα, ποιό το νόημα να ξεστρώσω ένα τέλεια φτιαγμένο κρεβάτι για να ξαπλώσω; Δεν είναι καλύτερα να ξαπλώνεις σ’ ένα κρεβάτι που είναι έτσι κι αλλιώς άνω-κάτω;
Και ξέρεις κάτι; Είναι δουλειά να στρώνεις το κρεβάτι σου κάθε μέρα. Ειδικά, αν είναι διπλό σαν το δικό μου. Πρέπει να φέρεις το σεντόνι σε όλες αυτές τις απομακρυσμένες γωνίες, να παλέψεις για να το κάνεις να σταθεί στην θέση του, μόνο και μόνο, για να το δεις να αποτραβιέται από την γωνία που ήσουν πριν λίγο.
Και όταν τελικά τα καταφέρεις, όταν έχεις ισιώσει το σεντόνι, έχεις βάλει τα μαξιλάρια και έχεις ακουμπήσει απαλά το πάπλωμα, είσαι τόσο κουρασμένος, που το μόνο θέλεις να κάνεις είναι να ξαπλώσεις. Και προσπαθείς να είσαι προσεκτικός. Ξαπλώνεις πάνω από τα σκεπάσματα, για να μην αναστατώσεις την τάξη.
Σχεδόν δεν ακουμπάς το στρώμα.
Αλλά ποιός μπορεί να ξεκουραστεί έτσι; Πώς μπορείς να ζεις στις μύτες των ποδιών σου, ανησυχώντας μήπως ξεστρώσεις το κρεβάτι; Για μία ζωή. Γι’ αυτό δεν στρώνω το κρεβάτι μου το πρωί.
Λένε: “Όπως έστρωσες θα κοιμηθείς.” Οι πράξεις σου θα καθορίσουν τις συνέπειες. Η δράση την αντίδραση, και το ταξίδι τον προορισμό.
Πώς όμως, χαράζεις ρότα δίχως να ξέρεις τον προορισμό;
Οι χάρτες έχουν αρχή και τέλος. Απο σημείο Α σε σημείο Β. Κι εσύ, επιλέγεις το ταξίδι. Έχεις όμως μόνο αναχώρηση, κι άντε να βρείς την άφιξη. Δίχως να ξέρεις το πού, πώς να ξέρεις το πώς; Αλλά όπως έστρωσες θα κοιμηθείς τελικά. Υποθέτω πως, το “Όπως έζησες θα πεθάνεις” ήταν πολύ κυριολεκτικό.
Και υπάρχουν πολλά που μπορούν να σε σκοτώσουν. Ένα αμάξι στον δρόμο, μια γλιστερή μπανιέρα, το χαλασμένο φαγητό. Το μόνο, όμως, που μπορεί να σε σκοτώσει, και στο υπενθυμίζει καθημερινά, είναι τα τσιγάρα.
Στην αρχή, προσπάθησαν να μας το πουν από την τηλεόραση και τις εφημερίδες. «ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΣΚΟΤΩΝΕΙ». Όταν είδαν ότι αυτό δεν απέτρεψε κανέναν, μας το έγραψαν πάνω στα πακέτα μας. «ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΣΚΟΤΩΝΕΙ». Και όταν είδαν πως ούτε αυτό είχε αποτέλεσμα, έβαλαν στα πακέτα με φρικτές εικόνες θανάτου, αρρώστιας και συνεπειών.
Εικόνες, που αν ήταν στο πρωτοσέλιδο κάποιας εφημερίδας ή η πρώτη είδηση σε κάποιο δελτίο, όλοι θα έπαιρναν δαυλούς και τσουγκράνες στα χέρια και θα λεηλατούσαν τους δρόμους. Θα έκαιγαν, θα έσφαζαν και θα βίαζαν μέχρι να χαθούν αυτές οι εικόνες από την συνείδησή τους. Τώρα, τους βλέπεις να ανταλλάσουν 7 και 8 ευρώ για μια τέτοια εικόνα.
«Όχι αυτή με την τρύπα στον λαιμό. Αυτή είναι για γυμνασιόπαιδα. Την άλλη θέλω, με το σαπισμένο πόδι.» τους ακούς να λένε.
Πολλά μπορούν να σε σκοτώσουν, αλλά μόνο αυτό έρχεται με προειδοποίηση. Δεν βλέπεις κανέναν αμάξι στο δρόμο, να γράφει στο καπό του «ΤΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ». Δεν βλέπεις μια λευκή μπανιέρα, καλυμμένη με μεγάλα, μαύρα γράμματα «ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΟΤΑΝ ΕΙΝΑΙ ΒΡΕΓΜΕΝΗ».
Καμία συσκευασία φαγητού δεν έχει εικόνες από ανθρώπους που πέθαναν από δηλητηρίαση. Κανένας δεν έρχεται να σου πει, πως μπορείς να πεθάνεις, όταν σου ραγίσει η καρδιά. Δεν σου μιλάνε ποτέ για όλους αυτούς που φόρεσαν μια θηλιά για περιδέραιο και κλώτσησαν το σκαμπό κάτω από τα πόδια τους, όταν βρήκαν ένα γράμμα που έλεγε ‘’αντίο’’.
Ούτε γι’ αυτούς που ένιωσαν για μια στιγμή το κρύο νερό και μετά τίποτε άλλο ποτέ ξανά, όταν έχασαν τα πάντα. Και συνεχίζεις να βγαίνεις στον δρόμο, ανάμεσα σε χιλιάδες πιθανούς δολοφόνους, να κάνεις μπάνιο μέσα σε ένα κατασκεύασμα θανάτου και να καταπίνεις μπουκιές που κάθε μια μπορεί να είναι η τελευταία σου.
Καπνίζεις και ερωτεύεσαι, αλλά μόνο τα τσιγάρα έχουν την ειλικρίνεια να σου πουν πως θα σε σκοτώσουν.
c.m flood