Τελικά από τι χαρακτηρίζεται η νοσταλγία;
Ήταν μια συνηθισμένη βροχερή Κυριακή του 1999, λουσμένη από ένα απέραντο πέπλο γκρίζων σύννεφων που κοσμούσαν το άχρωμο και μελαγχολικό κλίμα του Southampton. H ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, η πυκνή ομίχλη μαζί με την σφοδρή υγρασία που την συνόδευε ανέδυε μια έντονη γήινη μυρωδιά συνηθισμένη για τον φθινοπωρινό καιρό εκείνο της Νότιας Αγγλίας, αλλά ακόμη ξένη για τον φίλο μας Κωνσταντίνο Σεντικίδη, ο οποίος ακόμη δεν είχε εξοικειωθεί με το βρετανικό ζοφερό κλίμα.
Ο Κωνσταντίνος αποφάσισε, λοιπόν, να εγκαταλείψει για λίγο το γραφείο του μαζί με την αχανή χάρτινη στοίβα ακαδημαϊκών άρθρων που είχε απλωθεί ορμητικά σε κάθε γωνία του γραφείου του, που στεγαζόταν στο τμήμα της Ψυχολογίας εντός του Πανεπιστήμιο του Southampton και να δειπνήσει με τον συνάδελφό του James.
Άλλωστε είχε παραλείψει το μεσημεριανό του γεύμα, αφού για άλλη μια φορά είχε βυθιστεί στην αείρροη δίνη διάφορων ερευνητικών περιοδικών με σκοπό να ανακαλύψει ένα νέο πεδίο έρευνας ή τουλάχιστον να ανασκάψει και να χαρτογραφήσει ένα νέο πέρασμα στον ατέρμονα, δύσβατο και σε πολλές πτυχές άγνωστο λαβύρινθο της ανθρώπινης ψυχής.
Επεδίωκε μέσα από τη καινούρια του έρευνα να εξορύξει τα κρησφύγετα των ανθρώπινων κινήτρων, κινητήριων συναισθημάτων και προσδοκιών και να γεφυρώσει το απέραντο χάσμα μεταξύ της αβύσσου κοιτίδας του υποσυνείδητου και συνειδητού κόσμου.
Στο φλιτζάνι του απέμεινε μόνο η παχιά στοιβάδα του κατακαθιού του ελληνικού καφέ που πλέον είχε παγώσει. Ένιωθε πως όπως και με το ίζημα του καφέ του, έτσι και οι σκέψεις του είχαν τελματωθεί, είχε στερεύσει από έμπνευση και η μόνη του παρηγοριά ήταν οι γλυκές αναμνήσεις των οικογενειακών μεσημεριανών στο σπιτικό του τις Κυριακές, το πεντανόστιμο φαγητό της γιαγιάς, το ποδόσφαιρο με τα παιδιά της γειτονιάς…
Ίσως έφταιγε ο ελληνικός καφές, η καβουρδισμένη του οσμή του θύμιζε αυθόρμητα τη ζωή του στην πατρίδα.
Ήταν περασμένες 20:30 και είχε δώσει ραντεβού στις 20:45 στο κοντινό εστιατόριο, αναπήδησε από την καρέκλα του γραφείου του, φόρεσε γρήγορα το χοντρό του σακάκι, πήρε την ομπρέλα και έφυγε βιαστικά για το ραντεβού του.
Κατά τη διάρκεια του δείπνου, ο Κωνσταντίνος εξήγησε στον βρετανό συνάδελφό του, για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε για να διεξάγει μια ενδιαφέρουσα καινοτόμα έρευνα και του ομολόγησε πως συχνά έπιανε τον εαυτό του να αναπολεί την παλιά του ζωή στην Ελλάδα ή να νοσταλγεί τις ηλιόλουστες μέρες στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν έπαιζε μπάσκετ με του φίλους του από το Πανεπιστήμιο North Carolina. Ο συνάδελφός του ανησύχησε και υποστήριξε πως ο Κωνσταντίνος μάλλον περνούσε από μια περίοδο κατάθλιψης.
Όμως ο Κωνσταντίνος γρήγορα ισχυρίστηκε πως η νοσταλγία ήταν αντιθέτως γι’ αυτόν ιαματική, καθώς κατά την διάρκεια αναπόλησης εκείνων των στιγμών ένιωθε πως κατανοούσε βαθύτερα το νόημα της ζωής του, τις ρίζες του και τη συμβολή τους στην πλεύση του για την επιθυμητή του πορεία.
Ο φίλος του, ο James, με την άποψή του περί της νοσταλγίας αντιπροσωπεύει το μοναδικό ρεύμα εκείνης της αποκλειστικής μέχρι τότε σχολής, που από το 1688 μετά τον γνωστό Τριακονταετή πόλεμο μεταξύ των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης αντιμετώπιζε τη νοσταλγία ως απειλή.
Κατά τη διάρκεια εκείνου του πολέμου (1618-1648) πολλοί ιατροί μεταξύ αυτών και ο γνωστός Ελβετός Johanes Hofer, είχε διαγνώσει σε πολλούς στρατιώτες τη συχνή αίσθηση νοσταλγίας ιδιαίτερα την άνοιξη και την ερμήνευε ως ψυχολογική αρρώστια εφόσον αποπροσανατόλιζε τους στρατιώτες από την αποστολή τους, θέτοντας τους ίδιους και την πατρίδα τους σε κίνδυνο.
Ο «κλινικός» όρος της νοσταλγίας τότε ήταν συνυφασμένος με μια εκφυλιστική διαταραχή εφόσον ορισμένες χώρες που μετείχαν στον τότε πόλεμο, έδιωχναν τους στρατιώτες που αναπολούσαν αρκετά ή για το λόγο αυτό πολλοί στρατιώτες υποκρίνονταν ότι νοσταλγούσαν για να μην πολεμήσουν, ενώ άλλες χώρες τους καταδίκαζαν ακόμη και σε θάνατο.
Την ίδια γνώμη για την επικίνδυνη ισχύ που διαθέτει η νοσταλγία στον φορέα της, να τον απομακρύνει από την πραγματικότητα, την ενσαρκώνει και ο Roderick Peters το 1985.
Ο Roderick χαρακτηρίζει την νοσταλγία ως αποσαρθρωτική, διότι εκείνος όπως και οι περισσότεροι προσέδιδαν παραπάνω προσοχή στο συναίσθημα του άλγους των στρατιωτών παρά στα συναισθήματα της νόστου με αποτέλεσμα μέχρι και το 1999 να κυριαρχεί η σχολή, που ερμηνεύει την νοσταλγία ως ασθένεια.
Ίσως εκείνη η βροχερή Κυριακή του 1999, να μην ήταν τόσο συνηθισμένη Κυριακή. Λίγο γνώριζε ο φίλος μας τότε ότι θα γινόταν γεωπόνος στο ερευνητικό πεδίο της νοσταλγίας, που ως τότε ήταν άγονο και πως με τις έρευνες που θα εκπονούσε θα αναδειχθεί σε επίκαιρο υπέρμαχο της σχολής, που υποστηρίζει τα πλεονεκτήματα της εμπειρίας της νοσταλγίας.
Για να ερμηνεύσουμε, όμως, παρακάτω τις 2 διαφορετικές μετωπικές σχολές της νοσταλγίας θα πρέπει να ορίσουμε πρώτα τον όρο νοσταλγία.
Ο όρος νοσταλγία επινοήθηκε από τον παγκοσμίου φήμης γνωστό πρόγονό μας τον Όμηρο και εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ιστορία στο έπος της Οδύσσειας, όπου ο πρωταγωνιστής Οδυσσέας με σύντροφο την αέναη νοσταλγία του αγωνίζεται συνέχεια για την παλιννόστησή του στην Ιθάκη, την οποία και επιτυγχάνει εν τέλει θριαμβευτικά παρά τις μύριες κακουχίες, που τον βασάνισαν.
Ο όρος Νοσταλγία συντίθεται από δύο λέξεις «νόστος» που σημαίνει επιστροφή και άλγος που σημαίνει πόνος, το συναίσθημα της οδύνης, που διακατέχει το άτομο, λόγω του ότι επιθυμεί να επιστρέψει σε μια χρονική περίοδο του παρελθόντος.
Προσωπικά πιστεύω, ότι το μεταίχμιο που ορίζει την θετική ή αρνητική λειτουργία της νοσταλγίας και επομένως συνάμα τις αντίστοιχες σχολές, είναι η βαρύτητα που θα δώσει το άτομο που αναπολεί, στο νόστο. Στην επιθυμία, δηλαδή, επιστροφής σε μια παρελθοντική κατάσταση ή στο άλγος, στην οδύνη που προκαλείται λόγω της σύγκρισης της παρελθοντικής κατάστασης με την παρούσα και της θέασης του παρόντος ως ικανοποιητικά ανεπαρκούς.
Ακόμη για να προσδιορίσουμε τη θετική η αρνητική λειτουργία της νοσταλγίας, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την έρευνα του (Hirsch, 1992), η οποία υποστηρίζει ότι η νοσταλγία δεν είναι απλά μια αναδρομή στο παρελθόν, αλλά μια αναδρομή στο εξιδανικευμένο παρελθόν.
Κατά τον Hirsch (1992) η ένταση των συναισθημάτων που βιώνουμε κάποιες στιγμές είναι καθοριστική για την διαμόρφωση του περιεχομένου της ανάμνησης εκείνων των στιγμών.
Ανάλογα με τα συναισθήματα, δηλαδή, που βιώνουμε σε κάποιες στιγμές, αποτυπώνουμε αντίστοιχα αυτές τις στιγμές στην μνήμη μας. Επομένως, αυτόματα, ταυτοποιούμε κάποιες χρονικές με τα συναισθήματα που βιώναμε εκείνη την περίοδο.
Συμπερασματικά, ανάμνηση του παρελθόντος δεν είναι η αντικειμενική αποκρυστάλλωση του παρελθόντος, αλλά η σύζευξη ορισμένων επεξεργασμένων αποτυπώσεων υπό το πρίσμα των εκάστοτε συναισθημάτων (Ηirsch, 1992).
Ο Ηirsch διατείνει, λοιπόν, ότι η νοσταλγία είναι η επιθυμία της αναβίωσης του παρελθόντος, λόγω της εντύπωσης μας ότι η εκάστοτε περίοδος ήταν καλύτερη εξαιτίας της υπερίσχυσης των θετικών συναισθημάτων, που χρωμάτιζαν την αποτύπωση εκείνων των στιγμών και τις αφαίρεσης των αρνητικών.
Ακόμη σύμφωνα με την Krystine Batcho (2017) ιστορική νοσταλγία είναι η επιθυμία διαφυγής σ’ ένα κόσμο διαφορετικής παρελθοντικής εποχής, ακόμη και εάν η εποχή αυτή δεν υπήρξε ποτέ βιωματική εμπειρία του αναπολούντος ατόμου. Κατά την Krystine οι πομποί της ιστορικής νοσταλγίας, υιοθετούν μια κυνική προσέγγιση του παροντικού κόσμου, λόγω της έντονης αποστροφής τους προς αυτό.
Προκειμένου να επωφεληθούμε, λοιπόν, από την θαλπωρή και τα θερμά συναισθήματα που διέπουν την νοσταλγία θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η νοσταλγία αφόρα την επιθυμία αναβίωσης ενός παρελθοντικού προσωπικού πλασματικού κόσμου και όχι ρεαλιστικού.
Επίσης, κατά τον κο Σεντικίδη, η βίωση της παραπάνω υγιούς νοσταλγίας συμβάλλει στην διασφάλιση της επιβίωσης, ενώ ταυτόχρονα αποφέρει καρποφόρα συναισθήματα -θεμέλια για την ενίσχυση της αυτογνωσίας και της μετέπειτα σφυρηλάτησης της ταυτότητας του αναπολούντος ατόμου καθώς και ερείσματα για την ανάπτυξη των διαπροσωπικών του σχέσεων του.
Πως, όμως, η νοσταλγία λειτουργεί θεραπευτικά θα σας εξηγήσω αμέσως παρακάτω…
Κατά τον (Davis, 1979) η νοσταλγία αποτελεί μια συναισθηματική αντίδραση απέναντι στις αλλαγές. Καταφεύγουμε, έτσι, στη νοσταλγία όταν αντιμετωπίζουμε κάποιες αλλαγές, οι οποίες είτε απορρέουν από την παύση κάποιων σχέσεων, είτε από την απώλεια συγγενικών ή φιλικών προσώπων, είτε από τις μεταβολές των απαιτήσεων σε τεχνολογικό/οικονομικό/κοινωνικό περιβάλλον.
Οι αλλαγές ευτυχώς ή δυστυχώς κυριαρχούν παντού σε όλες τις φάσεις της ζωής μας. Καθώς μεγαλώνουμε το σώμα μας αναπτύσσεται και μαζί με αυτό, ωριμάζουμε πνευματικά ενώ παράλληλα όλα τα περιβάλλοντα (κοινωνικά, οικονομικά, τεχνολογικά, επιστημονικά) στα οποία μετέχουμε, μεταβάλλονται με φρενήρεις ρυθμούς με σκοπό να αποφέρουν την ικανοποίηση νέων αναγκών ή την καλύτερη ικανοποίηση τωρινών αναγκών. Φυσικά και αυτή η ικανοποίηση σε τη σειρά της χαρακτηρίζεται από ένα κράμα πιο πολύπλοκων απαιτούμενων ειδικοτήτων.
Επομένως, εύλογα, γεννάται επιτακτικά η ανάγκη να είμαστε πάντα ικανοί να ανταποκρινόμαστε στις καλπάζουσες αυτές αλλαγές. Αναπόφευκτα, λοιπόν, οι αλλαγές – το καινούριο παράγει φόβους και υπαρξιακές ανησυχίες, διότι διεγείρονται στο άτομο αυτό ερεθίσματα αμφιβολίας για τις ικανότητές του να ανταπεξέλθει στις ολοένα και αυξανόμενες απαιτήσεις.
Κατά τον κύριο Σεντικίδη, η βίωση της νοσταλγίας είναι έντονη κατά την περίοδο της νεαρής ενήλικης ζωής, αφού τα παιδιά από μαθητές περνάνε ξαφνικά σε μια άλλη φάση και γίνονται φοιτητές.
Πολλοί από αυτούς φεύγουν και από το ίδιο τους το σπίτι για να σπουδάσουν, μετακομίζουν και μαθαίνουν να συμπεριφέρονται ως αυτόνομοι, γεύονται τη γλυκιά πρωτόγνωρη γι’ αυτούς αίσθηση της ανεξαρτησίας, η οποία ωστόσο τους φορτώνει και με περισσότερες ευθύνες.
Ύστερα εργάζονται και παντρεύονται δημιουργούν οικογένεια και συνάμα οι ευθύνες πολλαπλασιάζονται. Όμως, έπειτα η νοσταλγία μειώνεται κατά την περίοδο μέσης ηλικίας και κορυφώνεται πάλι στα γηρατειά (Sentikidis & Wilschut, 2006).
Σε όλες τις παραπάνω φάσεις τις ζωής μας όλοι μας έχουμε στραφεί στην αναπόληση καθώς η νοσταλγία φαντάζει λυτρωτική. Κατά τον Κωνσταντίνο μας εφοδιάζει με ενισχυμένη αυτοεκτίμηση. Μας γαλουχεί με θετικά συναισθήματα και μας προασπίζει στον αγώνα της επιβίωσης.
Ο Σεντικίδης με την έρευνα, που εκπόνησε το 2006, αποσκοπεί στο να αποδείξει ότι η νοσταλγία συμβάλλει στην ομαλότερη ένταξη του ατόμου σ’ ένα περιβάλλον αέναων αλλαγών.
Κατά τον κο Σεντικίδη, η βίωση αγχογόνων συναισθημάτων οδηγεί το άτομο στην απομόνωση από τους υπόλοιπους και στην συγκέντρωση στον εαυτό του μέσα από μια διεργασία ενδοσκόπησης, προκειμένου να εξετάσει τις αξίες του, τις ικανότητές του καθώς και τις αδυναμίες του.
Στην αυτoαξιολόγησή του αυτή βρίσκει διέξοδο στην νοσταλγία, η οποία θα του θυμίζει ανασύροντας στο παρόν αναμνήσεις ευχάριστων στιγμών του παρελθόντος του. Στιγμές, στις οποίες πολύ πιθανόν να βίωνε ευτυχία λόγω του ότι ενσάρκωνε τις αξίες εκείνες που ήταν συνυφασμένες με την ταυτότητά του και τον οδήγησαν στην επιτυχία.
Το άτομο έτσι χτίζει την αυτοεκτίμηση του και την αυτογνωσία του εφόσον υπενθυμίζει στον εαυτό του στοιχεία αλληλένδετα με την ταυτότητά του και τον αυτοσκοπό του και ενδυναμώνει την αυτοπεποίθησή του. Διότι για να φτάσει κανείς τον προορισμό άλλωστε δεν μπορεί να ταξιδέψει χωρίς ταυτότητα 😉.
Ακόμη η νοσταλγία συνεισφέρει στην αναπαραγωγή θετικών συναισθημάτων. Σε ένα πείραμα που διεξήγαγε ο ίδιος ο Σεντικίδης στο Southampton, έδωσε σε μια ομάδα φοιτητών ιστορίες θυμάτων που βασανίστηκαν από φυσικές καταστροφές και έπειτα έπρεπε να περιγράψουν κάποιες νοσταλγικές τους τάσεις.
Ο αριθμός των φοιτητών που επηρεάστηκαν από τις τραγωδίες που συγκλόνισαν τα θύματα, ένιωθαν αρχικά έντονα τα αισθήματα της μοναξιάς και της απομόνωσης, αλλά εφόσον διηγήθηκαν κάποιες νοσταλγικές του τάσεις ένιωθαν πολύ καλύτερα.
Επιπλέον, η νοσταλγία συνεισφέρει στην ανάπτυξη των σχέσεων. Κατά τον Hertz (1990) η νοσταλγία είναι συναίσθημα κοινωνικό εφόσον αναδύει αναμνήσεις ευχάριστες, στις οποίες εμείς ως πρωταγωνιστές βιώνουμε στιγμές ευτυχίας με τους πλησίον μας (συγγενείς, φίλους, συναδέλφους).
Επομένως, μετά από την εμπειρία μιας τέτοιας νοσταλγίας αντλούμε θετικά συναισθήματα που κατά τον Σεντικίδη συμβάλλουν στη κινητοποίησή μας να δράσουμε κοινωνικά εφόσον αναζωπυρώνεται η επιθυμία σύναψης τέτοιων σχέσεων.
Ενώ η νοσταλγία ως όπλο στην διασφάλιση της επιβίωσής μας, επιτυγχάνεται πάλι μέσα από την διαδικασία ενδοσκόπησης στην οποία, όπως συμβουλεύει ο κο Σεντικίδης, θα πρέπει να περιορίζεται στην ανάμνηση εκείνων των επιθυμητών στιγμών και όχι στη σύγκριση του παρελθόντος με το παρόν εφόσον το παρελθόν όπως προαναφέραμε είναι ατομικά διαμορφωμένο.
Με τον τρόπο αυτό μέσω της διαδικασίας αυτοαξιολόγησης θα ενισχυθεί η αυτοπεποίθησή μας με αποτέλεσμα να νιώθουμε πιο ικανοί στην αντιμετώπιση υπαρξιακών φόβων και δυσκολιών ή ακόμη και κίνδυνων που θέτουν σε απειλή την ζωή μας (Wildschut & Sedikides, 2006).
Αυτή η υγιής νοσταλγία έχει αποδειχθεί ότι έχει βοηθήσει ασθενείς με σοβαρές επιπλοκές στην υγεία να αντιμετωπίζουν με αισιοδοξία τις επερχόμενες δυσκολίες, διότι αρκούνται στην βίωση της αίσθησης της θαλπωρής και της πληρότητας μέσα από την νοσταλγία.
Ενώ για παράδειγμα σε ένα πείραμα που πραγματοποίησε ο Xinyue Zhou στο Sun Yat-Sen University της Κίνας, κατά το οποίο χώρισε μια τάξη σε δύο υποομάδες. Στην πρώτη ομάδα, οι φοιτητές βρίσκονταν σε ένα κρύο δωμάτιο και η δεύτερη ομάδα σε μια αίθουσα με κανονική θερμοκρασία.
Στο πείραμα αυτό συνειδητοποίησε ότι οι φοιτητές που είχαν τοποθετηθεί στην αίθουσα με χαμηλή θερμοκρασία εξασκούσαν παραπάνω την νοσταλγία απ’ ότι οι φοιτητές στην άλλη αίθουσα.
Τέλος, ο κύριος Σεντικιδης υποστηρίζει την ενθάρρυνση αναπαραγωγής στιγμών, που στο μέλλον θα μεταμορφωθούν σε ευχάριστες αναμνήσεις, έτσι ώστε να διασφαλίζουμε την αέναη τροφοδότηση ευχάριστων στιγμών.
Προσωπικά, κατέληξα στην επιλογή αυτού του άρθρου γιατί έχω διαπιστώσει ότι αναπολούσα και αναπολώ ακόμη πολύ συχνά. Όπως απέδειξαν επιστήμονες ψυχολόγοι κατά την διάρκεια της φοιτητικής μου ζωής, ιδίως στις αχθοφόρους περιόδους εργασιών και εξετάσεων αναπολούσα συχνά τη γαλήνια παιδική μου ζωή, διότι πολύ πιθανόν η φοιτητική περίοδος εκείνη να ήταν πολύ αγχογόνα για εμένα και αμφέβαλλα για την επιθυμητή μου επιτυχία.
Ή ειδικά όταν πήγα στο Λονδίνο για μεταπτυχιακό, διότι πάρα την άποψη μου πως ήμουν κατηρτισμένη από ένα υψηλά διακεκριμένο επίπεδο γνώσης Αγγλικών φοβόμουν να πιστέψω πως αυτόματα θα έπρεπε να σκέπτομαι επιστημονικά και ορολογικά σε μια ξένη γλώσσα. Σε εκείνες τις περιόδους αλλά και τώρα ειδικά πρωταγωνιστής των νοσταλγικών μου αναμνήσεων ήταν και είναι ο πατέρας μου, που πάντα ήταν η κολόνα του σπιτιού, ο στυλοβάτης της ζωής μου.
Το παιχνιδιάρικό του χιούμορ που σαν αυτό δεν υπάρχει άλλο, το γλυκό και αγέρωχο χαμόγελό του και η σχεδόν παντοτινή του θετική αύρα με έλουζε με αισιοδοξία και μόνο που τον κοιτούσα ή μοιραζόμουν τις ανησυχίες μου μαζί του ήμουν σίγουρη πως όλα θα πάνε εν τέλει καλά.
Οι αγαπημένες μου, ωστόσο παιδικές αναμνήσεις μαζί του ήταν οι Κυριακάτικες οικογενειακές εκδρομές που κατά τη διάρκεια της οδήγησης ο πατέρας μου έβαζε τον αγαπημένο του καλλιτέχνη Barry White ή Boney M, όπως φαντάζεστε το τραγούδι του “daddy cool” και κοιτούσε χαμογελαστά από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου εμένα και την αδερφή μου για να δει αν εμείς χορεύαμε…
Τα διάφορα άρθρα που διάβασα σχετικά με την νοσταλγία, επιβεβαίωσαν την άποψή μου πως όποτε αναπολώ τον πατέρα μου, εφοδιάζομαι με μια πληθώρα θετικών συναισθημάτων και αισιοδοξίας, καθώς αισθάνομαι σαν ένα μικρό παιδί σ’ ένα αυτοκίνητο που καθώς κινείται και κοιτάζει πίσω, το τοπίο ολοένα και μικραίνει ενώ εντείνεται ο ενθουσιασμός του και η περιέργειά του το για πότε επιτέλους θα φτάσει στον επιθυμητό του προορισμό.
Πράγματι όπως απέδειξαν τα ψυχολογικά άρθρα που διάβασα μέσα από τις παραπάνω αναμνήσεις αρχίζω και θυμάμαι τις αξίες που με διακατείχαν και αισθάνομαι να ισχυροποιείται η ταυτότητα μου ενώ διαπιστώνω όλα όσα αποζητώ να αντλώ από τις σχέσεις μου και σκιαγραφείται μπροστά μου το νόημα της ζωής.
Αυτοσκοπός του καθενός θα πρέπει να είναι η ενσάρκωση της γνωστής φράσης carpe diem, να αδράξουμε την κάθε στιγμή και να τη ζούμε όσο το δυνατόν στο full, γιατί όπως λένε μια ζωή την έχουμε και έτσι ενώ θα ζούμε στο τώρα θα δημιουργούμε ταυτόχρονα νέες ευχάριστες αναμνήσεις για το μέλλον, οι οποίες τότε θα μετατραπούν σε μια γλυκιά και θεραπευτική αναπόληση.
Μαρία Σουλούνια