Λίγο πριν ορκιστεί, η Άννα (Ida) μια δόκιμη μοναχή καλείται να συναντηθεί με τη θεία της, τη μοναδική εν ζωή συγγενή της. Η ιστορία εξελίσσεται στην Πολωνία, το 1962.

«Was nun

Τα γεγονότα έχουν ως εξής: την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, ο Χίτλερ μέσω μιας προβοκατόρικης αφορμής επιτίθεται στην Πολωνία. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αρχίζει στην Ευρώπη. Η Βρετανία στις 3 Σεπτεμβρίου βγάζει διακοίνωση να σταματήσει η Γερμανία τις εχθροπραξίες και ν’ αποχωρίσει απ’ το Πολωνικό έδαφος.

Τότε ο Χίτλερ ρωτά τον Ρίμπεντροπ (Γερμανός εθνικοσοσιαλιστής πολιτικός και υπουργός εξωτερικών του Τρίτου Ράιχ) «Was nun?» ( τι κάνουμε τώρα;). Το «κάνω» αυτό κόστισε στη Πολωνία πάνω από επτά εκατομμύρια πολίτες της, τρία από τα οποία ήταν Πολωνοεβραίοι. Με την κατάρρευση της άμυνας της χώρας, ανέλαβε η ΕΣΣΔ, εφαρμόζοντας μια πολιτική «σοβιετικοποίησης». Επήλθε φτώχεια και λιμός.

Ida

Λίγο πριν λήξει ο Πόλεμος, η Πολωνία καταλήφθηκε εξ ολοκλήρου από τον Ερυθρό Στρατό. Στη Διάσκεψη της Γιάλτας (1945) ο Στάλιν έθεσε τους Δυτικούς Συμμάχους του προ τετελεσμένου: η χώρα είχε καταληφθεί από τον στρατό του και θα παρέμενε υπό τη Σοβιετική σφαίρα επιρροής, όπως και, τελικά, έγινε.

Στον χρόνο της ταινίας το «nun» (μοναχή) εντοπίζεται στα αγγλικά και συνιστά την ταυτότητα της Άννας. Η αρχή της ταινίας απεικονίζει την Άννα μέσα στη μονή να ζωγραφίζει ένα άγαλμα του Χριστού. Αυτή η αρχή μας εισάγει και στην αισθητική του P. Pawlikowski: ασπρόμαυρο φιλμ, με την εικόνα να μοιάζει σαν πορτραίτο και με την επικράτηση κυρίως σιωπής.

Προς αναζήτηση ταυτότητας

Κατόπιν του αιτήματος της ηγουμένης, η Άννα καλείται να ψάξει την ταυτότητά της. Συναντάει τη θεία της (Βάντα Γκρουζ), την αδελφή της μητέρας της και ξεκινούν ένα ταξίδι προς αναζήτηση των τάφων της οικογένειας του νεαρού κοριτσιού.

Στην πρώτη συνάντηση των δύο γυναικών, η Βάντα αναγνωρίζει την Άννα λόγω της ομοιότητας με την αδελφή της. Αυτό δείχνει κάτι της τάξεως του ετεροκαθορισμού: η εικόνα της Άννας συγκροτείται και καθορίζεται μέσω εικονικών ταυτίσεων. Με αυτόν τον τρόπο η ουσία της Άννας αποκτά μορφή μέσω του νοήματος που δίνει η θεία.

Ida

Μάλιστα η τελευταία το κάνει αρκετά άγρια. Της λέει με ευθύτητα: «Είσαι η Εβραία καλόγρια» και στη συνέχεια την «ονοματίζει» («Το πραγματικό σου όνομα είναι Ίντα Λέμπενσαϊν»). Η πρώτη ριζική αποκάλυψη ταυτότητας είναι το όνομα και η καταγωγή. Ύστερα αναφέρει τα ονόματα των γονιών (Ρόζα Χερς και Χάιμ Λέμπενσταϊν), καθώς και τον τόπο γέννησης.

Κατά τον Σ. Κίκεργκωρ το ον προέρχεται από ένα άλλο πράγμα, το οποίο κατάγεται από κάτι διαφορετικό απ’ το ίδιο. Η ύπαρξη αναφέρεται λοιπόν σε μια οντολογική ρήξη που διαρκώς διαχωρίζει το ον από τον εαυτό του και διαρκώς το επανασυνδέει με αυτόν.

Ο Ζ. Λακάν ακολουθώντας την παραπάνω λογική μετατρέπει το «exsisto» σε «sistere ex» (το να τίθεται κάτι καθ’ ευατό, προερχόμενο ωστόσο από έναν πρωτύτερο όρο απ’ τον οποίο και εξαρτάται).

Ο Λακάν έγραψε λοιπόν τη λέξη ως «ex-sistence», που σημαίνει ότι κάτι υπάρχει σε σχέση με την αιτία του. Έτσι τόνισε τη διάσταση του Πραγματικού (réel- αυτού που διαφεύγει της συμβολοποίησης και του νοήματος) και μίλησε για τη διάσταση του κενού ως δομικού συστατικού της ύπαρξης. Στην ψυχανάλυση το υποκείμενο «υπάρχει» μέσω του νοήματος (sens) και του πραγματικού (réel).

Έτσι η ουσία (essence) υπάρχει αποκτώντας μορφή μέσα απ’ το νόημα (sens), ενώ το Πραγματικό(réel) αναφέρεται στην εξ-ύπαρξη (ex-sistence), κάτι δηλαδή της τάξεως του άμορφου. Μπορούμε λοιπόν να προσεγγίσουμε το είναι μέσω εκείνου που σημαίνεται, πράγμα που το διαχωρίζει από το γεγονός ότι είναι.

Σε μια μεταγενέστερη σκηνή η Βάντα δείχνει στην Άννα φωτογραφίες της οικογένειάς της. Της επισημαίνει πόσο μοιάζει με τη μητέρα της. Ύστερα, παρατηρεί ότι η ανιψιά της είναι κοκκινομάλλα, όπως ακριβώς και η Ρόζα. Της ζητά να βγάλει το κουκούλι για να φανούν. Προς το τέλος της ταινίας η θεία, σχεδόν παραληρηματικά αναφέρεται στα όμορφα μαλλιά της.

Ida

Τα κόκκινα μαλλιά της Άννας έχουν μια πολύ ιδιαίτερη αξία μέσα στο έργο. Προβάλλονται σαν μια αναφορά στο Πραγματικό, σε αυτό που είναι και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

Ενώ, λοιπόν, όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που αφορούν την ταυτότητα της νεαρής κοπέλας είναι κενά σύμβολα που μεταβάλλονται (από Άννα σε Ίντα), τα κόκκινα μαλλιά ενσαρκώνουν μια απόλυτη ομολογία. Αφορούν το εκτός νοήματος: όταν όλα τ’ άλλα σημαίνοντα πάψουν (όνομα, καταγωγή), τα μαλλιά της κοπέλας, η μορφή της, είναι αυτό που εξ-υπάρχει.

Η συνάντηση δύο γυναικών ή μίας;

Ida

Η Άννα απ’ την αρχή φαίνεται συγκρατημένη και λιγομίλητη. Προσεύχεται ανάμεσα στις σκηνές. Φοράει κουκούλι στα μαλλιά της και μακρύ μανδύα. Έτσι ακριβώς συναντάει τη θεία της.

Έξω απ’ το διαμέρισμα της Βάντα, η πρώτη συνάντηση των δύο γυναικών μοιάζει τελείως παράδοξη: αφενός η Άννα μια νεαρή μοναχή με μακρυά ρούχα και συγκαλυμμένη θηλυκότητα και αφετέρου η θεία της, περίπου στα πενήντα, με πολύ θηλυκά ρούχα και τσιγάρο στο χέρι. Όταν η ανιψιά εισέρχεται στο διαμέρισμα, ένας άνδρας (που η Βάντα είχε περάσει το προηγούμενο βράδυ μαζί του), φοράει τα ρούχα του και φεύγει.

Με την πρώτη ματιά η Βάντα είναι εκρηκτική. Η προσωπική της ιστορία περιλαμβάνει την ανάμειξή της στην επανάσταση (αναφέρει ότι την αποκαλούσαν «κόκκινη Βάντα»), τη ροπή στις απολαύσεις (συναντάει άνδρες, καπνίζει και πίνει πολύ), καθώς και την ενασχόληση μ’ ένα αρκετά σκληρό επάγγελμα, εκείνο της δικαστικού. Αναφέρει μάλιστα ότι είχε στείλει πολλούς ανθρώπους στον θάνατο.

Σ’ ένα επόμενο σημείο, η διαφορά μεταξύ των δύο γυναικών διαγράφεται απόλυτα όταν η θεία εκστομίζει την εξής φράση: «Ε, βέβαια. Εγώ είμαι μια τσούλα κι εσύ μια μικρή αγία!»

Η Κ. Σολέρ (Γαλλίδα ψυχαναλύτρια), αναφερόμενη σε μια παλαιότερη εποχή ένθερμης θρησκευτικής πίστης, σημειώνει ότι για τη γυναίκα ανοίγονται δύο δρόμοι, της αγίας και της πόρνης, κατασκευάζοντας μια υπόθεση για δύο τρόπους προσέγγισης του απείρου: τη μακαριότητα και τη φιληδονία. Ποιο είναι αυτό το άπειρο;Ida

Ο Λακάν, στο σεμινάριο Encore (20ο Σεμινάριο), αναφέρει η γυναίκα δεν γίνεται να ταυτοποιηθεί αυτή καθεαυτή με αποτέλεσμα να πει ότι «Η γυναίκα δεν υπάρχει». Σχολιάζει πάνω σ’ αυτό ότι η γυναίκα εμπεριέχει κάτι που διαφεύγει της συμβολοποίησης και αφορά μια άλλη απόλαυση, πολύ πιο εκστατική από αυτή των ανδρών, η οποία μπορεί να εντοπιστεί και στον οργασμό.

Η γυναίκα δεν περιλαμβάνεται στη λογική του φαλλικού όλου όπως μίλησε γι’ αυτήν ο Ζ. Φρόυντ μέσω δηλαδή του Οιδιποδείου και του ευνουχισμού. Αντιθέτως, ο Λακάν κάνει λόγο για κάτι πέρα του Οιδιποδείου, αναφέροντας ότι αν για τους άνδρες υπάρχει το φαλλικό όλο, για τις γυναίκες υπάρχει το μη-όλο, σηματοδοτώντας δύο τύπους απόλαυσης, τη φαλλική και την Άλλη, την επονομαζόμενη παραπληρωματική ή επιπλέον απόλαυση (juissnace supplémentaire).

Το γυναικείο λοιπόν εμπεριέχει κάτι της τάξεως της αβύσσου, του απείρου. Κάτι που δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί, ένα κενό. Και αυτό το κενό, που στην πράξη θα προσομοίαζε σε θάνατο, η γυναίκα το «ντύνει» με πλήθος τρόπων και αντικειμένων.

Ένας τρόπος είναι ο δρόμος της μοναχής που επιλέγει η Άννα. Αυτός ο ασκητικός δρόμος αφορά σε μια θυσία, μια απάρνηση και μια εκμηδένιση του υποκειμένου, που ίσως δίνει και μια αγέρωχη ελευθερία στην πρωταγωνίστρια.

Ένας άλλος δρόμος είναι αυτός των απολαύσεων, μέσω των σαρκικών ηδονών, της επανάστασης και της εξουσίας. Αυτός είναι ο δρόμος της Βάντα.

Είναι όμως δύο διαφορετικοί δρόμοι; Στην ουσία πρόκειται για μια κοινή αφετηρία με διαφορετικές εκφάνσεις. Αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά, οι δύο γυναίκες δεν είναι και τόσο διαφορετικές. Τις ενώνει μια κοινή μοναξιά και μελαγχολία. Τις ενώνει μια εξορία που η καθεμιά την διαχειρίζεται μοναδικά.

Περί ΘεούIda

Η Βάντα παρουσιάζεται ως άθεη. Απ’ την άλλη η Άννα είναι μοναχή. Μέσα στην ταινία ακούγονται συνέχεια φράσεις περί Θεού: «ο Θεός μαζί σου», «ο Θεός να σε ‘χει καλά».

Η πίστη στον Θεό μοιάζει σαν ένα κοινωνικά νομιμοποιημένο παραλήρημα. Στις πρώτες σκηνές της ταινίας παρουσιάζονται μοναχές να προσεύχονται ευλαβικά μπροστά σ’ ένα χώρο με εικόνες.

Και η σκηνή αποτυπώνει κάτι πολύ κυριολεκτικό: προσεύχονται σ’ έναν τόπο, προσεύχονται για έναν τόπο, προσεύχονται σε μία ύλη που της δίνουν μεταφυσική διάσταση. Νεαρές μοναχές ομολογούν πίστη και αφοσίωση στον Θεό, ξαπλώνουν στο έδαφος και κάνουν ένα σωρό τελετουργικά στο όνομά του.

Ο κόσμος ακολουθώντας, σέβεται τις μοναχές. Όταν η Άννα και η θεία της εισβάλλουν στο παλιό σπίτι της οικογένειάς τους, η νυν ιδιοκτήτρια τις κοιτά με αρκετή καχυποψία και τις διώχνει. Παρόλα αυτά ζητά απ’ την Άννα να ευλογήσει το μωρό της.

Η Βάντα συχνά και περιπαιχτικά ειρωνεύεται την Άννα για την πίστη της. Σ’ ένα σημείο της λέει: «Κι αν πας(στους τάφους των γονιών σου) και ανακαλύψεις ότι δεν υπάρχει Θεός;».

Η Βάντα μιλάει γι’ αυτό το κενό, που ο κόσμος έχει μετατρέψει σε βεβαιότητα. Αυτή η βεβαιότητα αφορά μια προσποίηση, μια εθελοτυφλία του κόσμου απέναντι στα κενά σημασίας που μέσω της θρησκείας ονομάζονται Θεός.

Ο Λακάν ειρωνευόμενος την απάρνηση της επιθυμίας και των βίαιων ενστίκτων του ατόμου, αναφέρει ότι οι άνθρωποι βασίζονται σε μια αυταπάτη, ένα άλλοθι. Αυτό το άλλοθι το ονομάζει Εκκλησία.

Ida

Ο Λακάν αναφέρει ότι ο λόγος περί Θεού, ο θεολογικός λόγος, λαμβάνει τη θέση του στον κόσμο μας εν είδει θεωρίας, δηλαδή του υποκειμένου που υποτίθεται ως γνώση. Άρα ο Θεός ανάγεται ως ένα υποκείμενο που κατέχει εξαρχής τη γνώση, πράγμα που υπάρχει συγκαλυμμένο μέσα σε κάθε θεωρία (λόγω αυτού ο Λακάν λέει ότι καμία θεωρία δεν είναι άθεη-όλες έχουν τον Κύριο τους).

Η Βάντα μάλιστα μέσω αυτής της φράσης («Κι αν πας [στους τάφους των γονιών σου] και ανακαλύψεις ότι δεν υπάρχει Θεός;»), χλευάζει την υποκρισία των ανθρώπων στο όνομα του Θεού.

Για τον κόσμο ο Θεός παρουσιάζεται ως κάτι το «καλόν» και αγαπητό, απογυμνωμένος από τη διάσταση του «κακού», τη διάπραξη αδικιών και εγκλημάτων. Μάλλον ο Θεός είναι ένα άγαλμα της καλής φύσης του ανθρώπου και μια εξιλέωση για τις κακές πράξεις.

Οι γονείς της Άννας σκοτώθηκαν επειδή ήταν Εβραίοι. Έγινε ο πανταχού παρών, επιλεκτικά απών;

Σε μια άλλη ανάγνωση, ο Φ.Ντοστογιέφσκι σημειώνει στους «Αδελφούς Καραμάζοφ» «αν ο Θεός δεν υπάρχει, τότε όλα επιτρέπονται». Ο Λακάν ανασκευάζοντας τη φράση είπε ότι «Όταν ο Θεός δεν υπάρχει, τίποτα δεν επιτρέπεται», με την έννοια ότι ο Θεός μέσω της απαγόρευσης αναδύει την απόλαυση στο υποκείμενο, οπότε αν η απόλαυση είναι τελείως ανοιχτή το υποκείμενο δεν μπορεί να απολαύσει.

Στο ίδιο ακριβώς μοτίβο ο Σ. Ζίζεκ αναφέρει ότι «εφόσον ο Θεός υπάρχει, όλα επιτρέπονται». Έτσι λοιπόν «δικαιολογούνται» τρομοκρατικές ενέργειες και εγκλήματα. Η ηθική του Θεού είναι μια αδιαμφισβήτητη ηθική. Οι Εβραίοι γονείς της Άννας πέθαναν στο όνομα μιας τέτοιας ηθικής.

Η αυτοκτονία και το «καινούργιο»Ida

Η αυτοκτονία της Βάντα εκφράζει μια καθαρή επιθυμία θανάτου. Μετά τον αποχωρισμό της από την Άννα (που επιστρέφει στη μονή), η Βάντα βρίσκεται σ’ ένα μπαρ σχολιάζοντας τα όμορφα μαλλιά της ανιψιάς της που όλο τα καλύπτει.

Περνά το βράδυ της με έναν άνδρα. Το πρωί τρώει πρωινό μηχανικά και κάνει μπάνιο μέσα σε μια αφόρητη θλίψη και μια παθητικότητα στο βλέμμα. Ύστερα βάζει μουσική και πηδάει απ’ το παράθυρο.

Ο Ζίζεκ αναφέρει ότι στην καρδιά κάθε αυτοκτονικής πράξης υπάρχει ένα «όχι» που ξεστομίζεται εναντίον του Άλλου. Ίσως αυτό να είναι ένα τρανταχτό «όχι» απέναντι στον δρόμο που επέλεξε η ανιψιά της μέσα στον κοινωνικό δεσμό.

Η Βάντα απ’ την αρχή της ταινίας αναφέρει τη χαρισματικότητα της αδελφής της Ρόζας και την κακή κατάληξή της με τον άνδρα που παντρεύτηκε. Στο μέσο του φιλμ, η Βάντα λέει στην Άννα πως δεν θα την αφήσει να χαραμίσει τη ζωή της. Με την αυτοκτονία της δεν αγνοεί το δομικό αντίκτυπο που θα έχει στην ανιψιά της και παρόλο που το αποτέλεσμα είναι αβέβαιο, κάτι πάντα αλλάζει.

Η αυτοκτονική πράξη είναι μια πράξη τομή: μετά από αυτή τίποτα δεν είναι το ίδιο. Η πράξη μετασχηματίζεται στο συμβολικό και δημιουργεί κάτι «καινούργιο».

Το καινούργιο πήρε την εξής διάσταση: η Άννα πάει στο σπίτι της εκλιπούσας θείας της και κοιμάται εκεί. Βάζει το φόρεμά της και τα τακούνια της, αφήνει τα μαλλιά της κάτω, καπνίζει, πίνει αλκοόλ και χορεύει μόνη της.

Ύστερα πάει στο μπαρ που παίζει μουσική ο Lis, ο νεαρός σαξοφωνίστας που γνώρισε ενώ περιπλανιόταν με τη θεία της. Κάνει έρωτα με τον Lis και επιστρέφει και πάλι στη μονή.

Φαίνεται σαν μετά την αυτοκτονική πράξη της Βάντα, η Άννα να ακολουθεί τα αιτήματα της θείας. Ζει για λίγο όπως η θεία. Παραδίδεται στις ηδονές. Βέβαια το «καινούργιο» για την Άννα έχει ήδη εισαχθεί απ’ την συνάντησή της με τη θεία της. Όταν επιστρέφει στη μονή μετά από αυτή τη συνάντηση, η Άννα είναι διαφορετική.

Μονολογεί ότι δεν είναι ακόμα έτοιμη για το αξίωμά της, γελάει περιπαιχτικά κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού με τις υπόλοιπες μοναχές και παρατηρεί το γυναικείο σώμα μιας άλλης νεαρής ασκούμενης την ώρα που η τελευταία κάνει μπάνιο.

Ίσως η αυτοκτονία να ήταν απλά το σπρώξιμο, αυτή η ώθηση που χρειάστηκε η Άννα για να πράξει το καινούργιο. Το ενδιαφέρον του έργου είναι ότι δεν επιλέγει αυτή τη ζωή.

Ida

Πρόκειται μάλλον για μια ζωή εξίσου μάταιη και εξίσου θλιβερή όσο αυτή της μοναχής. Αυτό αποτυπώνεται καθαρά στον διάλογό της με τον Lis αφού έκαναν έρωτα:

Lis: …έλα μαζί μας τότε. Θα μας ακούς να παίζουμε, θα περπατάμε στην παραλία.
Anna: Και ύστερα;
Lis: Ύστερα θα πάρουμε ένα σκύλο… θα παντρευτούμε, θα κάνουμε παιδιά… θα έχουμε ένα σπίτι.
Anna: Και ύστερα;
Lis: Τα συνηθισμένα. Θα ζήσουμε.

Ο τίτλοςIda

Έχει το όνομα Ida, το πραγματικό όνομα της Άννας. Ίσως αυτό είναι μια ομολογία ταυτότητας. Παρά τις αλλαγές που η κοινωνία θέτει στο υποκείμενο για να «επιβιώσει» και να προσαρμοστεί, το «είναι» μένει σταθερό και πάντα επιστρέφει.

Κάτω από το πέπλο της μοναχής, η Άννα είναι η Ida, η ανιψιά της Κόκκινης Βάντα, η κόρη της Εβραίας Ρόζα που βρήκε τραγικό θάνατο μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά της, η Εβραία μοναχή. Και αυτή είναι η ιστορία της και είναι γραμμένη πάνω στο σώμα της, απ’ τα κόκκινα μαλλιά της ως τα χαρακτηριστικά του προσώπου της.

Ένα μικρό προσωπικό σχόλιο για το τέλος περί μουσικής

Ο Pawlikowski εισάγει τη Jazz ως κόντρα μουσική κατά τη διάρκεια της ταινίας. Δεν συμπορεύεται καθόλου με το όλο κλίμα, την ασπρόμαυρη και αυστηρή αισθητική της του φιλμ.

Μοιάζει σα να το τρυπάει και να δίνει μια δόση ελευθερίας μέσα στο πένθιμο σκηνικό. Νέοι μουσικοί παίζουν τζαζ σε σχεδόν παρακμιακά μπαρ της Πολωνίας, με το κοινό να εκτονώνεται και να διασκεδάζει. Μου θύμισε τους στίχους απ’ το ποίημα «Ουρλιαχτό» του A. Ginsberg:

«…φτωχοί κουρελιασμένοι με βαθουλωμένα μάτια και φτιαγμένοι στάθηκαν καπνίζοντας
μέσα στο υπερφυσικό σκοτάδι τιποτένιων διαμερισμάτων αιωρούμενοι
πάνω από τις κορυφές των πόλεων βυθισμένοι στην τζαζ,
που πρόταξαν τους εγκεφάλους τους γυμνούς στον ουρανό…»Ida

 

Στην τελευταία σκηνή της ταινίας παίζει το τραγούδι «Ich Ruf Zu Dir Herr Jesu Christ» του J.S. Bach. Το ίδιο κομμάτι παίζει και στην τελευταία σκηνή του «Nymphomaniac vol. I» του Lars von Trier. Το τραγούδι αυτό «ντύνει» το σημείο που η Joe (η πρωταγωνίστρια) κάνει έρωτα με τον άνδρα που αγαπάει και συνειδητοποιεί ότι έχασε τον οργασμό της.

Joe και Ida «φεύγουν» απ’ την απόλαυση με τον ίδιο ήχο.

Σχόλια