Το 1988 ο Κριστόφ Κισλόφσκι μας έθεσε ένα τεράστιο ηθικό δίλημμα που ακόμη και σήμερα είναι επίκαιρο. Νομιμοποιείται το “οφθαλμός αντί οφθαλμού”;
Ο Κριστόφ Κισλόφσκι ήταν παγκοσμίως διάσημος για την τριλογία «Τρία χρώματα». Ο Πολωνός δημιουργός καταπιάστηκε με τη ρηχή πραγματικότητα που μέσα της όμως κρύβει το αέναο βαθύ συναίσθημα που παράγουν οι άνθρωποι. Το 1988 γεννήθηκε ο Δεκάλογος, η Μικρή Ερωτική Ιστορία και η Μικρή Ιστορία Για Ένα Φόνο. Η τελευταία κατέκτησε οκτώ βραβεία από τα οποία τα τρία απονεμήθηκαν από το Φεστιβάλ των Καννών την ίδια χρονιά. Ποια είναι όμως αυτή η μικρή ιστορία;
Τρία παράλληλα αποσπασματικά στιγμιότυπα από τρεις διαφορετικές ζωές μέλλουν να συντελέσουν στο φόνο. Ένας ταξιτζής απολαμβάνει μία συνηθισμένη μέρα αδράνειας, ένας δικηγόρος λαμβάνει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και ένας νέος απλώς περιφέρεται.
Περνούν ο ένας δίπλα στον άλλο προσηλωμένοι στον εαυτό τους και στις ανάγκες τους χωρίς να γνωρίζουν πως κάθε τους βήμα, σκέψη και ανάσα τους φέρνει πιο κοντά στο τέλος. Κάθε ένας από αυτούς κουβαλά μια ζωή, μια προσωπική ξεχωριστή ιστορία που τον διέπει και οδηγεί την ιστορία στην αναμενόμενη από τον τίτλο και απρόσμενη από τη ζωή και τη ρουτίνα της, εξέλιξη.
Ο νέος κουβαλά μέσα του ένα φορτίο βαρύ, γεμάτο τύψεις. Είναι ήδη νεκρός. Περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους της μουντής επίσης κοινωνικά νεκρής χώρας του, σπαταλώντας μία νεότητα την οποία δε ζήτησε, απλώς φέρει αναπόφευκτα μαζί του. Βρίσκει τον οδηγό του ταξί και μετά από προσπάθεια σωματική και με την καθόλου ανάμειξη της ψυχικής του υπόστασης, τον δολοφονεί.
Λίγο καιρό μετά ο ίδιος δικηγόρος που δίπλα του εξέφραζε την πίστη του στο νόμο και τη δικαιοσύνη έχοντας λάβει την άδειά του, αναλαμβάνει την υπόθεση του. Είναι μεταξύ τους άγνωστοι. Είναι ακόμη άπειρος και ο κατηγορούμενος καταδικάζεται. Η ποινή είναι θάνατος.
Δικηγόρος και μελλοθάνατος συζητούν λίγα λεπτά πριν την εκτέλεση. Ο μελλοθάνατος νέος επιθυμεί να θαφτεί δίπλα στη νεκρή αδερφή του. Τα λεπτά κυλούν τόσο αργά αλλά και τόσο γρήγορα μαζί. Ο θάνατος με τη μορφή του φρουρού διαρκώς τους υπενθυμίζει την ώρα. Εν τέλει η καθυστέρηση παύει. Ο νέος αντιστέκεται. Ποιος θέλει να πεθάνει; Βία και εξαναγκασμός. Ταυτόχρονα κάποιος επαγγελματίας εξετάζει τη θηλιά της κρεμάλας. Για εκείνον είναι άλλη μία ημέρα εργασίας.
Ο νεαρός δολοφόνος λιποθυμά στη θέα, κλαίει, αρνείται. Κάπως έτσι καταρρίπτεται η δολοφονική πλευρά του, αυτή που εξισώνεται με την τερατώδη και προβάλλεται ως μη ανθρώπινη. Σε περίπου ένα λεπτό δεν είναι δολοφόνος ή μελλοθάνατος. Εκτελείται και είναι ένας νεκρός με δεμένα χεριά που εξαναγκάστηκε στο τέλος. Η ένταση που σταδιακά κορυφωνόταν καθ’όλη τη διάρκεια της ταινίας σταματά. Ησυχία. Τίποτα να δει κανείς περαιτέρω. Ο δικηγόρος του έχει αποχωρήσει για να κλάψει μόνος. Πριν λίγες ώρες είχε γίνει πατέρας.
Ο Κισλόφσκι μας παρουσιάζει μία ιστορία με αποστασιοποιημένη οπτική γωνία. Τα γεγονότα παρουσιάζονται με την απλότητα τους και η ροή κυλά χωρίς το ανάλογο δράμα και τον ηρωισμό που θα περίμενε κανείς από ήρωες και αντιήρωες. Δεν υπάρχουν χαρακτηρισμοί παρόλα αυτά τα πρόσωπα είναι δουλεμένα ρεαλιστικά και έντιμα για το θεατή ο οποίος ζει σχεδόν ανάμεσα τους.
Τι προσπάθησε να δηλώσει με όλα αυτά ο Κισλόφσκι;
Ένα χρόνο πριν συνέβησαν οι τελευταίες εκτελέσεις καταδικασμένων κρατουμένων στην Πολωνία. Το 1988 η θανατική ποινή καταργείται και η ταινία προβάλλεται τις ίδιες μέρες. Το θέμα της αμνηστίας ήταν ήδη επίκαιρο με την ίδρυση της Διεθνούς Αμνηστίας το 1961. Παρόλα αυτά ο Κισλόφσκι δε δικαιολογεί το δολοφόνο. Θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι για πολλούς αντιπαθής έως αδιάφορος χαρακτήρας; Είναι ο πρωταγωνιστής αυτής της ταινίας;
Δε θα έπρεπε να λυπηθεί κανείς το μελλοθάνατο αλλά τους εκτελεστές του.
Η ρεαλιστική και ωμή αναπαράσταση των γεγονότων οδηγεί στην αυτονόητη θέση κατά της θανατικής ποινής δίχως να ακούσουμε κάποια αιτιολόγηση. Αυτός ακριβώς είναι και ο στόχος της ταινίας. Η επαναφορά στην απλή ανθρώπινη κριτική μακριά από πολυλογίες και γραφειοκρατικές αναλύσεις.
Σημαντικό ρόλο παίζει η ατάκα του δικηγόρου: “Θα μπορούσα να τον είχα αποτρέψει;” (αναφέρεται στην περίπτωση που είχε γνωρίσει το νέο πελάτη του τη μέρα του φόνου) αλλά και το γεγονός της απουσίας της αγόρευσης του. Ο δικαστής αναφέρει πως η αγόρευση κατά της ποινής ήταν η σπουδαιότερη που είχε ακούσει στην καριέρα του, παρόλα αυτά ο θεατής δε γίνεται ποτέ μάρτυράς της. Θα ήταν τόσο απαραίτητο;
Προφανώς και ο δημιουργός δεν αφήνει στην απ’ έξω το πάντα αναβράζον θέμα των τάξεων.
Γίνεται αντιληπτό πως ο νεαρός χαρακτήρας προέρχεται από την επαρχία. Αναζητά την τύχη του. Ο δικηγόρος είναι μεσοαστός που προσπαθεί να ανέλθει στην κονωνική κλίμακα και να ξεκινήσει μία δική του ζωή. Το πρώτο θύμα ένας απλός πολίτης, ένας από τους πολλούς του επαγγέλματός του.
Τι αξία έχει η ζωή ενός οδηγού ταξί στην πόλη και είναι η ίδια με ενός ανεπάγγελτου επαρχιώτη;
Το προφαλες δίλλημα λοιπόν προέρχεται και πάλι από τον τίτλο της ταινίας. “Μικρή Ιστορία Για Ένα Φόνο”. Ποιος είναι ο φόνος; Η δολοφονία του ταξιτζή, που αποτελεί και αφετηρία για όλη την εξιστόρηση; Ή μήπως η νομιμοποιημένη διαδικασία εκτέλεσης από το κράτος; Ποια η αξία της ανθρώπινης ζωής όταν νομιμοποιείται ο τερματισμός της; Πως είναι δυνατόν να είναι παράνομη η αυτοδικία όταν το ίδιο το σύστημα την καρπώνεται και τη χρησιμοποιεί;
Μία αναπαράσταση της τραγελαφικής υποστήριξης του δικαιώματος στη ζωή μέσα από την αφαίρεσή της.