Ίσως ο πιο ταιριαστός πρόλογος που θα μπορούσα να γράψω γι’ αυτό το έργο του Pedro Almodóvar να είναι το κλείσιμο της ταινίας.
«Στην Bette Davis,τη Gena Rowlands, τη Romy Schneider,σε όλες τις ηθοποιούς που υποδύθηκαν ηθοποιούς, σε όλες τις γυναίκες που υποδύονται, στους άνδρες που υποδύονται και γίνονται γυναίκες, σε όλους τους ανθρώπους που θέλουν να γίνουν μητέρες. Στην μητέρα μου».
«Όλα για την μητέρα μου» ο τίτλος, «Όλα για την Εύα» η ταινία που παίζει στην πρώτη σκηνή του φιλμ, και «Λεωφορείο ο πόθος» το θεατρικό που διαπερνάει και συνδέει όλη την ταινία.
Ποιο είναι αυτό το «όλο» που εισάγει ο Almodóvar στο σενάριο του;
Στην ταινία βλέπουμε ένα πλήθος από γυναίκες: γυναίκες μητέρες, ανύπανδρες ή παντρεμένες, πόρνες, τραβεστί, γυναίκες θεατρίνες, γυναίκες με AIDS, γυναίκες πρεζάκια. Και κάπου εκεί αχνοφαίνεται αυτό το «όλο», το βαρύ φορτίο που κουβαλούν.
Τραβεστί που ψάχνουν τη θηλυκότητα στο σώμα, τα ρούχα και το μακιγιάζ, γυναίκες εγκαταλελειμμένες απ’ τους συζύγους τους, θεατρίνες που το τραγικό της ζωής τους ξεπερνάει το τραγικό των ρόλων που υποδύονται, πόρνες που το στίγμα τις δυσκολεύει να βρουν μια διαφορετική δουλειά.
Παρά τις διαφορές, τις κοινωνικές, τις ταξικές, τις προσωπικές, φαίνονται όλες βαθιά συνδεδεμένες μέσα από εκείνο το σημάδι που τις καθιστά γυναίκες, αλλά γυναίκες σαν θέσεις και όχι σαν σώματα. Κι αυτό είναι αρκετά ριζοσπαστικό στην ταινία: υπάρχουν γυναίκες με πέη, κι αυτό τις κάνει εξίσου γυναίκες με τις υπόλοιπες που φέρουν αιδοία.
Πολύ περισσότερο, όλες χαρακτηρίζονται από ένα βαθύ πένθος και μια μελαγχολία. Σα να προσπαθούν να χωρέσουν μέσα στα καλούπια των ρόλων τους. Κι εδώ είναι που έρχεται η υποκριτική, το act.
Το γυναικείο φαίνεται να έχει κάτι της τάξεως του «act». Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο οι γυναίκες γίνονται μασκαράτες και έτσι υπάρχουν στην κοινωνία.
Η Agrado, μια πόρνη τραβεστί έχει κάνει πλήθος από πλαστικές για να είναι όμορφη, φοράει ωραία ρούχα, προσπαθεί να «πετύχει» τη θηλυκότητα. Το ίδιο και η Huma, μια ντίβα του θεάτρου που υιοθέτησε αυτό το ψευδώνυμο. Το Huma, μοιάζει με την ισπανική λέξη fumar, που σημαίνει καπνός. Αναφέρει ότι άρχιζε να καπνίζει για να μιμηθεί τη Bette Davis. Να μιμηθεί άραγε κάτι που της φαινόταν θηλυκό;
Και ίσως αυτό το act να παραπέμπει στο «όλο» ή πιο συγκεκριμένα στο «μη-όλο», αν θέλουμε να το εκφράσουμε με όρους του Lacan. Στο ότι η γυναίκα είναι κάτι το ακατόρθωτο, στο ότι είναι γεμάτη από επιθυμίες άγριες, που διχάζουν τους άλλους ως προς το «τι θέλει μια γυναίκα», στο ότι η ίδια εντέλει είναι μια άβυσσος. Και γι’ αυτό και υποδύεται.
Είναι η ίδια η γυναίκα μια υπό-δύση. Φοράει τα φορέματά της, λέει τα λόγια της, βυθίζεται, «δύει» κάτω απ’ τον ρόλο της. Η θηλυκότητα λοιπόν -που στην κοινωνία μας σημαίνει τη γυναίκα- δεν υπάρχει. Είναι κάτι κατασκευασμένο, ένα προσωπείο.
Καθώς και η μητέρα δεν είναι αυτή που γεννάει ένα παιδί, αλλά εκείνη που θέλει να είναι μητέρα. Το αν είναι γεννήτορας ή όχι δεν την κάνει απαραίτητα μαμά. Μαμά είναι εκείνη που επιθυμεί αυτό τον ρόλο, με ή χωρίς πέος στο σώμα της.