Τα κοινωνικά μέσα αποτελούν το κύριο πεδίο ανταλλαγής ιδεών ή έκφρασης απόψεων μέσω του διαδικτύου. Πού σταματά, όμως, η ελευθερία της έκφρασης και πού τροφοδοτείται η ρητορική μίσους;
Στην εποχή της έντονης τεχνολογικής ανάπτυξης και εξέλιξης, το διαδίκτυο αποτελεί το κύριο μέσο εισροής και εκροής πληροφοριών. Παράλληλα, το διαδίκτυο ορίζεται, πλέον, και ως χώρος έκφρασης σκέψεων και μετάδοσης ιδεών και απόψεων. Η «ανωνυμία» που προσφέρει το συγκεκριμένο μέσο, η εξαιρετικά μεγάλη ταχύτητα μετάδοσης της οποιασδήποτε πληροφορίας σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους, καθώς και η απήχησή του στην πλειοψηφία των κοινωνικών ομάδων, συνηγορούν στην πάγια χρήση του.
Είναι σαφές ότι τα κοινωνικά μέσα αποτελούν το κύριο πεδίο ανταλλαγής ιδεών ή καταγραφής κι έκφρασης απόψεων μέσω του διαδικτύου. Πού σταματά, όμως, η ελευθερία της έκφρασης ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και πού ξεκινά η ρητορική μίσους;
Ο όρος «ρητορική μίσους» ερμηνεύεται με τρόπο που καλύπτει κάθε μορφή έκφρασης που διαδίδει, υποκινεί, προωθεί ή δικαιολογεί το φυλετικό μίσος, την ξενοφοβία, τον αντισημιτισμό, ή άλλες μορφές μίσους. Ο όρος «κάθε μορφή έκφρασης» περιλαμβάνει όχι μόνο το λόγο, αλλά και εικόνες, βίντεο και κάθε άλλο είδος δραστηριότητας στο διαδίκτυο. Ο λόγος μίσους μπορεί να εξυπηρετήσει μια ποικιλία διαφορετικών κοινωνικών και πολιτικών σκοπών, όπως τη δημοσιότητα του υποκινητή ρητορικής μίσους, την περιθωριοποίηση συγκεκριμένων ομάδων, αλλά και πολλούς άλλους, οι οποίοι εξαρτώνται από το τι θέλει να επιτύχει κάθε φορά ο εκφορέας.
Πλέον, αποτελεί αρκετά συχνό φαινόμενο η ύπαρξη ρητορικής μίσους και απεχθών αναφορών στο λόγο δημοσίων προσώπων, οι οποίες ως λογικό επακόλουθο λαμβάνουν μεγάλη έκταση και γίνονται αντικείμενο σχολιασμού από διάφορους φορείς των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης αλλά και κοινωνικής δικτύωσης. Στη διαδικτυακή εποχή μας οι αναρτήσεις στα social media, ιδιαίτερα ανθρώπων που κατέχουν δημόσιες θέσεις, όπως είναι και οι συνδικαλιστικές θέσεις και αξιώματα, είναι πολυπληθείς κι ίσως ανησυχητικές.
Ένα ερώτημα που γεννάται είναι το κατά πόσο η ρητορική μίσους μπορεί να διωχθεί ποινικά, τόσο σε τοπικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ισχύει η απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2008 για την Καταπολέμηση Ορισμένων Μορφών και Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας Μέσω του Ποινικού Δικαίου.
Στα πλαίσια αυτής της Απόφασης-Πλαίσιο, κάθε Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζει την τιμωρία της δημόσιας υποκίνησης βίας ή μίσους που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή κάποιου μέλους που ανήκει σε κάποια ομάδα, που προσδιορίζεται δυνάμει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών χαρακτηριστικών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής και η δημόσια επιδοκιμασία, η άρνηση ή η υποτίμηση εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου.
Στην Ελλάδα εφαρμόζεται ο νόμος 4285/2014, ο οποίος επιφέρει τροποποιήσεις στο ν. 927/1979 και προσαρμόστηκε σύμφωνα με την προαναφερθείσα απόφαση-πλαίσιο της 28ης Νοεμβρίου 2008, ή αλλιώς αντιρατσιστικός νόμος.
Στο Συμβούλιο της Ευρώπης υφίσταται το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Σύμβασης για τα Εγκλήματα στον Κυβερνοχώρο για την Ποινικοποίηση Πράξεων Ρατσιστικής και Ξενοφοβικής Φύσης που Διαπράττονται μέσω Συστημάτων Υπολογιστών, το οποίο εφαρμόστηκε το 2006 και ορίζει πως τα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει να λαμβάνουν νομοθετικά καθώς και άλλα μέτρα για την αντιμετώπιση των προαναφερθέντων πρακτικών μέσω υπολογιστικών συστημάτων.
Παράλληλα, υφίσταται η Διεθνής Σύμβαση για την Εξάλειψη όλων των Μορφών Φυλετικών Διακρίσεων, το Άρθρο 4 της οποίας προνοεί ότι τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να ποινικοποιούν τη διάδοση ιδεών που βασίζονται σε φυλετική ανωτερότητα και φυλετικό μίσος και την υποκίνηση σε φυλετικές διακρίσεις και να απαγορεύουν στις δημόσιες εθνικές ή τοπικές αρχές ή στους δημόσιους εθνικούς ή τοπικούς φορείς να προωθούν ή να διαδίδουν τη φυλετική διάκριση. Τέλος, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, μέσω του Άρθρου 20(2) επιβάλει ότι κάθε επίκληση εθνικού, φυλετικού ή θρησκευτικού μίσους, που αποτελεί υποκίνηση διακρίσεων, εχθρότητας ή βίας απαγορεύεται από το νόμο.
Πραγματικά εκπλήσσει το γεγονός πως σε μια ανεπτυγμένη φαινομενικά κοινωνία, εξαπολύονται με τόση ευκολία λόγια που ενέχουν μίσος. Χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς κανένα φιλτράρισμα των λόγων που επρόκειτο να ειπωθούν, σημειώνονται τέτοιου είδους περιστατικά. Όμως το πρόβλημα δεν είναι μόνο αυτό. Είναι ότι τέτοιου είδους λεκτικές επιθέσεις, ιδίως μέσω των κοινωνικών μέσων που έχουν αναπτυχθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια, προέρχονται από δημόσια πρόσωπα.
Πρόσωπα τα οποία αναγνωρίζει ο λαός κι ίσως αντιμετώπιζε ως «πρότυπα». Αντί λοιπόν αυτά τα άτομα να προσέχουν εις διπλούν τα λόγια και τις εκφράσεις τους, ακριβώς λόγω της δημόσιας και προβεβλημένης υπόστασης της προσωπικότητάς τους, δε διστάζουν να προκαλέσουν. Αυτό είναι ίσως η πιο ανησυχητική πλευρά της ρητορικής μίσους. Γιατί τα δημόσια πρόσωπα, θα έχουν σίγουρα επικριτές, αλλά και αρκετούς υποστηρικτές. Κι όταν τέτοιου είδους πράξεις επικροτούνται και βρίσκουν σύμφωνα κάποια άτομα, η κατάσταση διογκώνεται, δημιουργώντας διαστρεβλωμένες καταστάσεις.
Η ρητορική μίσους αποτελεί ένα φαινόμενο που υφίσταται στην «πραγματικότητα» του Διαδικτύου, γενικότερα, και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ειδικότερα. Πίσω από την κάλυψη της οθόνης του, ο καθένας νιώθει ελεύθερος να κατηγορήσει, να μισήσει, να πληγώσει. Μεγάλο θετικό επίσης για το άτομο που αποφασίζει να εξαπολύσει λόγια μίσους είναι η κάλυψη πίσω από μια μάσκα ανωνυμίας, καθώς και η έλλειψη ελέγχου στον κυβερνοχώρο. Γιατί ένα τόσο διαδεδομένο μέσο, που έχει εισχωρήσει σε κάθε σπίτι, σε κάθε επιχείρηση και σε κάθε οργανισμό, πολύ δύσκολα θα ελεγθεί και θα περιοριστεί.
Μεγάλο πρόβλημα εντοπίζεται ωστόσο και στην τάση των πολιτών της σημερινής κοινωνίας να δέχονται άκριτα οποιαδήποτε “εντυπωσιακή” είδηση, χωρίς να μπουν στη διαδικασία να την επιβεβαιώσουν από περισσότερες, ίσως πιο έγκυρες πηγές. Και χωρίς να επιβεβαιώσουν την είδηση, αντιδρούν, πολλές φορές χωρίς να ελέγχουν τα λόγια τους. Ίσως είναι πιο εύκολο, λιγότερο χρονοβόρο, το να αντιδράσεις άμεσα σε μία είδηση, ασχέτως αν ισχύει όντως ή όχι, παρά να μπεις στη διαδικασία να αναζητήσεις περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με αυτή.
Οπότε, το μερίδιο της ευθύνης δε μπορεί να αποδοθεί μόνο στα δημόσια πρόσωπα και τις επιλογές τους. Το να δεχτεί κάποιος άκριτα και χωρίς περαιτέρω αναζήτηση μια είδηση, η οποία λόγω των περιστάσεων αποβαίνει προκλητική, είναι δική του επιλογή κι ευθύνη. Αντί λοιπόν να αναμασά κανείς οποιαδήποτε είδηση, ή να προκαλεί, είτε είναι δημόσιο πρόσωπο είτε όχι, καλύτερα να αναζητά πληροφορίες εις βάθος και να επιλέγει προσεκτικά τα λόγια και το πρόσωπο που θα παρουσιάσει στα κοινωνικά μέσα.