‘Την Ελλάδα την φέρω μέσα μου. Αυτής το πνεύμα φωτίζει την σκέψη μου και παρηγορεί την ψυχή μου.’ Λουίτζι Πιραντέλλο

Ο Λουίτζι Πιραντέλλο (28/6/1867-10/12/1936) ήταν ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της γενιάς του. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν δραματουργός, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος… Δύο χρόνια πριν τον θάνατο του απέκτησε και το Νόμπελ Λογοτεχνίας επισφραγίζοντας έτσι την καριέρα του.

Γεννημένος στην Νότια Σικελία και συγκεκριμένα στην πόλη Αgrigento από νεαρός άρχισε να ταξιδεύει ανά τον κόσμο φροντίζοντας να ικανοποιήσει το ανήσυχο πνεύμα του. Σπούδασε φιλολογία στο Παρίσι αλλά και στην Βόννη. Ως μυθιστοριογράφος ‘εμφανίζεται’ το 1893 με τον ‘Απόκληρο’. Ενώ το 1904 αναγνωρίζεται η συγγραφική του αξία με το μυθιστόρημα ο ‘Μακαρίτης Ματία Πασκάλ’. Το 1925 κλείνει αυτό τον κύκλο της καριέρας του με το μυθιστόρημα ‘Ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες’ στο οποίο αναλύει όλες τις αλήθειες που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος καθημερινά. Άλλωστε είναι άλλη η αλήθεια στην οποία πιστεύει και άλλη η αλήθεια που θέλει να πιστεύουν οι άλλοι για εκείνον, όπως πίστευε ο ίδιος ο συγγραφέας.

Ως θεατρικός συγγραφέας κάνει τα πρώτα του βήματα το 1917 με το έργο ‘Η ηδονή της τιμιότητας’ μια παράσταση σχετικά με την σχετικότητα της αλήθειας, της πολυπρόσωπης αλήθειας. Τα σημαντικότερα θεατρικά έργα του είναι: “Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε”(1918), ‘Να ντύσουμε τους γυμνούς’,(1922), ‘Απόψε αυτοσχεδιάζουμε’, (1930).

Τα περισσότερα έργα του είναι αυτοβιογραφικά. Ο πολυμήχανος συγγραφέας καταγόταν από μια μεγαλοαστική οικογένεια η οποία κατείχε όχι μόνο κτήματα, αλλά και ορυχεία θείου. Το 1903 βιώνει την καταστροφή, αφού ο κύριος οικονομικός πόρος της οικογένειας, ο οποίος ήταν το ορυχείο θείου πλημμυρίζει, τα προβλήματα όμως δεν σταματούν εκεί. Όντας παντρεμένος με την Antonietta Portulano, κόρη του συνεταίρου του πατέρα του, η οποία αντιμετώπιζε ήδη ποικίλα ψυχολογικά προβλήματα, και προσπαθώντας να ξανασταθεί στα πόδια του αποφασίζει να μην  στείλει την γυναίκα του σε ψυχιατρικό ίδρυμα, όπως του είχαν συστήσει οι θεράποντες ιατροί. Το γεγονός αυτό επηρέασε όχι μόνο την οικογενειακή γαλήνη αφού εκείνη προσπάθησε να τον σκοτώσει πιστεύοντας ότι ο συγγραφέας έχει ερωτική σχέση με μια από τις κόρες τους αλλά και την συγγραφική του πορεία.

Λουίτζι Πιραντέλλο

Στην μετέπειτα συγγραφική του πορεία αποφασίζει να εξερευνήσει τον ανθρώπινο ψυχισμό εις βάθος, το διχασμό της ανθρώπινης προσωπικότητας, το αδύνατο της αντίληψης, του πραγματικού εγώ. Σε αυτό το σημείο τα έργα του γίνονται μελαγχολικά και ιδιαίτερα ‘βαριά’ για έναν μέσο αναγνώστη. Στο έργο του ‘Ερρίκος Δ’ (1922) ο πρωταγωνιστής πέφτοντας από το άλογο του χάνει τα λογικά του. Ύστερα από 12 χρόνια συνέρχεται, αλλά η μοίρα του επιφυλάσσει ένα ακόμα δυσάρεστο. Η πρώην σύντροφος του τον επισκέπτεται μαζί με τον νυν σύντροφο της, γεγονός το οποίο δεν μπορεί να αποδεχτεί. Έτσι την δολοφονεί και εγκλωβίζεται για πάντα στον πλασματικό χαρακτήρα ‘Ερρίκο Δ’, ώστε να αποποιηθεί κάθε ευθύνη των πράξεων του.

Μεταξύ του 1922 και του 1924 o Λουίτζι Πιραντέλλο αποκτά μεγάλη αναγνώριση η οποία τον οδήγησε στο να λάβει το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής στο Παρίσι. Ένα χρόνο μετά με τη βοήθεια του Μουσολίνι, που ήταν μεγάλος θαυμαστής του, ανοίγει το δικό του Art Theatre στη Ρώμη. Η σχέση των δύο αντρών έχει σχολιασθεί όσο λίγες από τον Τύπο. Αρκετοί υποστήριξαν ότι ο συγγραφέας χρησιμοποίησε τον Μουσολίνι ώστε να μπορέσει να προωθήσει την συγγραφική του καριέρα. Η δήλωσή του ‘είμαι φασίστας γιατί είμαι Ιταλός’ δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από το αναγνωστικό κοινό. Από την άλλη πλευρά πολλοί υποστήριξαν ότι απλά ήταν ένας ακόμα φιλόδοξος φασίστας, ο οποίος προωθήθηκε από το καθεστώς, όχι μόνο εντός Ευρώπης, αλλά και μέχρι την Βραζιλία και την Αργεντινή.

Ο συγγραφέας πεθαίνει στην Ρώμη στις 10 Δεκεμβρίου του 1936 έχοντας πάθει δυο καρδιακές προσβολές και ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Ωστόσο, είναι από τις λίγες φορές στην ιστορία, όπου δεν τηρείται η τελευταία επιθυμία του αποθανόντα. Εκείνος μη όντας ιδιαίτερα θρησκευόμενος επιθυμεί να αποτεφρωθεί, γεγονός το οποίο απορρίπτεται όχι μόνο από την Καθολική Εκκλησία, αλλά και από το φασιστικό καθεστώς της εποχής. Η κηδεία του γίνεται δημοσία δαπάνη. Το 1946 οι στάχτες του μεταφέρονται μέσα σε ελληνικό βάζο (ένεκα της ελληνικής καταγωγής του) στο αρχαιολογικό μουσείο της γενέτειρας του. Τρία χρόνια η βίλα ‘Χάος’ στην οποία γεννήθηκε γίνεται μουσείο και έτσι εκείνος επιτέλους βρίσκει ‘την τελευταία του κατοικία’.

Δεδομένη αλήθεια δεν υπάρχει. Η σημερινή αλήθεια δεν είναι και αυριανή. Τίποτα δεν είναι αληθινό, αλλά γι’ αυτό ακριβώς καθετί μπορεί να είναι αλήθεια, τη στιγμή που έχει κανείς τη θέληση να το πιστέψει και τη δύναμη να το επιβάλλει.

 

Σχόλια