Μία σύντομη ιστορία για τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν καθημερινά τους δικούς τους δαίμονες, που ζουν το δικό τους εφιάλτη.

Σκοτάδι γύρω της. Μια στιγμιαία λάμψη. Μια αστραπή φωτίζει για δευτερόλεπτα το δωμάτιο. Μετά πάλι το σκοτάδι την τυλίγει. Η καταιγίδα μαστιγώνει τη στέγη. Τα τζάμια τρίζουν. Το ουρλιαχτό του αγέρα απόκοσμο, της θυμίζει κάλεσμα νεκρών. Οι σκιές πληθαίνουν και απλώνουν καταπίνοντας λαίμαργα κάθε φωτεινή σπιθαμή του χώρου. Η Φαίδρα με το γυμνό της κορμί κουλουριασμένο, πίσω απ’ το μεταλλικό μπαούλο, τρέμει. Ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι στο χλωμό της πρόσωπο. Γλιστρά ανάμεσα απ’ τα μάτια, μουσκεύει τα αναψοκοκκινισμένα της μάγουλα και καταλήγει στη βάση του ψηλού λαιμού της. Η αναπνοή της βγαίνει κοφτή. Οι αρθρώσεις των δακτύλων της έχουν ασπρίσει από την πίεση.

Μάταια…

«1, 2, 3, 4. . . » εκείνος ο φιδίσιος ψίθυρος, ο τόσο οικείος, που τον αναγνωρίζει πάντα ανάμεσα σε άλλους ήχους, σαφώς πιο δυνατούς, γλιστρά ύπουλα για ακόμη μια φορά ανάμεσα απ’ τα κλειστά της δάκτυλα, με τελικό προορισμό τους υποδοχείς των ακουστικών της νεύρων. Το ερέθισμα ταξιδεύει αστραπιαία στο περιφερικό νευρικό της σύστημα, προκαλώντας αντανακλαστική ανάταση των τριχών του σώματος της. Αναριγεί τρομαγμένη! Με την ράχη της παλάμης, αποδιώχνει ένα δάκρυ απελπισίας, μπολιασμένο με φόβο, που φάνηκε στην άκρη του ματιού της.

«1, 2, 3, 4. . .» ο ψίθυρος είναι ακόμα εκεί. 

Τα σανίδια τρίζουν. Μία νέα σκιά εμφανίζεται στον τοίχο. Μια σκιά με δυο χέρια τεράστια που καταλήγουν σε μακριά δάκτυλα, που της θυμίζουν βέργες. Τα ακούει να κροταλίζουν! Το σώμα της παγώνει… Δεν την ακούει πια. Έχει παραλύσει. Μόνο τα βλέφαρα της μπορεί να πεταρίσει. Τα ανοιγοκλείνει με μανία. Μια ελπίδα σκα μέσα της σαν πυροτέχνημα και της δίνει στιγμιαία κουράγιο. Μα ύστερα το φως της θαμπώνει. Το πνίγει το βαρύ σκοτάδι. Χάνεται. Εκείνη είναι ακόμα εκεί. Ξεχωρίζει ανάμεσα στις άλλες. Η Φαίδρα τρέμει. Η σκιά όλο και πλησιάζει, με τα δάκτυλα της να κροταλίζουν απειλητικά. Η καρδιά της χτυπά ξέφρενα. Ξεκούρδιστα! Κοντεύει να θρυμματίσει τα οστά του θώρακα και να πεταχτεί έξω. Ιδρώτας κυλά στο γυμνό κορμί της.

«1, 2, 3, 4 . . .» Μια σύντομη ιστορία, ένας σύντομος εφιάλτης

Η σκιά την φτάνει. Στέκεται ακριβώς από πάνω της. Εφαρμόζει τέλεια στο γυμνό κορμί της. Η Φαίδρα σφαλίζει τα μάτια. Νιώθει το βάρος της σκιάς να τη συνθλίβει. Η ανάσα της κόβεται. Κλαίει. Ουρλιάζει. Ο αέρας λιγοστεύει. Τα μπούτια της μουσκεύουν. Ένα καυτό υγρό με μυρωδιά αψιά κυλά ανάμεσά τους. Δεν μπορεί να κινηθεί. Τα δάκτυλα της σκιάς κροταλίζουν θάνατο. Την μαστιγώνουν. Νιώθει τη σάρκα της να υποχωρεί. Κι απ’ το άνοιγμα της να κυλά μαύρο το αίμα. Το αίμα σχηματίζει γύρω της λίμνη κι η Φαιδρά ανάμεσα της, επιπλέει νούφαρο γυμνό. Ώσπου η στάθμη του ανεβαίνει κι εκείνη παίρνει και βυθίζεται. . .

«1, 2, 3, 4. . .» ο ψίθυρος γίνεται βουητό! Κι η Φαίδρα πέφτει. Βυθίζεται όλο πιο βαθιά στο σκοτάδι. Θέλει να ουρλιάξει, μα δε μπορεί. Ανοίγει το στόμα κι εκείνο γεμίζει με αίμα καυτό. Πνίγεται! Το σκοτάδι την καταπίνει. Ύστερα τίποτα. Κρανίου τόπος γύρω της. Το κορμί της Φαίδρας κείτεται γυμνό κι αναίσθητο, σχεδόν νεκρό, στην άκρη του δωματίου. Οι σκιές γλιστρούν μέσα ξανά. Το καπάκι κλείνει από μόνο του. Η καταιγίδα έχει κοπάσει. Τα δάκρυα της βροχής, έχουν σχεδόν εξατμιστεί απ’ το ραγισμένο τζάμι του δωματίου. Τα χέρια της Φαίδρας έχουν πάρει μια παράξενη κλίση. Με τα δάκτυλα της δεξιάς παλάμης της ανοιχτά, να ρίχνουν τη σκιά τους πάνω στο μεταλλικό τοίχωμα του μπαούλου. Σκιές δακτύλων που θυμίζουν βέργες.

Το περίβλημα της νύχτας παίρνει και σπα. Κι απ’ τα ραγίσματα του περνούν εκτυφλωτικές οι ακτίνες του πρωινού ήλιου, λούζοντας στο φως τ’ αριστερό της χέρι. Μια πληγή με αίμα ξεραμένο κι ένα σημάδι μελανό, από δάκτυλα που σφίχτηκαν γύρω του σαν μέγκενη.

«1, 2, 3, 4. . .» κι ο ψίθυρος έχει σωπάσει! 

Ο κύκλος … έκλεισε! – Ένα σκληρό διήγημα για την ενδοοικογενειακή βία

Σχόλια