Αφιέρωμα στην αλώβητη μνήμη της πιο καθηλωτικής και ιδιότυπης προσωπικότητας του σουρεαλισμού!
Ρενέ Μαγκρίτ: Μια αριστοτεχνική και πλήρως αντιπροσωπευτική για το ρεύμα του σουρεαλισμού προσωπικότητα, του οποίου η ειδοποιός διαφορά μεταξύ άλλων όμοιων του είναι πως ξεφορτώνεται τον ορθόδοξο σουρεαλισμό, αυτόν της αυτόματης γραφής, της ελεύθερα περιπλανόμενης σκέψης, των συνειρμών και του υπερλογικού κόσμου του ονείρου.
Μια φιγούρα πνευματώδης, αινιγματική, ταπεινή με αριστερά φρονήματα, που φορούσε πάντα ένα καπέλο και κάποιο παλιό κοστούμι και γιλέκο, όπως ακριβώς και οι άντρες που απεικονίζονται στα έργα τέχνης του.
Εξάλλου ο ίδιος δεν τρέφει ουδεμία επιθυμία διαχωρισμού από το πλήθος και τον μέσο άνθρωπο και εμφορείται από την πεποίθηση πως ο κόσμος αποτελεί αμφισβήτηση της κοινής γνώμης. Ωστόσο, παρά τις πολιτικές του πεποιθήσεις, όχι μόνο αποφεύγει να κάνει νύξη για ουτοπίες, αλλά και εστιάζει και ψέγει το παρόν.
Βέλγος σουρεαλιστής ζωγράφος και μάλιστα από τις πιο χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες του καλλιτεχνικού είδους στο οποίο εντάσσεται. Γεννήθηκε, στις 21 Νοεμβρίου του 1898 στο Βέλγιο και αφήνει την τελευταία του πνοή στις 15 Αυγούστου του 1967 στις Βρυξέλλες, σε ηλικία 69 ετών, εξαιτίας του καρκίνου.
Το έργο του αποτέλεσε συντελεστή του σουρεαλισμού, αφού ο ίδιος άσκησε επιρροή σε πολλά ρεύματα και καλλιτέχνες με την ιδιοτυπία της αντίληψής του.
Με δημιουργίες εμποτισμένες με βία και απαισιοδοξία ως επί το πλείστον, ο Μαγκρίτ δέχεται επίδραση από τα παιδικά τραυματικά του βιώματα, εξαιτίας της αυτοκτονίας της μητέρας του σε έναν ποταμό, από την τέχνη του Τζόρτζιο ντε Κίρικο, αλλά και εξαιτίας της στενής του επαφής με θεωρητικούς της γλωσσολογίας και σημειολογίας, όπως ο Φουκώ.
Πολλοί γνωστοί πίνακες του φιλοξενούνται στο Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών στις Βρυξέλλες. Τα έργα του που υπάρχουν εκεί εκτίθενται με χρονολογική σειρά, ώστε να είναι έκδηλη η πορεία του καλλιτέχνη ανά τα έτη. Άλλα έργα φιλοξενούνται στο Μουσείο Γκρούνινγκε στη Μπρυζ και στο Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών της Αμβέρσας.
Το πρώτο του υπερρεαλιστικό έργο φέρει τον τίτλο Le jockey perdu, και εμφανίζεται πρώτη φορά στις Βρυξέλλες το 1927, το οποίο χλευάζεται από τους κριτικούς.
Μεταξύ των πολλών ζωγραφικών του αινιγμάτων μπορούμε να διακρίνουμε: τον Απειλητικό Δολοφόνο (1927), τον Ψεύτικο καθρεύτη (1928), τους Ερωτευμένους (1928), την Προδοσία των Εικόνων (1929), τις Προσωπικές αξίες (1952), την Γκολκόντα (1953), τα Μυστήρια του ορίζοντα (1955), τον Γιο του ανθρώπου (1964), τον Χαρούμενο δωρητή (1966), κ.α.
Ο Ρενέ Μαγκρίτ θα χαρακτηριζόταν από πολλούς ως πνεύμα αντισυμβατικότητας και σατυρικού στοιχείου, ώσπου συχνά τείνει να αγγίζει τον αυτοσαρκασμό. Παρά την λιτότητά του, δεν είναι λίγες οι φορές που αναγνωρίζει τις προκαταλήψεις και τα τετριμμένα, που αμαυρώνουν την καθημερινή μικροαστική ζωή, τα οποία κριτικάρει.
Είναι πασιφανές ότι φλερτάρει ανυπέρβλητα με το άγνωστο, αφού συνηθίζει να συνυφαίνει μεταξύ τους ανόμοια, μα οικεία στον θεατή στοιχεία.
Συνυφαίνει, μη συμβατικές ετερόκλιτες πραγματικότητες σε συνηθισμένα περιβάλλοντα. Ο συνδυασμός, των οποίων τους ξενίζει τις ανθρώπινες αισθήσεις, αλλά απεικονίζοντάς τες με ρεαλιστικό τρόπο.
Το αίνιγμα και το μυστήριο αποτελούν κατεξοχήν στοιχεία της πραγματικότητας και θα την συνοδεύουν πάντα όσο αυτή θα συνεχίζει να υφίσταται.
Σκαρώνει ζωγραφικούς λαβυρίνθους δίχως εξηγήσεις, που θα γκρέμιζαν το μυστήριο και έτσι θέτει αναπάντητα ερωτήματα χωρίς να προσφέρει καμία λύση. Η κατάταξη των έργων του βάσει κοινής θεματολογίας ή μορφής σπάει κατά κάποιον τρόπο αυτήν την χροιά του άγνωστου που αυτά προξενούν.
Στο έργο του «Η προδοσία των εικόνων», που προορίστηκε για διαφημιστικό σκοπό, μιας και ο ίδιος εργάστηκε και ως διαφημιστής, παριστάνει μια πίπα και ευθύς αμέσως αναγράφεται ότι «Αυτό δεν είναι μια πίπα», φέρνοντας τον θεατή σε επαφή με μια αντιφατική πλάνη, με ένα στοιχείο που αναιρεί την ίδια του την ύπαρξη και την σημασία που κουβαλά.
Συγκεκριμένα, φαίνεται σαν να θέλει να ανασυστήσει στον θεατή τη σύνδεση της εικόνας και της λέξης. Αναιρεί τη σύνδεση του σημαίνοντος με το σημαινόμενο και κατακερματίζει την λέξη από την εικόνα που συνηθίζει να το συνοδεύει.
Ο Μαγκρίτ ενστερνίζεται, τόσο στο έργο του, όσο και στην ζωή του, την άποψη ότι «το μη πραγματικό είναι κέλυφος του πραγματικού» και πως το έργο τέχνης δεν διαιρείται από την σκέψη και τον ονειρικό κόσμο, μα είναι μια οπτικοποιημένη σύλληψη.
Ήτοι, η πραγματικότητα δεν βρίσκεται πίσω από τα αντικείμενα που παρίστανται στους πίνακές του, αλλά στην επιφάνεια αυτών των ασυνήθιστα τοποθετημένων στοιχείων, προκαλώντας μυστήριο. Πρόκειται στην ουσία για πραγματικότητες και όχι για όνειρα.
Εδώ, βέβαια, καταληκτικά, αξίζει να προσδιορισθεί ότι δεν απορρίπτεται τελείως η εξωπραγματική ατμόσφαιρα της φαντασίας, αλλά προσπαθώντας να αποκαλυφθούν πολλαπλές οπτικές της πραγματικότητας, ο Ρενέ συγκεράζει πολύ αριστουργηματικά την πραγματικότητα με το υπερφυσικό.
«Η ζωγραφική μου είναι ορατές εικόνες που δεν κρύβουν κάτι — προκαλούν μυστήριο και, πράγματι, όταν κάποιος βλέπει έναν από τους πίνακές μου, θέτει στον εαυτό του αυτήν την απλή ερώτηση: «Tι σημαίνει αυτό;» Οι πίνακές μου δεν σημαίνουν κάτι, επειδή και το μυστήριο δεν σημαίνει κάτι — είναι απλώς άγνωστο.»
~Ρενέ Μαγκρίτ