27 χρόνια έχουν περάσει από το θάνατο του μεγάλου ζωγράφου και η σπίθα της τέχνης του παραμένει ακόμα ζωντανή!
Ο Γιάννης Σπυρόπουλος γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου το 1912 στην Πύλο της Μεσσηνίας. Το 1913 μετακόμισε με τη μητέρα του Φιγάλεια στο Διακοφτό, όπου έζησε μαζί με την οικογένεια της τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια.
Σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα από το 1930 έως το 1936 με καθηγητές τον Ουμβέρτο Αργυρό, Σπυρίδωνα Βικάτο και τον Επαμεινώνδα Θωμόπουλο. Ένα χρόνο ( το 1938) μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας ο Σπυρόπουλος παίρνει μέρος στο διαγωνισμό της Ακαδημίας των Αθηνών για τις υποτροφίες καλλιτεχνών Ευρώπης.
Με απότελεσμα να κερδίσει το Α΄βραβείο και να φύγει για σπούδες τριών χρόνων στο Παρίσι. Εκεί συνεχίζει τις σπούδες του στο Ecole Superieure des Beaux Arts με δάσκαλο τον Charles Guerin και στις ελεύθερες Ακαδημίες Colarossi και Julian.
Με την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου πόλεμου, ο Σπυρόπουλος διακόπτει τις σπουδές του και επιστρέφει στην Ελλάδα. Μένει προσωρινά στον ξενώνα Μπαρμπαλιά στα Εξάρχεια, διότι το σπίτι του στη οδό Σαρανταπόρου 11 είναι δεσμευμένο λόγω ενοικιοστασίου.
Η πρωιμη φαση της ζωγραφικης του Σπυροπουλου
Η πρωίμη φάση της ζωγραφικής του καλλιτέχνη χαρακτηρίζεται από παραστατική απεικόνιση και χωρίζεται σε δύο ενότητες: την περίοδο της “γκρίζας πινελιάς”(1940-1948) και της “κάθετης πινελιάς” (1949-1950).
Ακολουθεί η περίοδος της «ναίφ όρασης» με τοπιογραφίες που δουλεύτηκαν σε μεγάλο αριθμό παραλλαγών. Στα έργα της περιόδου 1952-1957 φαίνονται καθαρά οι διαδικασίες που υιοθετεί ο Σπυρόπουλος για να φθάσει στην Αφαίρεση μέσα από την υπέρβαση του νατουραλιστικού αντικειμένου.
Λίγο αργότερα και ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ΄50, προωθεί τις αναζητήσεις του σε μια συνεχώς εξελισσόμενη γραφή σημείων, η οποία υπηρετείται θαυμάσια από τις ιδιότητες και ευρηματικές τεχνικές του.
Στα έργα του 1957 παρουσιάζονται χαρακτηριστικά δείγματα των χειρονομιακών τάσεων μέσα από τις οποίες ο ζωγράφος αναπτύσσει την ελευθερία της γραφής του. Αποτελούν την επιτομή όλων των αναζητήσεων αυτής της περιόδου.
Η αφαιρεση
Στη δεκαετία του ’60, ο καλλιτέχνης με σπάνια διαίσθηση ελέγχει τις διεργασίες του τυχαίου στο εσωτερικό των εικόνων του και εναρμονίζει την εκφραστικότητα του περιεχομένου με την τεχνική του ιδιαιτερότητα.
Την εποχή που οι περισσότεροι σύγχρονοί του ανά τον κόσμο επιδιώκουν την έξοδο από τα όρια του δισδιάστατου, αλλά και του τελάρου, ο Σπυρόπουλος επεξεργάζεται με συνεχείς επεμβάσεις το μουσαμά του.
Κάθε στρώμα επιφάνειας δεν συγκρίνεται με το προηγούμενο. Αντίθετα το βοηθάει αναδεικνύοντας συνεχώς ποιότητες κρυμμένες. Οι συνθέσεις της περιόδου 1965-1974 βασίζονται σε τρία βασικά στοιχεία που είναι οι χαράξεις, το κολλάζ και η πινελιά.
Ο ζωγράφος χρησιμοποιεί τα γήινα χρώματα, το φως τον συνθέσεων τραβιέται στο εσωτερικό τους, μετασχηματίζεται και λειτουργεί σαν καταλύτης δραματικών ζωγραφικών συμβάντων τα οποία αναδεικνύονται από την ευρηματική τεχνική του τελικού κερώματος.
Η τεχνική του κολλάζ που τόσο εφαρμόστηκε από τον Σπυρόπουλο, ήδη από τη δεκαετία του΄60, με την οριακή αφομοίωση του ξένου σώματος μέσα στο ζωγραφικό έργο, συνεχίζεται την περίοδο 1976-1987, με περισσότερη ευρηματικότητα.
Ο καλλιτέχνης επεξεργάζεται κατά στρώματα τις εικόνες του, με αποτέλεσμα την ανάδυση εσωτερικών τοπίων που προκαλούν την ευαισθησία του θεατή.
Στην τελευταία αυτή περίοδο ο Σπυρόπουλος χρησιμοποιεί περισσότερο κομμάτια τυπωμένης εικόνας. Αφήνει αναγνωρίσιμα κομμάτια φωτογραφίας που ισορροπούν με το πνεύμα και τη δομή της συνολικής σύνθεσης. Έτσι, δημιουργείται ένας διάλογος ανάμεσα στο προϋπάρχον και στο νέο.