Η έκπληξη που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος όταν αφιερώσει ένα μικρό κομμάτι από τον ελεύθερό του χρόνο γύρω του, στο περιβάλλον, στη φύση, είναι απερίγραπτη.
Ειδικά αν έχει παραλείψει αυτήν την πολύτιμη συνήθεια εδώ και αρκετό καιρό και ακόμα κι αν η φύση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περιορίζεται σε ένα μικρό ή μεγάλο πάρκο, μια ανάσα δροσιάς μέσα στο αστικό τοπίο.
Ένα σκηνικό που αποπνέει καλή διάθεση κι υγεία!
Μικρά παιδιά που τρέχουν εδώ κι εκεί ανέμελα και γονείς που περιμένουν τη στιγμή που τα μικρά τους παιδιά θα πέσουν και θα χτυπήσουν, για να τα μαλώσουν και για να τα φωνάξουν γεμάτοι αγάπη και ανησυχία…
Μεγάλα παιδιά που προσπαθούν να χτίσουν ένα γερό κι όμορφο σώμα, χρησιμοποιώντας τα δημόσια όργανα γυμναστικής του πάρκου, δίπλα σε ηλικιωμένους που προσπαθούν να διατηρήσουν ένα γερό και όμορφο σώμα, χρησιμοποιώντας τα ίδια όργανα…
Λίγο πιο πέρα, σε ένα από τα πολλά παγκάκια του πάρκου, ένας άντρας διαβάζει το τουλάχιστον εννιακοσίων σελίδων βιβλίο του. Είναι τόσο απορροφημένος (δικαιολογημένα, μιας και βρίσκεται στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου), ώστε δεν αντιλαμβάνεται αλλά ούτε και αποσπάται από το ζευγάρι των δρομέων που περνάει ακριβώς από μπροστά του, όχι μόνο λαχανιάζοντας αλλά και κουβεντιάζοντας με την πάντα ξεψυχισμένη φωνή των ερασιτεχνών δρομέων.
Και λίγο πιο πέρα, είμαι κι εγώ. Ένα ακόμα μεγάλο παιδί, το οποίο κάθεται στο γρασίδι, ξύνει τις γάμπες του κι αναρωτιέται, αρχικά, γιατί ο Θεός έπλασε τα κουνούπια και τα μυγάκια, κι έπειτα, τι σκέφτονται όσοι περιέγραψα παραπάνω κι ενδεχομένως έχουν αντιληφθεί την παρουσία μου.
Η εύρεση της απάντησης στη δεύτερη απορία μου είναι μάλλον αδύνατη, αν αναλογιστεί κανείς τη σχετική αντικοινωνικότητα που με χαρακτηρίζει εδώ και 22 χρόνια. Οπότε, ας περάσουμε στην πρώτη.
Στρέφοντας το βλέμμα μου προς τα πάνω, σε μια ασυναίσθητη προσπάθεια επικοινωνίας με το Θεό (μιας κι έχουμε μάθει ότι ο Θεός υπάρχει και βρίσκεται στον ουρανό κι όχι π.χ. μέσα μας, ή κάπου πιο κοντά σε μας τέλος πάντων), δεν αντίκρισα τίποτα περισσότερο από μερικά μικρά συννεφάκια.
«Αυτό δε μοιάζει με την Ελλάδα;», αναρωτήθηκα και αποφάσισα να το απαθανατίσω προτού ο αέρας προλάβει να το πάρει μακριά.
Ανάγκασα τη Μαρία Κώτη, η οποία εκείνη την ώρα τραγουδούσε μαζί με τους Social Waste σχετικά με «τα σχολεία που πήγαν» (νέα αφορμή, για νέες απορίες, αλλά επιφυλάσσομαι για τη συνέχεια) να κάνει μια μικρή παύση, ώστε να εκμεταλλευτώ άλλη μία από τις χρήσεις που προσφέρουν τα έξυπνα κινητά στις μέρες μας, αυτήν της φωτογραφικής μηχανής.
Μετά από δέκα λεπτά, η «Ελλάδα» είχε εξαφανιστεί και είχε χάσει το σχήμα της, μιας κι ένας άνεμος που φύσηξε από τη Δύση προς την Ανατολή την παρέσυρε και την έκανε χίλια κομμάτια. Δε μπορούσε να φυσήξει προς το Βορρά τουλάχιστον, να κάνω κι εγώ μια παρομοίωση (δυσάρεστη, μα) της προκοπής με τους νέους μας, μιας και ήταν η μέρα της ψήφισης των τελευταίων νέων μέτρων από τη Βουλή;
Αμάν ρε Θεέ!
Είχα καιρό να αφιερώσω λίγο από τον ελεύθερό μου χρόνο γύρω μου. Η αλήθεια είναι ότι το ευχαριστήθηκα ιδιαίτερα, μιας και ήταν μια καλή ευκαιρία να απασχολήσω το μυαλό μου με (ανούσιες ίσως) σκέψεις σχετικά με τους ανθρώπους, το Θεό, τα κουνούπια και τα μυγάκια, το περιβάλλον, την ανεργία, τα μνημόνια, τη γεωγραφία…
Δοκίμασέ το και δε θα χάσεις!