Εκεί όπου η τέχνη του λόγου συναντά την τέχνη της φωτογραφίας.

 

Σκιές – Μαίρη Β.

Φωτογραφία: Αλεξία Χάμουζα-Γιοβανοπούλου

Όσο κι αν δεν το παραδέχομαι
Μου λείπεις∙
Σε γνώρισα τόσο ξαφνικά,
Σε έχασα τόσο μοιραία,
Σε ξέχασα τόσο ψεύτικα.

Δεν πρόλαβα να σε μάθω.
Δεν πρόλαβες να με ζήσεις.
Όλα βιαστικά,
όλα ανολοκλήρωτα,
όλα λάθος…

Θα ξαναρθείς; Θα σε φέρουν ποτέ κοντά μου οι συγκυρίες;
Η ζωή θα γίνει παμπόνηρος συνωμότης μας;
Τι θα ορίσει το γραμμένο; Τι θα καθορίσουμε ε μ ε ί ς;

Ποιος –στ’ αλήθεια- οδηγεί;

Ο δρόμος πάλλευκος∙
Οι ορίζοντες όλοι ανοιχτοί.
Το μέλλον… θαμπό.

Εσύ, εγώ
Κι ανάμεσά μας;
…Κενό…
Ούτε μια λέξη δεν στάθηκε ικανή να σε φέρει κοντά.

Η ζωή μας πληγώνει κάθε μέρα.
Οι αποστάσεις μεγαλώνουν και δημιουργούν χάσματα.
Η φθορά κατατρώει τα πάντα…

Ο χρόνος, ο μόνιμος νικητής,
αφού  η τελική έκβαση μοιάζει προκαθορισμένη.
Ο αγώνας ανώφελος…

Και οι άνθρωποι;
Σκιές,
χάνονται…

Όλοι είμαστε μονάχοι.


Αόριστη Συνάντηση – Άρτεμις Κουλουρά

Φωτογραφία: Αλεξία Χάμουζα-Γιοβανοπούλου

Ένα αργό βάδισμα∙

κατεβαίνει τα σκαλιά

Ένας μισοσκότεινος δρόμος

μ’ ένα φως αριστερά να εντείνει τις αντιθέσεις.

Μία παρ’ ολίγον συνάντηση στα σκαλιά του

και μια βροχή ξαφνική

καλύπτει το περιττό του κόσμου.

Τρέχει ο καθένας σε διαφορετική κατεύθυνση

Σκουπίζεται να στεγνώσει από τα δάκρυά της

Ο καπνός ενός τσιγάρου

απλώνεται

κάτω από το αχνό φως ενός κενού δωματίου

Το κίτρινο ρολόι δείχνει παγωμένο

Χρόνος ακίνητος μέσα σε χρόνο που κυλά

-σαν ποταμός-

Χάνεται.

Χρόνος  ανεκμετάλλευτος

Αοριστία που θα γινόταν πράξη οριστική.

Αντιθέσεις που θα απαλείφονταν.

Συνάντηση απραγματοποίητη σκορπίστηκε

στα ρυάκια της βροχής πάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο.


Κάποτε την έλεγαν Ελπίδα…  – Γιάννης Ζαραμπούκας

Φωτογραφία: Αλεξία Χάμουζα-Γιοβανοπούλου

Ήταν ένα κορίτσι όμορφο και δροσερό, μικρός ήλιος το πρόσωπο της. Το πάτημα της ανάλαφρο, αιωρούνταν σχεδόν. Γλιστρούσε αθόρυβα ανάμεσά τους, κι ας ήταν το γέλιο της κρυστάλλινο. Περπατούσε μαζί τους στους πεζόδρομους. Κάθονταν στη δίπλα θέση σε αυτοκίνητα, αεροπλάνα και  λεωφορεία. Το βράδυ στέκονταν έξω απ’ το παράθυρο τους, όπου κρατούσε πάντα, το ψάθινο καλάθι της. Πασπάλιζε με λίγη αστερόσκονη τα όνειρα τους.

Ύστερα, έτρεχε γελώντας περνώντας μέσα από σύννεφα, κοιλάδες και ποτάμια μέχρι την καλύβα της. Ένα σπιτάκι ξύλινο, ψημένο απ’ την θαλασσινή αλμύρα, που το ‘γλύφαν συχνά πυκνά τα αφρισμένα κύματα. Τα γυμνά της γόνατα γδέρνονταν στις πέτρες, μα καθόλου δε την ένοιαζε. Το λευκό της φόρεμα λέκιαζε απ’ τη σκόνη κι οι χρυσαφένιες μπούκλες της παίζανε με τους ανέμους.

Έπαιρνε μετά την αστερόσκονη, εκείνη που περίσσεψε, κι έπλαθε τους δικούς της κόσμους. Έχτιζε γέφυρες και πύργους, άλογα, άμαξες και πριγκιπόπουλα. Έδινε πνοή και στα δικά της όνειρα. Έγερνε ύστερα αποκαμωμένη. Η κούραση βάραινε τα βλέφαρα της. Έβγαινε ο ήλιος γελαστός να την καλημερίσει, μα σαν έβλεπε το στέρνο της ρυθμικά να πάλλεται έκανε όσο πιο ήσυχα μπορούσε. Όταν όμως κόντευε να διανύσει τη μισή τροχιά του, έριχνε επάνω της το πιο ζεστό του χάδι. Ξύπναγε εκείνη γελώντας.  

Κι ήταν το γέλιο της μελωδία ευτυχίας!

Τα χρόνια ωστόσο, ήρθαν και έφυγαν γοργά, αφήνοντας άσπρα τα μαλλιά της. Το πάτημα της βάρυνε, μπαγιάτεψε το πρόσωπό της. Το γέλιο ξεκουρδίστηκε. Βήχας βγαίνει τώρα πια απ’ το χαλαρό λαιμό της. Η ψάθα του καλαθιού έσπασε κάποια μέρα, κι η αστερόσκονη χάθηκε, πασπαλίζοντας για τελευταία φορά τον κόσμο. Η πλάτη της κύρτωσε από τη θλίψη.

Περπάταγε σε δρόμους και πλατείες, με πόδια αδύναμα και νύχια κίτρινα και λασπωμένα, σέρνοντας πίσω της το ξεφτισμένο φόρεμά της. Τα στενά της πόλης την κατάπιναν κι εκείνη χαμένη έψαχνε λαίμαργα στους πλαστικούς κάδους και στα μεταλλικά καλάθια των πάρκων. Πίσω από θάμνους πυκνούς και κορμούς τεράστιους.

Έψαχνε για τριαντάφυλλα κόκκινα και στίχους γραμμένους σε χαρτιά τσαλακωμένα, για μεταξωτές, πολύχρωμες κορδέλες και χαραγμένα όνειρα στις ξύλινές τους σάρκες. Έψαχνε για ώρες, μα ύστερα απογοητευμένη έπαιρνε ξανά τους δρόμους, με χέρια άδεια. 

Δίπλα της, αδιάφοροι περνούσαν οι περαστικοί, κι ας ήταν κάποτε Ελπίδα το όνομά της!

Σχόλια