Εκεί που η Τέχνη του Λόγου συναντά την Τέχνη της Φωτογραφίας.

1. Θυμάσαι; – Σταύρος Γεννίτσαρης

Φωτογραφία: Αλεξία Χάμουζα-Γιοβανοπούλου

Θυμάσαι;

Τις ευχές που έκανες βλέποντας εκείνο το ηλιοβασίλεμα να χάνεται μέσα στη θάλασσα;

Άραγε να έκανε και εκείνη την ίδια ευχή;

Και γιατί δεν έπιασε, αφού δεν την είπες ποτέ δυνατά.

Μήπως για αυτό;

Μήπως έπρεπε να την φωνάξεις δυνατά;

Θυμάσαι;

Εκείνη την πανσέληνο που χαζεύατε για ώρες;

Εκείνο το πρωί που ξύπνησες, την είδες δίπλα σου και ήθελες να παγώσεις τον χρόνο;

Μόνο αυτό ήθελες.

Να την βλέπεις.

Θυμάσαι;

Εκείνη την νύχτα που ακόμα εύχεσαι να μην ξημέρωνε ποτέ;

Εκείνο το νυσταγμένο βλέμμα;

Εκείνο το χαμόγελο;

Το θυμάσαι;

Το πιο αληθινό της χαμόγελο.

Ίσως γιατί ήταν μεθυσμένο.

Θυμάσαι εκείνη την στιγμή;

Καθόσασταν απέναντι και δεν μιλούσατε.

Κοιταζόσασταν επίμονα.

Με μάτια βαριά από τον καπνό και το αλκοόλ.

Ξαφνικά σου χαμογέλασε.

Και τότε κατάλαβες πόσο την έχεις ερωτευτεί.

Το θυμάσαι;

Σίγουρα το θυμάσαι.

Το κράτησες.

Λες και από τότε ήξερες.

Λες και ήξερες πως θα ήταν το τελευταίο.

Θυμάσαι εκείνον τον Μάη;

Έναν Μάη σαν κι αυτόν.

Ίσως λιγότερο ζεστό.

Και σίγουρα πολύ πιο ζωντανό.

 

Θυμάσαι τι έγραφες τότε;

Μπορείς με έναν άνθρωπο να ζήσεις απόλυτες στιγμές.

Αλλά στο τέλος,

πάντα θα μπαίνει στη μέση το εγώ.

 

Αυτό γιατί δεν το θυμάσαι;

Μήπως γιατί πια δεν το πιστεύεις;


2. Το έρημο σπίτι στο λιβάδι – Ελευθερία Τσαλίκη

Φωτογραφία: Πάνος Κοτέφας

Το έρημο σπίτι στο λιβάδι ήταν σκοτεινό. Η πάχνη είχε καλύψει τα πάντα με ένα πορτοκαλί πέπλο μυστικισμού.  Τα σύννεφα σκούρα, με αυτό το βαθύ γκρι και μερικές πινελιές μαύρου πλησίαζαν απειλητικά, ενώ παράλληλα ακούγονταν βροντές στον ορίζοντα. Ερχόταν καταιγίδα. Όλο και πλησίαζε με γρήγορους ρυθμούς.

Η πόρτα, φρουρός, δεν επέτρεπε να περάσει τίποτα από το σώμα της. Τόσα χρόνια την φάγανε οι κακουχίες αλλά αυτή, ακόμα κρατάει την θέση της. Τα παράθυρα, σπασμένα και πιο αδύναμα, άφηναν το παγερό Αγέρα να ανατριχιάζει τα έπιπλα καθώς λικνίζονταν αισθησιακά γύρω από χερούλια και καθίσματα,  φωτιστικά και εικονίσματα……

Ο Άνεμος προτιμούσε να μπαίνει από το τζάκι. Κύριος. Ήθελε επισημότητες. Με ένα μεγάλο βουητό έκανε βουτιά στις στάχτες που είχαν απομείνει, κάνοντας έτσι αισθητή την παρουσία του σε όλο το δωμάτιο. Κατευθύνθηκε στην γωνία του, όπου με ένα στρόβιλο έριξε κάτω το σκαμπό που βρισκόταν μπροστά από το χαλασμένο μουσικό όργανο.

Μπαίνοντας από την μικρή χαραμάδα, ένα μικρό Αεράκι προτίμησε να φιλήσει  απαλά την σκόνη, μαζεμένη σε παχιά στρώματα πάνω  στο τραπέζι. Την έκανε να χορεύει σε ανατολίτικους ρυθμούς καθώς ο Άνεμος έπαιζε μαλακά το ξεχαρβαλωμένο σαντούρι εκνευρίζοντας τον Αγέρα που τσίριζε υστερικά.

Όλα ήταν όμορφα. Όλα ήταν ήσυχα στο μικρό έρημο σπίτι στο λιβάδι. Μόνο όταν πλησίαζε η καταιγίδα το σπίτι ήταν σαν να αποκτούσε και πάλι ζωή.

Κάποτε ξέρετε, το μικρό αυτό σπίτι στο λιβάδι ήταν γεμάτο με χαρούμενες παιδικές φωνές. Κατοικίδια ζώα που περιτριγύριζαν το εξωτερικό. Η κατάφυτη αυλή και το μοσχομυριστό απέραντο γρασίδι στόλιζαν το μικρό σπίτι με το καλύτερο τρόπο. Ο ήλιος πάντα έλαμπε και το σπίτι καμάρωνε την ομορφιά του κάτω από τον γαλάζιο ουρανό.

Ο κόσμος έφυγε, βλέπετε, στας πόλεις. Εγκατέλειψαν το λιβάδι, και το κάθε λιβάδι και τα χωριά.

Το μικρό σπίτι στο λιβάδι ξεχάστηκε. Έμεινε μόνο στην μνήμη των μικρών παιδιών που κάποτε έπαιζαν ανέμελα. Αλλά τι να την κάνεις την ανάμνηση;

Το σπίτι ρήμαξε. Καταπονήθηκε από τις αλλεπάλληλες καταιγίδες. Τα θεμέλια λύγισαν υπο το βάρος της στενοχώριας, τα τζάμια δεν άντεξαν τα χαστούκια του χιονιού  και με τον καιρό έσπασαν.

Η πόρτα μόνο έμεινε αγέρωχη φυλάσσοντας καρτερικά το έρημο σπίτι στο λιβάδι. Περιμένει ακόμα κάποιον να έρθει και να χτυπήσει το κουδούνι. Τα μικρά παιδιά που την ανοιγόκλειναν ενώ έπαιζαν. Περιμένει.

Είναι πια κουρασμένη. Το φθαρμένο της ξύλο θέλει λίγο λούστρο για να ξανανιώσει. Βρίσκει άλλες θεραπείες. Ενίοτε ανοίγει διστακτικά και αφήνει την καταιγίδα να την χαϊδέψει και να πάρει μια ανάσα το σπίτι.

Ονειρεύεται να κουνηθεί σαν αιώρα πέρα δώθε και να ξανανιώσει το πηγαινέλα, όπως κάποτε. Την πήρε την απόφασή της. Ανοίγει διστακτικά στην αρχή, και έπειτα λίγο περισσότερο, ώσπου τελικά άνοιξε με μία ισχυρή βροντή, επιτρέποντας στον Μουσσσώνα να ξεχυθεί στο σπίτι. Αν και η ίδια χτυπάει βίαια μπρος πίσω στον τοίχο το διασκεδάζει. Είχε να ξανανιώσει έτσι για χρόνια! Χαίρεται και γελάει! Συνοδεύει σαν τουμπερλέκι τους ήχους που ακούγονται από το σαλόνι.

Χορεύει παρέα με την σκόνη και τα πεταμένα χαρτιά σε έναν ξέφρενο καρσιλαμά. Σιγα σιγά οι ήχοι γίνονται πιο έντονοι προστίθενται τα βουητά των Ανέμων και η μπάσα φωνή του Μουσσσώνα. Το κέφι έχει πλέον ανάψει. Το έρημο σπίτι δεν άντεξε και μπήκε στο χορό. Έναν στριφογυριστό χορό που τον ανέβασε στον ουρανό.

Καρέκλες και ποτήρια, καναπέδες και τραπέζια, σοβάδες και θεμέλια, παρόλο που δεν είχαν ξαναγνωριστεί, έγιναν όλα ένα στον τελευταίο χορό στο έρημο σπίτι. Σαν αυτά τα πάρτι γενεθλίων στα οποία ήταν πάντα παρόν. Ή σαν τα γλέντια των γάμων στα οποία είχε παρευρεθεί. Αυτός εδώ όμως ήταν ο καλύτερος. Το σπίτι μπόρεσε να γίνει ένα. Η πόρτα διαμελίστηκε και βρήκε τα μακρινά της ξαδέρφια, τα κουρτινόξυλα ενώ τα παράθυρα ενώθηκαν με τα πλακάκια του μπάνιου.

Ο Ανεμοστρόβιλος, ο οικοδεσπότης της βραδιάς, ανέβαλε το γλέντι. Τους ταξίδεψε μακριά, όλους μαζί και οργάνωσε για αυτούς την καλύτερη βραδιά της ζωής τους.

Τι κι αν κανείς τελικά δεν επέστρεψε στο σπίτι; Εκείνο κατάφερε να πάει  παντού!

Στην θέση όπου βρίσκονταν το έρημο σπίτι στο λιβάδι, ως φόρο τιμής, οι Άνεμοι φρόντισαν να αφήσουν ένα μνημείο για να θυμούνται οι επόμενες γενιές που βρίσκονταν….

Αν λοιπόν συναντήσετε σε κάποιο (ξερό πλέον) λιβάδι ένα σαντούρι που παίζει ανατολίτικες μελωδίες μην τρομάξετε. Λένε πως ο Άνεμος δεν εγκατέλειψε ποτέ την γωνίτσα του και συνεχίζει ακόμα και σήμερα να παίζει το σαντούρι του εκεί όπου πάντα ακούγονταν. Αν τυχαίνει να έχετε ένα ντέφι μαζί σας, συνοδέψτε τον, θα χαρεί και ίσως στήσει ένα μικρό γλέντι με το Αεράκι (που από ότι μου είπαν) φέρνει πέταλα από μαργαρίτες για να στολίζει τα μαλλιά των κοριτσιών που χορεύουν στον ρυθμό….

 


3. Το τώρα μου – Αλεξία Χάμουζα-Γιοβανοπούλου

 

Φωτογραφία: Αλεξία Χάμουζα-Γιοβανοπούλου

«Στην αρχή μετράει η εικόνα». Έτσι λένε τουλάχιστον. Εγώ πάλι σχεδόν ποτέ δεν κοίταζα πρώτα την εξωτερική εμφάνιση. Ναι μετράει και αυτό. Πιο πολύ όμως κοιτάζω κινήσεις.

Από την πρώτη κιόλας ματιά καταλαβαίνεις πολλά, τα πρώτα τέσσερα πέντε λόγια που θα ακούσεις και αυτό που θα «μυριστείς» για τον άλλο φτάνουν.

Μετά προκύπτει το ερώτημα αν θες να τον μάθεις παραπάνω ή όχι. Κάποιες φορές απαντάς ναι, κάποιες άλλες όχι. Όταν λες ναι κάποιες στιγμές μπορεί και να το μετανιώσεις, ενώ στο όχι καταριέσαι την ώρα και την στιγμή που το είπες.

Εντάξει, και το ναι μπορεί στην τελική να ήταν καλό που το είπες και να κατέληξε σε κάτι ουσιαστικά θεσπέσιο, αλλά τις περισσότερες φορές πικραίνεσαι όταν φτάνει το τέλος.

Ειδικά, όταν το τέλος δεν λέχθηκε μεταξύ σας, απλώς από τις κινήσεις θα πρέπει να αντιληφθείς εσύ το τέλος. Οι κινήσεις που λέγαμε πριν, τέλος πάντων. Τι γίνεται όταν αργείς όμως; Το συνειδητοποιείς  κάποια στιγμή, όταν θα είναι πολύ αργά, διότι έχει τελειώσει και εσύ το αντιλαμβάνεσαι τελείως ξαφνικά. Εκεί δηλαδή που ακούς τα ίδια γαμ***** τραγούδια που ακούς επί τέσσερις εβδομάδες και αυτά να είναι η «Μπανιστηρτζού»  που ανταποκρίνονται στα νεύρα σου και το «Καληνύχτα» που φωνάζει το μικρό «ευχαριστώ» σου για το πρόσωπο.

Μπορούμε επιτέλους να ξεκολλήσουμε το μυαλό μας και να μην αφήνουμε τον εαυτό μας να κολλάει με άτομα με τα οποία στην ουσία «δεν τα βρίσκουμε»; Γιατί προσπαθούμε αυτοί οι άνθρωποι μέχρι το τέλος; «Όσο μας φτύνουν τόσο κολλάμε»; Ή μήπως ερωτευόμαστε την ιδέα που ζήσαμε δύο τρεις εβδομάδες πριν «φάμε άκυρο»;

Δεν ξέρω. Φτάνει που μαθαίνεις τελικά από τα λάθη σου. Μπορεί να τα κάνεις ξανά, αλλά δεν πειράζει, τουλάχιστον ζεις και νιώθεις!

 

 

Σχόλια