Και τα νερά εκείνα που κάπου κάπου σε κατακλύζουν, στα βάθη σε κερνούν επούλωση…
Κυματοθραύστης
Βρισκόμαστε κάπου κάπου σε πελάγη γιομάτα
να γευόμαστε αλάτι και ιώδιο.
Γευόμαστε επούλωση μες την καταχνιά της αντίδρασης.
Βρισκόμαστε στα μέρη που βρήκαμε όσα χάνουμε
και αφήνουμε όσα δεν εγκαταλείπεις.
Όσα και άλλα τόσα…
Και σε αυτά που δεν ξεχνάς
θυμάσαι να σηκώσεις τα πόδια,
να περπατήσεις μονάχος
σε μια βουβή αἴσθησις-
αφήνεις την ραχοκοκαλιά να ξεστηλωθεί,
να μαζέψει από το τράβηγμα.
Να μην ρωτάς πια
“πατώνεις, πατώνεις;!”
να μην απαντάς σε τίποτε
που ορθώνεται.
Βρισκόμαστε κάπου κάπου σε γιομάτα πελάγη
και αφήνουμε την επούλωση για καυτηρίαση,
να μαζέψει από το τέντωμα,
να μαζέψει με τις πλύσεις.