Τα γεγονότα, που οδήγησαν στον εορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιας.
Οι απανταχού εργαζόμενοι/ες οφείλουν την κατοχύρωση των βασικών εργατικών τους δικαιωμάτων στους αγωνιστές/ριες του 1886, γι’ αυτό και πρόκειται για μια μέρα μνήμης, τιμής και αγώνα.
Μέχρι τότε και για κάποια χρόνια αργότερα, οι εργαζόμενοι/ες εξυπηρετούσαν την καπιταλιστική μηχανή, δουλεύοντας ατελείωτες ώρες κάτω από απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, χωρίς να εξασφαλίζουν ούτε τα βασικά. Δεν μπορούσαν καν να αγοράσουν τα πράγματα, τα οποία παρήγαγαν. Ο δρόμος για το 1886 ήταν μακρύς και πέρασαν πολλά χρόνια αγώνα έως ότου γίνει τόσο μαζικός ξεσηκωμός.
Ύστερα απ’ τη Βιομηχανική Επανάσταση, αναδύθηκε έντονα η ανάγκη για εργατικό δυναμικό, προκειμένου να στελεχωθούν οι νέες επιχειρήσεις και τα μεταφορικά έργα. Η κλωστοϋφαντουργία άνθισε εις βάρος εργατών/ριων που αποτελούσαν φθηνά εργατικά χέρια, υποταγμένα στην πειθαρχία της εργοστασιακής εργασίας.
Ο τομέας της παραγωγής αυξανόταν συνεχώς, το ίδιο και τα κέρδη. Το κεφάλαιο ανέλαβε τον έλεγχο της εργασίας και πλέον η τάξη των εργατών εξαρτιόταν απ’ το ημερομίσθιο. Πολλές φορές, στα εργοστάσια εργάζονταν παρά τη θέλησή τους τρόφιμοι ορφανοτροφείων, γυναίκες και παιδιά.
Οι ώρες εργασίας ξεπερνούσαν τις 10 και λόγω των κακών συνθηκών υγιεινής, οι άνθρωποι αρρώσταιναν από φυματίωση και χολέρα. Είχαν δημιουργηθεί “τάξεις” ακόμα και εντός της εργατικής, καθοριζόμενες απ’ την ειδίκευση, την καταγωγή, το φύλο και την ηλικία.
Με την πάροδο των χρόνων και έχοντας οι εργαζόμενοι/ες έρθει σε επαφή με τις πρώτες σοσιαλιστικές ιδέες, άρχισαν να αντιλαμβάνονται την ανάγκη δημιουργίας εργατικών συνδικάτων. Ο μαρξισμός διαχύθηκε στους εργάτες, οι οποίοι φιλοδοξούσαν να πάρουν στα χέρια τους τα μέσα παραγωγής, δίχως εργοδοτική εκμετάλλευση.
Ωστόσο, οι εργάτες δεν ομοφωνούσαν για τον τρόπο με τον οποίο θα διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους, ούτε και αποσκοπούσαν όλοι σ’ ένα κοινό όραμα. Το Εργατικό Κόμμα των ΗΠΑ, το 1876/7 διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις απεργίες των σιδηροδρόμων στο Σικάγο και το Σαιν Λούις.
Ύστερα απ’ την αποτυχία του ωστόσο, μετονομαζόμενο σε Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα σταμάτησε τις διαδηλώσεις για να παρουσιάσει τα αιτήματά του στα νομοθετικά σώματα, έχοντας πια παραιτηθεί από την ενεργό δράση.
Σύντομα φάνηκαν οι πρώτες εντάσεις, μιας και το σχίσμα της Πρώτης Διεθνούς αντικατοπτριζόταν και στα συνδικάτα. Οι εργάτες/ριες χωρίστηκαν στα δύο, έχοντας διαφορετικές επιδιώξεις.
Οι μεν υποστήριζαν την ρεφορμιστική τακτική στους τομείς της εκπαίδευσης, της πολιτικής και του κοινοβουλευτισμού. Οι δε ζητούσαν την προμήθεια μυστικού εξοπλισμού για την πραγματοποίηση της κοινωνικής Επανάστασης, μιας και θεωρούσαν ότι η αφαίμαξη τους οφειλόταν στην ύπαρξη της μισθωτής σκλαβιάς καθολικά, ως μέρος του καπιταλιστικού συστήματος.
Ύστερα απ’ την εκλογική αποτυχία των σοσιαλιστών, οι επαναστάτες επέμεναν ότι η λύση δεν θα επέλθει μέσω της κάλπης, τραβώντας με το μέρος τους μεγάλο ρεύμα εργατών.
Το 1881 στην συνδιάσκεψη του Σικάγο, εμφανίστηκε ο Μόστ, ιδρυτής της Διεθνούς Οργάνωσης Εργαζομένων “Μαύρη Διεθνής”. Ο Μόστ, αν και δεν δήλωσε ποτέ αναρχικός, ήταν υποστηρικτής των απόψεων του Μπακούνιν και του Νετσάγιεφ.
Πρότεινε, έτσι την υιοθέτηση της τεροριστικής δράσης ενάντια στην εκκλησία, το κράτος, την αστυνομία και το στρατό, προκειμένου να εξαλείφονταν “το κτήνος της ιδιοκτησίας” και ό,τι το έθρεφε, για να πάψει πια η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Το 1883 αναδιοργανώθηκε η Διεθνής Ένωση Εργατών, δημιουργώντας δύο ρεύματα απ’ τα οποία το ένα ακολουθούσε τις ιδέες του Μόστ, ενώ το άλλο δημιούργησε την “Ιδέα του Σικάγου” η οποία ήταν ένα μείγμα αναρχισμού και συνδικαλισμού.
Η Ιδέα του Σικάγου έδινε μάχη, όχι για τα επιφανειακά δικαιώματα, αλλά τασσόταν απέναντι στον καπιταλισμό εν γένει. Πάνω απ’ το 1/3 των εργατών προσχώρησε στην Διεθνή, η οποία καλούσε τους μισθωτούς να πάρουν τα όπλα και να αντιταχθούν στους “εχθρούς του ανθρώπινου γένους”.
Την ημέρα του αγώνα, οι επαναστάτες της Διεθνούς ενώθηκαν με την Ένωση για την κίνηση του οκταώρου και το Κεντρικό Εργατικό Συνδικάτο. Συγκεντρώθηκαν 65.000 απεργοί, οι οποίοι επεκτάθηκαν και εκτός Σικάγου.
Η συγκέντρωση ήταν ειρηνική και κράτησε ως τις 3 Μαϊου, όπου η εργατική απεργία είχε παραλύσει τις μεταφορές και τις επιχειρήσεις, με εμφανή προβλήματα και στους δύο κλάδους. Τότε, οι δυνάμεις καταστολής όρμησαν στο πλήθος, πυροβολώντας ανεξέλεγχτα, με αποτέλεσμα τον θάνατο και τον τραυματισμό πολλών διαδηλωτών.
Παρόλ’ αυτά, στις 4 Μαϊου πραγματοποιήθηκε στην Παλιά Αγορά δεύτερη ειρηνική συγκέντρωση, ώσπου εξεράγη μια βόμβα, άγνωστο μέχρι σήμερα από ποιον…
Μετά την λήξη των κινητοποιήσεων, εκδόθηκε αίτημα που ζητούσε την εκτέλεση των κυριότερων αναρχικών αγωνιστών της πόλης. Οι επιδρομές στα σπίτια και οι συλλήψεις όσων είχαν και την παραμικρή σχέση με το ριζοσπαστικό κίνημα ήταν αμέτρητες.
Τα μέλη της Διεθνούς κατηγορήθηκαν πως αποσκοπούσαν σε μαζικές δολοφονίες! Επικράτησε τρόμος στην κοινή γνώμη, η οποία απαιτούσε τον θάνατο των αγωνιστών. Σ’ ένα στημένο δικαστήριο, αποτελούμενο από επιχειρηματίες, τους υπαλλήλους τους και συγγενείς αστυνομικών, οι αγωνιστές κατηγορήθηκαν για τις ιδέες τους ως “εχθροί του καπιταλισμού”.
Καταδικάστηκαν σε απαγχονισμό, ύστερα απ’ την αγόρευση του εισαγγελέα Γκρίνελ: “Δικάζεται ο Νόμος. Δικάζεται η Αναρχία. Οι άνθρωποι αυτοί διαλέχτηκαν από τους ενόρκους και θεωρήθηκαν ένοχοι γιατί ήταν ηγέτες. Δεν είναι περισσότερο ένοχοι απ’ ότι οι χιλιάδες που τους ακολουθούν. Κύριοι ένορκοι, καταδικάστε τους, κάντε τους παράδειγμα προς αποφυγήν, κρεμάστε τους και θα σώσετε τους θεσμούς μας, την κοινωνία μας”.
Οι απολογίες των αγωνιστών ήταν ειλικρινείς, αμετανόητες, πιστές στις ιδέες τους. Ο Λίνγκ είπε χαρακτηριστικά: “Επαναλαμβάνω ότι είμαι εχθρός της τάξης που επικρατεί σήμερα και επαναλαμβάνω ότι θα την πολεμήσω με όλες μου τις δυνάμεις, όσο μπορώ ακόμα να ανασαίνω. Σας απεχθάνομαι! Απεχθάνομαι την τάξη σας, τους νόμους σας, την εξουσία σας που στηρίζεται στη βία. Κρεμάστε με γι’ αυτό!”.
Το δικαστήριο παρά τα σφάλματα νομικής φύσης, που διέπραξε οδήγησε τους 7 επαναστάτες στην αγχόνη. Στο πλάι τους στάθηκαν όλες οι απανταχού εργατικές οργανώσεις, ζητώντας χάρη, με εξαίρεση τους Ιππότες της Εργασίας.
Οι Φήλντεν και Στσουώμπ μετέτρεψαν την ποινή τους σε ισόβια. Οι υπόλοιποι πρόταξαν το “Ελευθερία ή Θάνατος”. Ο Λίνγκ απέφυγε την κρεμάλα πυροδοτώντας ένα τσιγάρο με δυναμίτη στο στόμα του.
Στις 11 Νοεμβρίου 1887 εκτελέστηκαν, ενώ κάτω απ΄τις κουκούλες τους ακούστηκαν τα εξής:
Σπάϊζ: “Θα’ ρθει μια εποχή που η σιωπή του τάφου μας θα είναι πιο ισχυρή από τις φωνές που στραγγαλίζετε σήμερα”.
Ένγκελ & Φίσερ: “Ζήτω η Αναρχία! Αυτή είναι η ευτυχέστερη στιγμή της ζωής μου!”.
Πάρσονς: “Ω, άνθρωποι της Αμερικής, θα μου δώσετε την άδεια να μιλήσω; Αφήστε με να μιλήσω Σερίφη Μαίητσον. Αφήστε να ακουστεί η φωνή του λαού, Ω!”.
Μετά από χρόνια οι Φήλντεν, Στσουώμπ και Νήμπ απελευθερώθηκαν απ’ τον κυβερνήτη Άλτγκελντ, ο οποίος είπε: “H δίκη που τους καταδίκασε χαρακτηρίστηκε από υστερία, ένα τσούρμο ενόρκους και έναν προκατειλημμένο δικαστή”.
Οι θάνατοί τους ήλπιζαν ότι θα σήμαιναν και τον θάνατο της Ιδέας. Η δίψα για Ελευθερία δυναμώνει, κάθε φορά που η καταστολή αυξάνεται.
Η 1η Μαϊου δεν ήταν, δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ αργία, αλλά απεργία!