Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε συνηθίσει να ζούμε σε ένα ζεστό σπιτικό, με ένα πιάτο φαγητό να μας περιμένει όταν γυρνάμε, μάλιστα τα θεωρούμε δεδομένα. Τι γίνεται όμως με τους ανθρώπους για τους οποίους αυτά τα προνόμια δεν είναι καθόλου αυτονόητα;
Κοίτα τριγύρω σου. Όλο και σε κάποιο παγκάκι, γωνία ή σταθμό του μετρό θα τους έχεις πετύχει. Ο άστεγος που δεν έχει άλλη επιλογή πέρα απ’το να καταφύγει στη ζητιανιά για να ζήσει. Η γιαγιά που παρακαλάει για ένα κομμάτι ψωμί στην άκρη του δρόμου, έχοντας χάσει το σπίτι της. Ο πατέρας που αναγκάζεται να ζητήσει από τους συνανθρώπους του να τον βοηθήσουν οικονομικά με τα έξοδα του παιδιού του που ταλαιπωρείται με μια βαριά ασθένεια στο νοσοκομείο. Ο πρόσφυγας που βίωσε την καταστροφή, τον πόνο, την απώλεια, και αναζητά την ευκαιρία για άσυλο και θαλπωρή σε μια ξένη και αφιλόξενη προς αυτόν χώρα.
Άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, που κατακερματίζουν τον εγωισμό τους και την υπερηφάνια τους προκειμένου να τα βγάλουν πέρα για μία ακόμη ημέρα. Που έρχονται αντιμέτωποι με το αδιάκριτο, πολλές φορές αδιάφορο βλέμμα των περαστικών. Που για τους περισσότερους ο δρόμος και η ζητιανιά αποτελούν μόνιμο κομμάτι της ζωής τους. Για να αποδεχτεί κανείς αυτή τη μοίρα, αυτή τη διέξοδο, χρειάζεται τρομερή δύναμη.
Το να έχει μια αξιοπρεπή ποιότητα ζωής, μια δουλειά, μια στέγη, και ξαφνικά να τα χάνει επειδή δε μπορεί να ανταπεξέλθει στα συσσωρευμένα χρέη είναι κάτι το οποίο η πλειοψηφία δε μπορεί να αντέξει. Αυτοί οι άνθρωποι όμως αντέχουν.
Αντέχουν την καθημερινή αποστροφή των περαστικών, το χλευασμό, την ταπείνωση.
Η πλειοψηφία των ατόμων που τους περιβάλλουν αρνούνται πεισματικά να προσφέρουν έστω και τη μικρότερη δυνατή βοήθεια. Πέρα από όλα αυτά ωστόσο, έχουν να υπομείνουν και τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε εποχή, με αποκορύφωμα το αφόρητο κρύο του χειμώνα και την αποπνικτική ζέστη του καλοκαιριού. Χώρια οι βροχές, που κάνουν τους αυτοσχέδιους οικισμούς τους από κουβέρτες να πλημμυρίζουν. Κι όταν γίνεται αυτό, το να στεγνώσουν είναι δύσκολη υπόθεση.
Η τσουχτερή παγωνιά του χειμώνα βάζει την πόλη βαθιά στα διαμερίσματα και τα σπίτια της. Ωστόσο, μεγάλος αριθμός των αστέγων της Ελλάδας δεν κατάφεραν να αποσυρθούν σε κάποιο άσυλο, κι εξακολουθούσαν να μένουν στο δρόμο. Αν και το χειμώνα, δημόσιοι χώροι ανοίγουν όταν η θερμοκρασία πέφτει κάτω από 4 βαθμούς, και δραστηριοποιούνται διάφοροι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, η προσπάθεια αυτή δεν είναι αρκετή για να προστατεύσει τον συνεχώς αυξανόμενο αριθμό των ταλαιπωρημένων αυτών ανθρώπων.
Το κρύο διαπερνά τα παπλώματά τους και τους αυτοσχέδιους οικισμούς τους, δυσχεραίνοντας ακόμα περισσότερο τις συνθήκες διαβίωσής τους, ενώ το καλοκαίρι η αφόρητη ζέστη καθιστά τον ύπνο και την καθημερινότητα στο κέντρο της πόλης πραγματικά δύσκολη.
Στην Ελλάδα της κρίσης δεν είναι πλέον ιδιαίτερα δύσκολο να μείνει κάποιος χωρίς σπίτι. Τα τελευταία χρόνια, που η οικονομική ύφεση έχει εισχωρήσει σε κάθε σπίτι, σε κάθε νοικοκυριό και σε κάθε οικογένεια, πλήθος ανθρώπων βρέθηκε στο δρόμο. Οι άνθρωποι αυτοί ωστόσο στην πλειοψηφία τους δεν αντιπροσωπεύουν ούτε μια εκπεσμένη αριστοκρατία, ούτε είδαν τις επιχειρήσεις τους να βαλτώνουν. Είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, με απλές, συνηθισμένες ιστορίες. Είχαν ανεξόφλητα χρέη, αδυνατούσαν να πληρώσουν το ενοίκιο του σπιτιού τους, δεν έβρισκαν δουλειά ή την έχασαν. Δεν αντιστοιχούν σε ακραίες περιπτώσεις, ούτε είναι τοξικομανείς ή πρόσφυγες. Απλά η αδυναμία να καλύψουν επαρκώς τις καθημερινές ανάγκες τους τους ώθησε προς το δρόμο των αστέγων.
Οι άστεγοι νέας γενιάς είναι εκπρόσωποι της μεσαίας τάξης, που είτε λόγω ανεργίας είτε λόγω χαμηλού εισοδήματος και έλλειψης υποστήριξης από την οικογένεια και τον περίγυρο, αναγκάζονται να μείνουν στον δρόμο ή σε ακατάλληλους και ανεπαρκείς χώρους, δηλαδή σε καταλύματα χωρίς νερό, ρεύμα, θέρμανση. Οι άνθρωποι αυτοί οδηγήθηκαν σε αυτό το δρόμο επειδή δούλευαν σε κλάδους στους οποίους εισχώρησε η κρίση, ενώ δεν είναι μεγάλοι σε ηλικία. Αντιθέτως, πολλοί νέοι άνθρωποι κατέφυγαν στο δρόμο, καθώς δε μπορούν να καλύψουν τα έξοδα ενός σπιτιού.
Άνθρωποι με όλο το μέλλον μπροστά τους αναγκάζονται να βρουν κατάλυμα στο δρόμο, σε υπόγεια, σε σταθμούς του μετρό. Άνθρωποι παραγωγικοί, με μέτριο ως υψηλό μορφωτικό επίπεδο, με σπίτι, δουλειά, που είχαν μία επαρκή προηγούμενη ζωή αλλά η κρίση τους έπληξε και τα έχασαν όλα.
Μια ανάλογη κατάσταση επικρατεί και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, με την οικονομική ύφεση και την ανεργία να έχουν επιδεινώσει σημαντικά το πρόβλημα. Περισσότεροι από 20 εκατομμύρια πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε έχουν αναγκαστεί να ζουν στο δρόμο, είτε ζουν σε άθλιες συνθήκες στέγασης. Τεράστιος αριθμός ανθρώπων όλων των ηλικιών κοιμάται πάνω σε χαρτόνια στους δρόμους, στα μετρό, σε παγκάκια και ζητιανεύει για ένα κομμάτι ψωμί.
Και φυσικά, οι προσπάθειες για περίθαλψή τους από το κράτος και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ανεπαρκείς έως ανύπαρκτες. Οι άνθρωποι αυτοί είναι δυστυχώς αόρατοι. Οι πολιτικοί δεν τους αναφέρουν σχεδόν ποτέ. Τα μέσα ενημέρωσης στην πλειοψηφία τους, τους αγνοούν. Κι αυτό γιατί το να αναγνωρίσεις την ύπαρξη και τον αγώνα αυτών των ανθρώπων σου υποδεικνύει σε πόσο μικρή απόσταση από όλους εμάς βρίσκεται η καταστροφή, η φτώχεια, η εξαθλίωση.
Πέραν όμως από τους άστεγους, τι γίνεται με τους προερχόμενους από κάποια άλλη, μαστιζόμενη από τον πόλεμο και τη δυστυχία χώρα πρόσφυγες; Κι εκείνων δυστυχώς η μοίρα είναι παρόμοια με αυτή των αστέγων και των ανέργων. Συνωστισμένοι σε πλοία, με το φόβο και την απελπισία να τους συνοδεύει, πήραν το δρόμο της αναζήτησης μιας νέας, πιο ασφαλούς πατρίδας. Άνθρωποι που άφησαν τα υπάρχοντά τους και τη ζωή τους πίσω, που βίωσαν την καταστροφή, τον πόνο και την απόγνωση, αναζητούν απεγνωσμένα ένα καλύτερο μέλλον.
Ωστόσο, οι οικονομίες των χωρών υποδοχής δεν αρκούν για να τους συντηρήσουν και να τους παράσχουν ένα αξιοπρεπές μέλλον, καθώς κι εκείνες βιώνουν τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Σκηνές χρησιμεύουν ως τόπος διαμονής των προσφύγων. Η παροχή νερού, ηλεκτρικού ρεύματος και το αποχετευτικό σύστημα είναι αυτοσχέδια, αν όχι ανύπαρκτα. Τα ταλαιπωρημένα αυτά άτομα χρήζουν άμεσης περίθαλψης και αποκατάστασης, την οποία όμως οι κυβερνήσεις και οι χώρες υποδοχής αδυνατούν να τους παράσχουν, ενώ αντιθέτως αντιμετωπίζονται σαν εμπόρευμα, σαν ένα αντικείμενο χωρίς καμία αξία. Οι προσφυγικοί πληθυσμοί τοποθετούνται στο περιθώριο της εξουθενωμένης ελληνικής κοινωνίας, αντιμετωπίζοντας την αδράνεια και την αδιαφορία.
Παρόλες όμως τις κακουχίες, τις αδυναμίες, τις αντιξοότητες, δεν τα βάζουν κάτω. Άστεγοι και πρόσφυγες εξακολουθούν να μάχονται για ένα πιο αισιόδοξο μέλλον, ακόμα και με τα φτωχά μέσα που έχουν στη διάθεσή τους. Αποτελούν παραδείγματα ηρώων που μπορούν να αντιστέκονται και να επιμένουν. Αυτή η διαφορετική μορφή ηρώων στήνει καθημερινά γύρω μας ανεπανάληπτες σκηνές που απαρτίζονται από κουράγιο, δύναμη κι επινοητικότητα.
Είναι ανάγκη να ακουστούν οι ιστορίες τους, να γίνουν από αόρατοι, ορατοί και να εμπνεύσουν τον κόσμο να συνεχίσει να παλεύει. Κι αυτούς τους ανθρώπους οφείλουμε να τους βοηθήσουμε, έστω και με τον πιο μικρό τρόπο. Χρειάζονται τη βοήθειάς μας για να συνεχίσουν το δύσκολο αγώνα τους, οπότε το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για αυτούς τους ανθρώπους είναι να αφυπνίσουμε την ανθρωπιά μας και να ευαισθητοποιηθούμε.