Εκεί που η τέχνη του λόγου συναντά την τέχνη της φωτογραφίας.
1. Επιθυμία- Μαίρη Β.
Κι όταν κοιτάς τον ουρανό μέσα απ’ το γκρίζο σου δωμάτιο,
να ξέρεις,
πως δεν είσαι μόνος.
Να ξέρεις,
πως κάπου εκεί έξω,
σε προσδοκά μία απόκοσμη ψυχή.
Μια καρδιά που έμαθε να περιμένει το κάθε σου κάλεσμα,
χωρίς να ζητάει,
χωρίς να απαιτεί,
χωρίς να γνωρίζει…
Να ξέρεις πως η απουσία και η σιωπή σου,
δεν την αποδυνάμωσαν.
Δεν την έκαναν να ξεχάσει,
οριστικά και απόλυτα.
Η εικόνα σου δεν έχει πάψει
να γυροφέρνει στα λημέρια του νου
και να δημιουργεί ανάγκη.
Ανάγκη για σχέση,
ανάγκη για επαφή,
ανάγκη για ένωση.
Ανάγκη…
Η επιθυμία δεν σταματά με τον χρόνο,
μονάχα κοπάζει και μένει στο περιθώριο,
σε μία κρυμμένη γωνία, σκονισμένη από τις συγκυρίες.
Υπήρχε και υπάρχει, μέχρι κάτι πιο δυνατό να μπορέσει να την πολεμήσει και να της δώσει τη θέση που της αναλογεί.
Την θέση της ανάμνησης, του μακρινού και εύκολα επικαλούμενου.
Στο σημείο εκείνο,
που μπορείς να θυμάσαι χωρίς να πονάς,
που μπορείς να σκέφτεσαι χωρίς να δακρύζεις.
Μα μέχρι τότε θα υπάρχει για να σου υπενθυμίζει,
ό,τι ακόμα δεν τέλειωσε…
2. Η παράσΤαση – Γιάννης Ζαραμπούκας
Ξεπεσμένοι ηθοποιοί οι άνθρωποι
σε ρόλους δεύτερους·
κομπάρσοι στην παράσταση του έρωτα
την ατέλειωτη τραγωδία.
Βαρύ κι άτσαλο το πάτημα τους
στο σανίδι το λεπτό,
το εύθραυστο.
Στο σανίδι ετούτο
της ζωής
που τρίζει η προδοσία.
Η αυλαία πέφτει
άξαφνα,
γράφοντας πρόωρα την λέξη
«τέλος».
Ύστερα, σκοτάδι.
Βαθύ, βελούδινο, απόλυτο σκοτάδι…
Κι ένα χειροκρότημα
άνευρο
ξεφτισμένο
ηχεί αδύναμο·
μοναξιά.
3. Το σύννεφο του συναισθήματος – Άρτεμις Κουλουρά
«Ξέρεις αυτό το συναίσθημα; Αυτό που δεν γνωρίζω να το ονομάσω, αλλά σφίγγει όλον τον θώρακά μου σαν ένα σχοινί να έχει τυλιχτεί γύρω μου ή κάτι να έχει πέσει πάνω μου και να μου στερεί το οξυγόνο. Να φύγεις θες, να φύγεις, όταν το νιώθεις. Κι εγώ έτσι. Να φύγω.
Ξέρεις, θυμάμαι μικρές λεπτομέρειες, αυτές θα μου μείνουν. Να φτιάχνω το σακίδιο που έπεφτε από τους ώμους, ο ήχος του γέλιου, της μηχανής που πλέον αναγνώριζα, η δυνατή ομιλία. Να φύγω, να δω λίγο από τον κόσμο, όχι τους ίδιους δρόμους, όχι τα ίδια κτήρια απέναντί μου. Λίγο ουρανό και ησυχία. Και σύννεφα. Τα σύννεφα ζωγραφίζουν τον καμβά του ουρανού και δημιουργούν κάτι μοναδικό σαν πίνακα αφηρημένο. Αν το έχεις παρατηρήσει.
Με κοροϊδεύουν με τα σύννεφα, αλλά εμένα μου αρέσουν! Λατρεύω τους σχηματισμούς τους, τη γαλήνη που μου προξενούν, την αίσθηση ότι αυτός ο κόσμος είναι όμορφος και αξίζει το βλέμμα σου. Όταν βρίσκεσαι στο τρόλεϋ κουρασμένος, στριμωγμένος, προσπάθησε να δώσεις σημασία στον κόσμο έξω από το όχημα. Πιάσε θέση πίσω δίπλα στο παράθυρο ή μπροστά-μπροστά στον οδηγό, να ανοίγεται όλος ο δρόμος μπροστά σου. Έτσι, αποκτούν ένα νόημα ή έστω κάτι παρηγορητικό οι διαδρομές μου.
Ξέρεις, είναι παράξενα τα συναισθήματα. Είναι ο κύριος σου, όσο σκέψη και να βάλεις στο παιχνίδι. Δεν είναι αδύνατο να τα ελέγξεις, αλλά εν τέλει φέρουν το βάρος των αποφάσεων. Αποφάσεις που δεν ξέρεις αν είναι σωστές ή λάθος, αλλά την όποια συνέπεια δυστυχώς θα τη βιώσεις. Γνωρίζεις, όμως, και αυτό είναι το μόνο που γνωρίζεις ότι θέλεις να ζήσεις αυτό που συνεπάγεται η απόφασή σου. Σωστό, λάθος ή άδικο μπορεί.
Ξέρεις, οι λέξεις πληγώνουν. Τα λόγια μένουν μέσα σου. Κι εγώ πλήγωσα με τα λόγια μου. Πλήγωσα και έμενα με τα ίδια μου τα λόγια. Νιώθεις να μετανιώνεις. Και εν συνεχεία να μετανιώνεις για αυτή καθεαυτή τη μετάνοια.»
Εκεί στον υποφωτισμένο χώρο με τα άδεια κάδρα κρεμασμένα στους τοίχους και το χαμηλό ταβάνι να πιέζει τα πάντα γύρω από τους ανθρώπους, του απάντησε:
Τα λόγια βασίζονται στα συναισθήματα. Αυτά είναι ο κύριός σου.