Σε αντίθεση με τα γεγονότα της ζωής, που ξεκινάνε υποσχόμενα μα εκτροχιάζονται γεμάτα θλίψη περνώντας ανυποψίαστες γέφυρες και φαινομενικά ασφαλείς διαβάσεις, το τραίνο της δικής μου αφήγησης, παρόλο που είναι γεγονός, θα μεταμορφωθεί σε λίγο σε ιστορία. Και αυτό γιατί σε αντίθεση με τα γεγονότα που ποτέ δεν εξελίσσονται όπως τα θέλουμε και με τις ιστορίες που τις πλάθουμε στην παλάμη, αλλά τις ανακατεύουμε και με ψευτιά μαγαρίζοντας το μείγμα, η εξιστόρησή μου είναι μοναδική, γιατί ξεκίνησε με γεγονότα και θα καταλήξει με γεγονότα, με έναν τρόπο που όμως όλοι θα νομίζουν πως μοιάζει με παραμύθι. Ενάντια λοιπόν σε ό,τι ίσως περιμένετε, μία μέρα, όντως, ο πατέρας μου δεν κατάφερε να απαντήσει στην ερώτηση, που του έκανα και μαζί με αυτήν την απροσδόκητη τροπή παίρνει νόημα η αφήγησή μου.

Ήταν, τι άλλο, Σάββατο και με το παιδικό πείσμα να σιγοκαίει μέσα μου ήμουν για άλλη μία φορά καθιστός στην καρέκλα της κουζίνας, υπό τους ήχους του λαδιού, που τσίριζε και των γεμάτων καπνό εκπνοών του πατέρα μου. Ήμουν απαρηγόρητος. Είχα εξαντλήσει πλέον μαζί του την Αφρική, τα μάτια μου είχαν ρημάξει ένα τεράστιο τμήμα της Μογγολίας, διέσχισα με μία πρωτοφανή βιαιότητα τα σύνορα με την Κίνα και σε μία ανάσα ήμουν κιόλας στο τέλος της. Και εκεί, μεταξύ Μιανμάρ και Λάος, σιχάθηκα.

Μία απερίγραπτη κούραση με κυρίευσε και έκλεισα με δύναμη τον παλιό Άτλα. Ο πατέρας μου δεν φάνηκε να σοκάρεται. Τα μάτια του ταξίδευαν μισόκλειστα στις γραμμές της εφημερίδας, κάποτε αναζητώντας το σύστημα, κάποτε την νέα μεταγραφή. Η παραδοχή της ήττας μου δεν τον συγκίνησε στο ελάχιστο. Υπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες, θα είχα αναγνωρίσει την ομορφιά του παιχνιδιού, θα του είχα δώσει το χέρι, παραδεχτεί την ολοκληρωτική νίκη του στο ταμπλό που του είχα στήσει. Αλλά τίποτε από αυτά δεν πέρασε από το μυαλό μου και μία παιδική οργή με λέρωνε σαν το δοχείο του μελανιού που χύθηκε πάνω στο γράμμα.

Ήταν καθώς έβγαινα από την κουζίνα, με τον Άτλα περασμένο στη μασχάλη και τον απορροφητήρα να βουίζει, όχι αρκετά δυνατά για να καλύψει τα λόγια μου.

     “Δεν έχει σημασία. Ούτε που έχεις πάει σε αυτά τα μέρη, έτσι δεν είναι;”

  Και τα λόγια μου έσταξαν θαρρείς από το ταβάνι πάνω του σαν υδράργυρος. Και δεν ξέρω αν ξαφνικά η εφημερίδα έγινε λιγότερο ενδιαφέρουσα ή ο Παναθηναϊκός λιγότερο σημαντικός, αλλά ο πατέρας μου σήκωσε τα μάτια του και τα ξέχασε πάνω μου γεμάτα έκπληξη, σαν να με κοίταζε για πρώτη φορά, έναν ξένον μαζί του στην κουζίνα.

  Ποια θεϊκή οργή μου στέρησε την ικανότητα να περπατώ; Μείναμε ακίνητοι να κοιταζόμαστε πατέρας και γιος, αυτός με ένα τσιμπούκι που θα έπρεπε να σκαλίσει μα δεν σκάλιζε και εγώ με κάτι λόγια που έπρεπε να πάρω πίσω μα δεν πια δεν παίρνονταν. Η πιο βαριά σιωπή μας μπούκωνε τα αυτιά σαν βαμβάκι και δεν την ράγιζαν ούτε τα ουρλιαχτά του λαδιού, ούτε το μουγκρητό του απορροφητήρα. Μία εσωτερική φωνή ήλπιζε ο πατέρας μου να απαντήσει και να μας λύσει και τους δυο από αυτό το μαρτύριο. Αλλά δεν το έκανε. Με κοίταζε σιωπηλός, με το τσιμπούκι στο στόμα, τα πνευμόνια γεμάτα καπνό, που ξέχασε να εκπνεύσει και κάτι χέρια, που μία έσφιγγαν τα φύλλα της εφημερίδας, μία χαλάρωναν.

  Ο πατέρας μου δεν απάντησε ποτέ σε εκείνη την ερώτηση και από εκείνο το Σάββατο και μετά δεν θα μας απαντούσε και σε καμία άλλη. Το ανάλγητο παιχνίδι γεωγραφίας τελείωσε τόσο απρόσμενα όσο είχε ξεκινήσει και όποιες περιστασιακές προσπάθειες να το ξεκινήσουμε ξανά έπεσαν στο κενό.

  Πολλά χρόνια αργότερα, βρέθηκα ξανά στο πατρικό σπίτι. Η παλιά τηλεόραση δούλευε ακόμα, αλλά δεν έπιανε κανένα κανάλι και παρά τις χρόνιες προσπάθειες της μητέρας μου, ένα λεπτό στρώμα σκόνης κάλυπτε τα έπιπλα του σαλονιού. Τακτοποιώντας τα πράγματα του πατέρα μου βρήκα το παλιό του τσιμπούκι, τα δύο του ρολόγια και μία ντουζίνα αναπτήρες zippo, συλλογή που διατηρούσε με κάποια περηφάνια στο τελευταίο συρτάρι της βιβλιοθήκης.

  Κάτω από το ληγμένο του δίπλωμα οδήγησης βρήκα έναν παλιό χαρτοφύλακα από το ταχυδρομείο. Μόνο αφού είχα αφήσει το σπίτι για να σπουδάσω στο εξωτερικό, ο πατέρας μου μας αποκάλυψε την πρώτη δουλειά που έκανε όταν είχε πρωτοέρθει από το χωριό στην Αθήνα. Υπάλληλος στα ΕΛΤΑ, τμήμα αλληλογραφίας. Έχετε επισκεφτεί ποτέ το τμήμα αλληλογραφίας; Όποιος εργάζεται εκεί, κάθεται σε ένα γραφείο και προσεκτικά αδειάζουν μπροστά του όλη την αλληλογραφία του ταχυδρομείου. Στα αριστερά του, πάνω στο πάτωμα, ένα τεράστιο πανέρι. Εκεί πήγαινε η αλληλογραφία εσωτερικού, στα δεξιά του, σε ένα άλλο πανέρι πήγαινε η εξωτερικού. Ο υπάλληλος έπαιρνε το γράμμα, εξέταζε τον παραλήπτη, για μία στιγμή ίσως και να χάζευε κάποιο ασυνήθιστο γραμματόσημο, και ύστερα ταξινομούσε κατάλληλα την επιστολή, το ερωτικό γράμμα, την ανακοίνωση του θανάτου ή την  καρτ ποστάλ.

  Ο πατέρας μου κάθισε σε ένα τέτοιο γραφείο δεκαπέντε χρόνια. Πόσες φορές θα του ήρθε κάποιο γράμμα από το Μεξικό, ή τη Βραζιλία; Πόσες φορές έπρεπε να επαναλάβει στον εαυτό του, πως η Γκαμπαρόνε βρίσκεται στην Μποτσουάνα, οπότε κακώς πηγαίνει στο πανέρι της Λατινικής Αμερικής; Πόσες φορές έλεγξε τον δικό του κίτρινο Άτλα για να μην μπερδέψει τα γράμματα και πόσες φορές το έκανε ξεδιάντροπα από προσωπική απόλαυση; Να δει που είναι αυτό το Μπαγκλαντές, γιατί τόσα γράμματα στη Βουλγαρία, πόσο μεγάλο είναι τέλος πάντων το Μιλάνο; Δεν μπορώ να φανταστώ πόσες φορές ευχήθηκε να έκανε και αυτός κάποιο μακρινό ταξίδι. Αλλά κάτι μέσα μου με διαβεβαίωνε πως το έκανε με κάθε γράμμα, που ταξινομούσε και κάπως έτσι η ανάμνηση εκείνου του σιωπηλού Σαββάτου με έκαιγε και με έκαιγε και με έκαιγε. Τόσο πολύ, που κάθισα στο διπλό κρεβάτι των γονιών μου για να πάρω ανάσες, γιατί ο πατέρας μου δεν είχε ποτέ του ταξιδέψει στο εξωτερικό.

  Ο χαρτοφύλακας άφηνε κομμάτια φτηνού συνθετικού δέρματος στις παλάμες μου. Ξέρετε, ήταν από εκείνους τους πολύ φτηνούς, μα πρακτικούς χαρτοφύλακες. Ο πατέρας μου τον κουβαλούσε όλα αυτά τα χρόνια, γεμάτο στυλό μπικ, χαρτιά με τσακισμένες άκρες και μερικές φορές σπάνια γραμματόσημα, που έβρισκε στη δουλειά. Την συλλογή γραμματοσήμων που διατηρούσε την βρήκα στο συρτάρι του κομοδίνου του, ακόμα μία μικρή έκπληξη, που είχε κρύψει πίσω από τους καπνούς του τσιμπουκιού του.

  Δεν ξέρω τι κερδίσατε από όλα αυτά τα Σάββατα. Οι ιστορίες τελειώνουν με τον κακό να πληρώνει για τις κακίες του, μα αισθάνομαι πως στη δική μου ιστορία δεν εξελίχθηκαν έτσι τα πράγματα. Ο πατέρας μου δέχτηκε την ερώτησή μου με μία σιωπή, που δεν θα του αναγνώριζε κανένας αργότερα, μιας και δεν υπήρχαν μάρτυρες της σκληρότητάς μου. Για εμένα, το όποιο ηθικό δίδαγμα έχει γίνει μία πυκνή μπάλα σίδερο και έχει καθίσει στο λαιμό μου. Όμως ο παλιός χαρτοφύλακας τρέμει μέσα στα χέρια μου και τόσα χρόνια μετά, πέντε στην Αγγλία για το πτυχίο και τρία στην Αμερική για το διδακτορικό, ακόμα δεν έχω ξεχάσει εκείνο το μάθημα γεωγραφίας, που μου έδωσε ο πατέρας μου.

Σελίδες: 1 2

Σχόλια

1 2