Αναμνήσεις ζωής, ο θάνατος και οι φυγόπονοι άνθρωποι κυριαρχούν στις σκέψεις των αρθρογράφων μας.
1. Οι άνθρωποι – Χόρχε (Γιώργος Ιορδανίδης)
Ένα κείμενο για τους φυγόπονους…
Για αυτούς που δεν έχουν αγαπήσει και δε θα αγαπήσουν την ευθύνη, ποτέ.
Για αυτούς που προσπαθούν να ρίξουν την ευθύνη στο διπλανό τους, πάντα.
Για αυτούς που φαίνονται τόσο χαρούμενοι, αλλά είναι ή θα καταλήξουν τόσο δυστυχισμένοι.
Ένα κείμενο από τους φιλόπονους…
Από αυτούς που έχουν αγαπήσει την ευθύνη, από την αρχή.
Από αυτούς που δεν προσπαθούν να ρίξουν την ευθύνη στο διπλανό τους, ποτέ.
Από αυτούς που φαίνονται τόσο στενοχωρημένοι, αλλά θα καταλήξουν τόσο ευτυχισμένοι.
Γιατί στην τελική, κι ας είμαι λάθος, αν θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τους ανθρώπους στα δύο, θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τα δύο παραπάνω είδη.
Τους φυγόπονους και τους φιλόπονους.
Τους διαρκώς χαρούμενους και τους διαρκώς στενοχωρημένους.
Τους δυστυχισμένους και τους ευτυχισμένους.
Τους ανθρώπους χωρίς άγχος και τους ανθρώπους μες στο άγχος.
Τελικά, ένα κείμενο για τους ανθρώπους…
2. Ο θάνατος – Μαρία Παναγιώτου
Χάθηκες!
Πάντα χανόσουν…
Ακόμη κι όταν ουσιαστικά δεν υπήρχες, κι εγώ συνέχιζα να μετρώ τις απουσίες.
Η σκιά σου παντού και η σάρκα σου κατακερματισμένη σε παράλληλους κόσμους.
Συνωστισμός και νηνεμία…
Κι εγώ που για λίγο πίστεψα πως θα νικήσω τον θάνατο,
μα εν τέλει δεν κατάφερε ποτέ κανείς να
τον κερδίσει…
3. Κάπου στο κέντρο – Γιάννης Ζαραμπούκας
Πρόσωπα σκυθρωπά, χαμογελαστά, αγουροξυπνημένα, φωνές δυνατές, γέλια, χαιρετισμοί, κορναρίσματα και κίνηση ατελείωτη. Κοιτάς το ρολόι σου, μα οι δείκτες του από καιρό σταματημένοι.
Περπατάς με τους ώμους γυρτούς, μα το κεφάλι ψηλά. Με τα μικρά ασθενικά σου βήματα και τη βοήθεια από ένα ξεροκάλαμο για μπαστούνι.
Οι κυψελίδες των πνευμόνων σου γεμίζουν καυσαέριο, τα μάτια σου δακρύζουν, το πρόσωπο σου κοκκινίζει, ο λαιμός σου φράσσει, πνίγεσαι, βήχεις, τραντάζεσαι ολόκληρη.
Τα βραχιόλια στους πρησμένους σου καρπούς κουδουνίζουν. Δεν αντέχεις άλλο όρθια, τα πόδια σου δε σε βαστούνε. Το βλέμμα σου σκοντάφτει σε ένα γέρικο παγκάκι. Ένα παγκάκι αλλοιωμένο, χαραγμένο έντονα απ’ το μυτερό νυστέρι του χρόνου, μα τόσο γνώριμο για σένα! Ένα παγκάκι περιτριγυρισμένο από λευκές, κίτρινες και φούξιες πετούνιες, κρυμμένο στον ίσκιο μιας ανθισμένης πορτοκαλιάς.
Θυμάσαι;
Κοριτσάκι ήσουν ακόμα. Φορούσες ένα λευκό φόρεμα, γεμάτο κόκκινες φράουλες στο φουρό, έπαιζες και έτρεχες γύρω από το ίδιο παγκάκι περιμένοντας την ώρα να περάσει, να φανεί επιτέλους ο παγωτατζής, να κατεβαίνει τον χωμάτινο δρόμο προς την πλατεία, βαστώντας το καρότσι με τις τρεις ρόδες.
«Κοίτα το ρολόι σου! Μα που είναι ακόμα; Θέλω παγωτό!», γκρίνιαζες.
Και εκείνη με ένα τρυφερό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο ρυτιδιασμένο της πρόσωπο, το πρόσωπο εκείνο με τη θαμπάδα της κούρασης στο βλέμμα έκανε πως το κοιτά.
Μα οι δείκτες του ήταν από καιρό σταματημένοι.
Επιτέλους φτάνεις. Κάθεσαι κι ανοίγεις το τσαντάκι σου. Βγάζεις μια πλαστική βεντάλια.
«Η ζέστη του κέντρου έχει καταντήσει ανυπόφορη!» της λες. Αλμυρά ρυάκια σταλάζουν στον κρεμασμένο σου λαιμό, και τα χαλαρωμένα μπράτσα σου πάλλονται καθώς δροσίζεις το μουσκεμένο απ’ τον ιδρώτα πρόσωπο σου.
«Πέρασαν τα χρόνια και άλλαξες. Γέρασες και εσύ σαν και μένα, της λες και γελάς με πίκρα, Ούτε παγωτατζήδες περνάνε πια, ούτε τα παιδιά γεμίζουν την πλατεία κάθε Κυριακή μετά την εκκλησία. Σάμπως εμάς που μας πήγαιναν απ’ τα χαράματα, το θέλαμε;
Αχ, που πήγαν βρε συ τα στολίδια σου; Το καφενείο του κυρ’ Θωμά σε εκείνη τη γωνιά της πλατείας το θυμάσαι; Εκεί μωρέ που στέκει τώρα αυτό το ερείπιο, γεμάτο μ’ αυτές τις ζωγραφιές των νέων, γκράφιτι θαρρώ τα λένε;
Θυμάσαι;
Είχε χαμηλά τραπεζάκια, με πράσινα καρό τραπεζομάντηλα, ζαρντινιέρες γεμάτες λουλούδια και μία τεράστια μωβ βουκαμβίλια να κρέμεται από το μπαλκόνι του πρώτου.
Θυμάσαι;»
Σηκώνεσαι, πιάστηκες τόση ώρα καθισμένη. Παίρνεις το μπαστουνάκι ξανά στο χέρι και σαν μαούνα που θαλασσοδέρνεται πηγαίνεις πότε δεξιά και πότε αριστερά, περπατάς μέχρι το κέντρο της πλατείας. Στέκεσαι μπροστά στο σιντριβάνι. Βγάζεις ένα καθαρό μαντίλι, το βουτάς στα πράσινα, σχεδόν αδιάφανα απ’ τα σκουπίδια – που σα νούφαρα επιπλέουν- νερά και βάφεται κι αυτό πράσινο. Μα δεν σε νοιάζει! Το σιντριβάνι αναβλύζει μια μπόχα, μα πάλι δεν σε νοιάζει. Περνάς το βρεγμένο μαντίλι γύρω απ’ το λαιμό σου, το δένεις.
Βιάσου, την ακούς να σου λέει, δεν έχεις άλλο χρόνο. Ξαφνιασμένη, κοιτάς το σταματημένο από καιρό ρολόι σου.
Κοιτάς τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που κατεβαίνει στην πλατεία. Περιμένεις λίγο μήπως και φανεί όπως τότε.
«Θυμάσαι;»
Τότε που φορώντας τα μαύρα τακουνάκια σου και το αγαπημένο σου βυσσινί ταγιέρ περίμενες το λεωφορείο της γραμμής και πήγαινες πέρα δώθε… Κάπνιζες το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.
«Θυμάσαι;»
Το ‘βλεπες να κατεβαίνει το χωμάτινο δρόμο και έσβηνες το τσιγάρο που μπορεί μόλις να είχες ανάψει στα βιαστικά. Έφτιαχνες τον γιακά της λευκής σου πουκαμίσσας και περίμενες.
«Βιάσου», σου φωνάζει αυτή τη φορά. Τώρα φοβάσαι! Συνειδητοποιείς πως βρίσκεσαι στη μέση του δρόμου, με τη φούστα κατουρημένη και το πρόσωπο σου κατακόκκινο. Τα αυτοκίνητα γύρω σου κορνάρουν, οι οδηγοί σε βρίζουν χυδαία, «Κάνε στην άκρη μωρή κωλόγρια να πάμε επιτέλους στις δουλειές μας.»
Οι περαστικοί σε κοιτούν παράξενα, κατεβάζεις το κεφάλι.
«Αυτή είναι η πόλη μου;» αναρωτιέσαι.
Η φωνή δυναμώνει στο κεφάλι σου. Τα τύμπανα σου τρυπούν από την ένταση.
«Βιάσου… βιάσου.», επαναλαμβάνει.
Κοιτάς το σταματημένο από καιρό ρολόι σου.
Οι δείκτες του σαν να ξεπάγωσαν, τρέχουν και αυτοί… βιάζονται!
Τώρα πρέπει να βιαστείς και εσύ, σκέφτεσαι.
Πιάνεις το μπαστούνι σου και με τα ασθενικά σου βήματα προσπαθείς να τρέξεις.
Χάνεσαι μέσα στα τσιμεντένια στενά, κάπου στο κέντρο.
Η πόλη σε καταπίνει!